Δυσεύρετα και ακριβά τα πάρκινγκ στην Αθήνα

Ο Δήμος Αθηναίων ολοκλήρωσε την ανακαίνιση του υπόγειου πάρκινγκ στην Πλατεία Κοτζιά, που επανέρχεται σε πλήρη λειτουργία με 500 θέσεις

Parking©unsplash

Ανάσα στο οξύ πρόβλημα στάθμευσης στο κέντρο της Αθήνας φιλοδοξεί να δώσει η επαναλειτουργία του δημοτικού πάρκινγκ στην Πλατεία Κοτζιά, σε μια περίοδο που η εύρεση θέσης στάθμευσης έχει εξελιχθεί σε καθημερινό «μαρτύριο» για κατοίκους και επισκέπτες, ενώ οι τιμές σε ιδιωτικά πάρκινγκ κινούνται πλέον σε δυσθεώρητα επίπεδα. Στο πλαίσιο αυτό, ο Δήμος Αθηναίων παρέδωσε χθες τον ανακαινισμένο υπόγειο χώρο στάθμευσης στην Πλατεία Κοτζιά, ο οποίος επανέρχεται σε πλήρη λειτουργία με 500 θέσεις, ενώ σε επόμενη φάση προβλέπεται η επέκτασή του κατά 200 επιπλέον θέσεις. Πρόκειται για το μεγαλύτερο υπόγειο δημοτικό πάρκινγκ της Αθήνας, το οποίο λειτουργεί με σύστημα ticketless, δηλδή χωρίς την έκδοση φυσικού εισιτηρίου.

Οι μηνιαίες χρεώσεις διαφοροποιούνται ανά επίπεδο και κατηγορία χρήστη. Στο Α1’ επίπεδο, η τιμή διαμορφώνεται στα 230 ευρώ για μη δημότες και 195 ευρώ για δημότες και κατοίκους, ενώ για οχήματα άνω των 4,5 μέτρων αυξάνεται στα 250 ευρώ και 215 ευρώ αντίστοιχα. Στα Α2’, Β’ και Γ’ επίπεδα, η μηνιαία χρέωση ανέρχεται στα 180 ευρώ, με μειωμένη τιμή 155 ευρώ για δημότες, ενώ για μεγαλύτερα οχήματα φτάνει τα 195 ευρώ (ή 165 ευρώ για δημότες). Οι ειδικές, σταθερές θέσεις κοστολογούνται στα 270 ευρώ, ενώ για τις μοτοσικλέτες η μηνιαία χρέωση ξεκινά από 50 ευρώ (ή 45 ευρώ για δημότες). Παράλληλα, προβλέπεται έκπτωση 15% για μόνιμες θέσεις για δημότες, καθώς και δωρεάν θέσεις για χρήστες ποδηλάτων, στο πλαίσιο της προσπάθειας ενίσχυσης της μικροκινητικότητας.

Αντίστοιχες τιμολογιακές πολιτικές εφαρμόζονται και στα υπόλοιπα δημοτικά πάρκινγκ. Στην Πλατεία Κλαυθμώνος, η μηνιαία χρέωση φτάνει περίπου τα 200 ευρώ στο Α’ επίπεδο και πέφτει κοντά στα 90 ευρώ στα χαμηλότερα επίπεδα, ενώ στο πάρκινγκ της Βαρβακείου Αγοράς οι τιμές κυμαίνονται στα 120 ευρώ και 90 ευρώ αντίστοιχα. Για τη βραχυχρόνια στάθμευση, τα δημοτικά πάρκινγκ διατηρούν σαφώς χαμηλότερες τιμές, με χρεώσεις που ξεκινούν από 2 ή 3 ευρώ για τις πρώτες ώρες, ενώ το ημερήσιο εισιτήριο πολλαπλών διελεύσεων διαμορφώνεται στα 10 ευρώ.

Ωστόσο, τα δημοτικά πάρκινγκ αποτελούν μόνο μερική ανακούφιση απέναντι στη ραγδαία άνοδο των τιμών στην ιδιωτική αγορά στάθμευσης. Στο κέντρο της Αθήνας, μια θέση στάθμευσης 20 τ.μ. μπορεί να κοστίζει έως και 200.000 ευρώ, ενώ στην Κηφισιά καταγράφηκε πώληση θέσης 18 τ.μ. έναντι 487.000 ευρώ, τιμή που αντιστοιχεί σε περισσότερα από 27.000 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Στο Κολωνάκι, οι τιμές ξεπερνούν τις 380.000 ευρώ, ενώ στη Γλυφάδα μια θέση 12 τ.μ. πωλείται περίπου 50.000 ευρώ. Αντίστοιχες αυξήσεις καταγράφονται στο Παλαιό Φάληρο, στον Λυκαβηττό και στον Νέο Κόσμο, όπου μέσα σε λίγα χρόνια οι τιμές έχουν ακόμη και διπλασιαστεί. Ανοδική είναι και η πορεία των ενοικίων, καθώς την Κυψέλη, μια στενή θέση 7–8 τ.μ. φτάνει τα 120 ευρώ τον μήνα, στο Παγκράτι αγγίζει ακόμη και τα 250 ευρώ, ενώ σε περιοχές όπως ο Γκύζης και τα Σεπόλια καταγράφονται αυξήσεις έως και 60%, ξεπερνώντας τα 200 ευρώ τον μήνα.

