Έπειτα από δεκαετίες αδράνειας, ξεπαγώνει η ανάπλαση του ιστορικού εργοστασίου Ρετσίνα στη Λεύκα, ενός από τα πιο εμβληματικά ακίνητα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στον Πειραιά, καθώς προ ημερών υπογράφτηκε Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ της τράπεζας και του δήμου. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί την επανεκκίνηση ενός σχεδίου που φιλοδοξεί να δώσει νέα ζωή σε έναν χώρο με τεράστια ιστορική και πολεοδομική σημασία. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ένα δεύτερο ακίνητο της Εθνικής Τράπεζας, η εκτεταμένη παραθαλάσσια έκταση των πρώην Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα, παραμένει «παγωμένο», εν αναμονή της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την απαλλοτρίωσή του.
Η πρώην κλωστοϋφαντουργία των αδελφών Ρετσίνα, το παλαιότερο σωζόμενο βιομηχανικό συγκρότημα του Πειραιά, καταλαμβάνει έκταση 29 στρεμμάτων στις οδούς Ρετσίνα, Υμηττού και Αγίου Φιλίππου. Η νέα συμφωνία ανάμεσα στην Εθνική Τράπεζα και τον Δήμο Πειραιά δρομολογεί τη σταδιακή μετατροπή του χώρου σε έναν ζωντανό αστικό πυρήνα, που θα συνδυάζει την ιστορική ταυτότητα με τις ανάγκες της σύγχρονης πόλης. Η τράπεζα παραχώρησε στον δήμο περίπου επτά στρέμματα για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων πρασίνου, ενώ μεταβιβάζει άνευ ανταλλάγματος έκταση 2.762,53 τ.μ. με τα υφιστάμενα διατηρητέα κτίρια. Παράλληλα, παραχωρεί για τριάντα χρόνια τη χρήση κτιρίων και κοινόχρηστων χώρων συνολικού εμβαδού 3.235,77 τ.μ., καθώς και πεζοδρόμους επιφάνειας 1.039,08 τ.μ., ενισχύοντας τη σύνδεση του χώρου με τον αστικό ιστό.
Το Μνημόνιο Συνεργασίας υπεγράφη από τον δήμαρχο Πειραιά, Γιάννη Μώραλη, και τον γενικό διευθυντή Ακίνητης Περιουσίας της Εθνικής Τράπεζας, Γιάννη Κυριακόπουλο, παρουσία στελεχών και αντιδημάρχων. Όπως υπογραμμίζουν και οι δύο πλευρές, πρόκειται για ένα έργο που συνδυάζει τον σεβασμό στη βιομηχανική κληρονομιά με μια νέα πολεοδομική προσέγγιση, η οποία θα αποδώσει στον Πειραιά έναν χώρο σύγχρονης ταυτότητας και κοινωνικής ζωής. Η Εθνική Τράπεζα αναλαμβάνει να καλύψει το κόστος των μελετών, ενώ ο Δήμος Πειραιά θα προχωρήσει στην υλοποίηση του έργου, διασφαλίζοντας ότι η ανάπτυξη θα γίνει με σεβασμό στο περιβάλλον και την τοπική κοινωνία.
Η Dimand συμμετείχε στην πρώτη φάση του έργου, εξασφαλίζοντας την έγκριση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων για τα διατηρητέα κτίρια. Στη συνέχεια η διαδικασία πέρασε στο στάδιο εκπόνησης του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΕΠΣ), το οποίο εκπονείται υπό την εποπτεία του δήμου. Το σχέδιο ΕΠΣ έχει ήδη εγκριθεί από το Δημοτικό Συμβούλιο, γεγονός που διασφαλίζει τη θεσμική συνέχεια και αποτρέπει καθυστερήσεις στα επόμενα στάδια. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας έγκρισης, το ΕΠΣ θα διαβιβαστεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος, με στόχο την ολοκλήρωση έως το 2027.
Η επένδυση εκτείνεται σε 26 στρέμματα, 23 από αυτά ανήκουν στην Εθνική Τράπεζα και 3 στρέμματα στον ΟΣΕ. Οι υπόλοιπες εκτάσεις, εκτός από αυτές του Δήμου, θα παραμείνουν στην κυριότητα της Εθνικής, η οποία σκοπεύει, μετά την ολοκλήρωση της θεσμικής διαδικασίας, να προχωρήσει σε συνεργασίες με επενδυτικούς φορείς για την ανάπτυξη του έργου. Όπως επισημαίνουν πρόσωπα που παρακολουθούν από κοντά τη διαδικασία, «η Εθνική είναι τράπεζα, όχι developer», γεγονός που σημαίνει ότι η συμμετοχή της θα περιοριστεί στη θεσμική φάση, αφήνοντας την πραγματική ανάπτυξη σε εξειδικευμένους φορείς, όπως η Dimand, με την οποία δεν αποκλείεται μελλοντική συνεργασία.
Το γενικό σχέδιο προβλέπει τη δημιουργία κατοικιών, γραφείων και ήπιων εμπορικών χρήσεων, ώστε να αποκτήσει η γειτονιά λειτουργικότητα και ζωντάνια. Τα διατηρητέα κτίρια, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν θα κατεδαφιστούν, αλλά θα αναδειχθούν μέσα από πολιτιστικές και κοινωφελείς χρήσεις που θα διαχειρίζεται ο Δήμος Πειραιά. Προβλέπεται, ακόμη, η δημιουργία ενός εκθεσιακού ή μουσειακού χώρου, αφιερωμένου στο παλιό κλωστοϋφαντουργείο, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο του είδους στη χώρα και υπήρξε κομβικό για την οικονομική ανάπτυξη του Πειραιά. Στόχος είναι να διατηρηθεί η μνήμη του βιομηχανικού παρελθόντος και ταυτόχρονα να αποκτήσει η περιοχή σύγχρονη λειτουργικότητα, μέσα από χρήσεις που θα ενισχύσουν την καθημερινή ζωή και την τοπική ταυτότητα.
Παράλληλα, προχωράει και η εκπόνηση του Τοπικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΤΠΣ) για την ευρύτερη περιοχή, το οποίο εντάσσεται στη στρατηγική συνολικής αναβάθμισης του Πειραιά. Η ανάπλαση της βιομηχανικής έκτασης της Ρετσίνας δεν αποτελεί απομονωμένο έργο, αλλά τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου αστικής αναγέννησης, που περιλαμβάνει εμβληματικές παρεμβάσεις, όπως η αναμόρφωση του Πύργου του Πειραιά, η ανάπλαση των πρώην καπναποθηκών Παπαστράτος, η ανέγερση του νέου Δικαστικού Μεγάρου και η αναζωογόνηση της περιοχής του Αγίου Διονυσίου.
Υπενθυμίζεται ότι εν λόγω έκταση φιλοξενούσε στο παρελθόν το πρώτο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας της χώρας, γνωστό ως Κλωστήρια Πειραιώς. Το βιομηχανικό συγκρότημα υπήρξε κομβικό για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της πόλης, απασχολώντας εκατοντάδες εργαζομένους και λειτουργώντας ως σημείο αναφοράς για τη βιομηχανική ταυτότητα του Πειραιά. Μετά το οριστικό κλείσιμο του εργοστασίου, το ακίνητο παρέμεινε για δεκαετίες ανεκμετάλλευτο. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 είχε προταθεί να φιλοξενήσει το νέο πανεπιστημιακό campus του Πανεπιστημίου Πειραιώς, ένα σχέδιο που εγκρίθηκε σε πρώτο επίπεδο, αλλά δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Η μετεγκατάσταση του Πανεπιστημίου θεωρούνταν τότε κρίσιμη, καθώς οι υπάρχουσες πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις ήταν ανεπαρκείς και διάσπαρτες. Ωστόσο, η πολυπλοκότητα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, η έλλειψη πόρων και οι πολεοδομικοί περιορισμοί οδήγησαν στην ακύρωση του σχεδίου, αφήνοντας την περιοχή σε αδράνεια για σχεδόν είκοσι χρόνια. Η σημερινή πρωτοβουλία έρχεται να «αναστήσει» το ακίνητο, αξιοποιώντας την ιστορική του αξία μέσα από μια σύγχρονη αστική και πολιτιστική επανένταξη.
Η μεγάλη εκκρεμότητα της Δραπετσώνας
Αντίθετα με άλλες περιοχές του Πειραιά, όπου οι παρεμβάσεις έχουν αρχίσει να παίρνουν μορφή, το μεγάλο παραθαλάσσιο ακίνητο της Εθνικής Τράπεζας στη Δραπετσώνα, έκτασης 242 στρεμμάτων, εξακολουθεί να παραμένει σε εκκρεμότητα. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την απαλλοτρίωση της έκτασης δεν έχει ακόμη εκδοθεί, παρ’ ότι η σχετική συζήτηση πραγματοποιήθηκε ήδη από την άνοιξη του 2023.