Πού οφείλεται η εκτόξευση των τιμών;

Η εκτόξευση των τιμών στην αγορά στάθμευσης στην Αθήνα οφείλεται σε μια σειρά από αιτίες που συνδυάζονται και εντείνουν το πρόβλημα. Μετά την οικονομική κρίση, το κέντρο της Αθήνας έχει αρχίσει να αναζωογονείται. Η πόλη ξανακερδίζει κατοίκους και επιχειρηματίες, κυρίως λόγω της βελτίωσης των υποδομών, της αυξημένης εμπορικής δραστηριότητας και των νέων έργων ανάπλασης. Αυτή η αναγέννηση έχει φέρει περισσότερους ανθρώπους να ζουν και να εργάζονται στην καρδιά της πόλης, αυξάνοντας τη ζήτηση για στάθμευση. Επομένως, καθώς ο αριθμός των ανθρώπων που χρησιμοποιούν το κέντρο αυξάνεται, αυξάνεται και η ανάγκη για θέσεις στάθμευσης, γεγονός που ωθεί τις τιμές προς τα πάνω.

Η Αθήνα εξάλλου έχει γίνει ένας κορυφαίος τουριστικός προορισμός, με την τουριστική κίνηση να αυξάνεται διαρκώς. Η τουριστική ανάπτυξη φέρνει μεγαλύτερη ζήτηση για στάθμευση, καθώς πολλοί επισκέπτες έρχονται με τα οχήματά τους. Παράλληλα, ο τουρισμός ενισχύει και τις εμπορικές δραστηριότητες στην πόλη, κάτι που εντείνει περαιτέρω την ανάγκη για στάθμευση. Η ανάγκη για να εξυπηρετηθούν τόσο οι μόνιμοι κάτοικοι όσο και οι επισκέπτες έχει οδηγήσει σε αυξημένη ζήτηση για περιορισμένο χώρο, γεγονός που αυξάνει τις τιμές. Ακόμη, η αύξηση του αριθμού των οχημάτων ανά νοικοκυριό στην πόλη είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που έχουν οδηγήσει στην αύξηση της ζήτησης για θέσεις στάθμευσης. Ειδικά στις κεντρικές και πυκνοκατοικημένες περιοχές της πόλης, πολλοί κάτοικοι διαθέτουν δύο ή και τρία αυτοκίνητα.

Η Αθήνα επίσης  διαθέτει έναν παλιό κτιριακό στόλο, ο οποίος σπάνια περιλαμβάνει υπόγειες θέσεις στάθμευσης. Τα περισσότερα παλαιά κτίρια δεν είχαν σχεδιαστεί για να φιλοξενούν ιδιωτικά πάρκινγκ, κάτι που καθιστά το πρόβλημα της στάθμευσης ακόμη πιο έντονο. Ως αποτέλεσμα, οι διαθέσιμες θέσεις στάθμευσης είναι περιορισμένες και η ζήτηση για αυτές αυξάνεται συνεχώς. Αντιθέτως, οι νέες οικοδομές δεν αντιμετωπίζουν τον ίδιο περιορισμό, ωστόσο, η κατασκευή υπόγειων πάρκινγκ είναι δαπανηρή, γεγονός που περιορίζει τη διαθεσιμότητα αυτών των χώρων.

Ένας άλλος λόγος είναι ότι πολλοί ιδιοκτήτες πάρκινγκ και γκαράζ εκμεταλλεύονται την υψηλή ζήτηση για θέσεις στάθμευσης και τα μετατρέπουν σε εμπορικά προϊόντα. Αντί να τα παρέχουν σε σταθερές μηνιαίες ενοικιάσεις, επιλέγουν να χρεώνουν ανά ώρα ή να προσφέρουν τα πάρκινγκ σε εταιρείες ή επιχειρηματίες. Αυτό έχει οδηγήσει σε υπερβολικά υψηλές τιμές για τη βραχυχρόνια στάθμευση, καθώς οι ιδιοκτήτες επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τα έσοδά τους από τον περιορισμένο αριθμό θέσεων. Η κατασκευή υπόγειων πάρκινγκ τέλος είναι εξαιρετικά ακριβή, και οι υψηλές κατασκευαστικές δαπάνες μετακυλίονται στους τελικούς καταναλωτές μέσω αυξημένων τιμών. Η έλλειψη χώρου και η ανάγκη για ειδικές κατασκευές οδηγούν σε υψηλότερο κόστος για την κατασκευή νέων θέσεων στάθμευσης, το οποίο με τη σειρά του ανεβάζει τις τιμές πώλησης και ενοικίασης.