Εφόσον εγκριθεί τελικά η απαλλοτρίωση, ο Δήμος Πειραιά σχεδιάζει τη δημιουργία Μητροπολιτικού Πάρκου με ήπιες αθλητικές και πολιτιστικές χρήσεις. Αν όμως η έκταση παραμείνει στην ιδιοκτησία της τράπεζας, εξετάζονται σενάρια ήπιων παρεμβάσεων και περιορισμένης κατοικίας, με στόχο την ομαλή επανένταξη του χώρου στον αστικό ιστό και τη σύνδεση της πόλης με το παραλιακό της μέτωπο.
Παρά την εκκρεμότητα, η Εθνική Τράπεζα και ο Δήμος Κερατσινίου-Δραπετσώνας φέρονται να συγκλίνουν στη λογική της ανάπλασης και της αστικής επανένταξης, ώστε να διαμορφωθεί ένα κοινό πλαίσιο για την επόμενη μέρα. Οι δύο πλευρές δείχνουν να προκρίνουν μια ήπια προσέγγιση, με έμφαση στην ανάδειξη των διατηρητέων στοιχείων και στη διατήρηση χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Πολυσύνθετο ιδιοκτησιακό καθεστώς
Η υπό διαμόρφωση περιοχή εκτείνεται σε περίπου 600 στρέμματα πρώην βιομηχανικής γης. Από αυτά, τα 242 στρέμματα αποτελούν το επίμαχο τμήμα μεταξύ του Δήμου και της Εθνικής Τράπεζας, ενώ τα υπόλοιπα ανήκουν σε διαφορετικούς φορείς. Συγκεκριμένα, 107 στρέμματα κατέχει η τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ Ηρακλής που τώρα τις έχει αποκτήσει η γαλλική βιομηχανική εταιρεία Lafarge, 70 στρέμματα τα Ελληνικά Πετρέλαια (ΕΛΠΕ), ενώ περίπου 80 στρέμματα βρίσκονται υπό τη διαχείριση του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ). Η εταιρεία Oil One διατηρεί επίσης εγκαταστάσεις σε έκταση 33 στρεμμάτων. Η πολυπλοκότητα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, σε συνδυασμό με τις διαφορετικές χρήσεις γης και την παρουσία ενεργών εγκαταστάσεων, καθιστούν απαραίτητο έναν ενιαίο πολεοδομικό σχεδιασμό.
Η συζήτηση για την ανάπλαση της Δραπετσώνας επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο, καθώς πρόκειται για περιοχή με ιδιαίτερο πολεοδομικό ενδιαφέρον και σύνθετο νομικό υπόβαθρο. Καθοριστικό σημείο αποτέλεσε ο νόμος του 2015, που άλλαξε ριζικά τις επιτρεπόμενες χρήσεις γης και τον συντελεστή δόμησης. Επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, θεσπίστηκε ειδική ρύθμιση που μείωσε τον συντελεστή δόμησης από 0,6 σε 0,15, επηρεάζοντας περίπου 640 στρέμματα πρώην βιομηχανικής γης.
Στόχος ήταν ο περιορισμός της βαριάς βιομηχανικής δραστηριότητας και η προετοιμασία της περιοχής για ήπιες, αστικές και κοινωφελείς χρήσεις. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση δημιούργησε και επιπλοκές, καθώς πολλές από τις βιομηχανικές άδειες παρέμειναν σε ισχύ, καθυστερώντας την εφαρμογή των νέων πολεοδομικών όρων. Σύμφωνα με τον νόμο, όταν λήγουν οι άδειες των υφιστάμενων εγκαταστάσεων οι ιδιοκτήτες υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τους νέους συντελεστές και χρήσεις. Έτσι, σταδιακά η περιοχή οδεύει προς ριζική αλλαγή φυσιογνωμίας, δηλαδή από βιομηχανική ζώνη σε πολυλειτουργικό αστικό τοπίο.
Την περίοδο αυτήν βρίσκεται σε εξέλιξη το Ειδικό Τοπικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΤΠΣ) για τον Δήμο Κερατσινίου–Δραπετσώνας, το οποίο θα καθορίσει τις νέες χρήσεις γης και τις επιτρεπόμενες παρεμβάσεις. Ωστόσο, πηγές επισημαίνουν ότι το σχέδιο αφήνει μια «τρύπα» στη Δραπετσώνα, δηλαδή ένα μεγάλο τμήμα εκτός πολεοδομημένου ιστού, που προβλέπεται απλώς ως Μητροπολιτικό Πάρκο, χωρίς σαφή πρόβλεψη για αστικές λειτουργίες.