Οι άνθρωποι που θα συνεχίζουν να εργάζονται μέχρι τα 80 έτη της ηλικίας τους

Σε ΗΠΑ και Ευρώπη ολοένα και περισσότεροι από την ηλικιακή ομάδα των άνω των 65 ετών συνεχίζουν να δουλεύουν. Η νέα πραγματικότητα

Εργαζόμενοι συνταξιούχοι © Freepik

Οι διαστάσεις του δημογραφικού προβλήματος, η ανεπάρκεια των συντάξεων για την κάλυψη του κόστους διαβίωσης, η αδυναμία των νεότερων μελών της οικογένειας να ανεξαρτητοποιηθούν οικονομικά και να αποκτήσουν δική τους στέγη, ωθούν τους συνταξιούχους να εργάζονται στα 70 ή ακόμη και 80 έτη της ζωής τους. Τα ποσοστά αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου και είναι ενδεικτικά των τάσεων που επικρατούν σε μια εποχή, όπου τα συστήματα πρόνοιας και υγείας δέχονται πιέσεις από τη Βρετανία και τη Γαλλία μέχρι τις ΗΠΑ.

Οι εργαζόμενοι 75 ετών και άνω είναι η ηλιακή ομάδα που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αύξηση στις ΗΠΑ, έχοντας τετραπλασιαστει από το 1964. Σύμφωνα με έρευνα του κέντρου ερευνών Pew, περίπου το 9% των ενηλίκων άνω των 75 ετών εργάζονται σήμερα στην ισχυρότερη οικονομία του κόσμου. Πρόκειται για ένα υπερδιπλάσιο ποσοστό από το 4% που ίσχυε το 1987. Καλύτερες είναι, μάλιστα, οι προοπτικές για όσους έχουν αποκτήσει ανώτατη εκπαίδευση. Μια μεγάλη μερίδα ηλικιωμένων συνταξιούχων στον ανεπτυγμένο κόσμο, αν και δεν έχει αποσυρθεί από τον ενεργό βίο, θεωρεί πως έχει συνταξιοδοτηθεί, ενώ τους δίνεται η δυνατότητα να εργάζονται σ’ ένα πιο ευέλικτο πλαίσιο, δηλαδή είτε με εξ αποστάσεως εργασία, είτε με περιορισμένο ωράριο. Το υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ προβλέπει, μάλιστα, πως το ποσοστό των εργαζομένων από 65 ετών και πάνω θα αντιπροσωπεύει το 8,6% των εργαζομένων μέχρι το 2032 -από το 6,6% που υπολόγιζε για το 2022.

Τι ισχύει με τους εργαζόμενους συνταξιούχους στην Ευρώπη

Αν και τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρώπη είναι χαμηλότερα, οι αυξητικές τάσεις είναι όμοιες. Στη ΕΕ, κατά μέσο όρο, η ηλικία συνταξιοδότησης είναι τα 64 έτη. Το 1,4% του πληθυσμού είναι άνω των 75 ετών. Εάν συμπεριληφθούν όσοι είναι 65 ετών και άνω, τότε το ποσοστό αυτό κυμαίνεται από 5% μέχρι 15%, σύμφωνα με έρευνα της Eurostat.

Στη Σουηδία, την Εσθονία και την Ιρλανδία καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά των εργαζομένων από 65 ετών και πάνω, ενώ στη Ρουμανία, την Ισπανία και το Βέλγιο επικρατούν τα χαμηλότερα. Βέβαια, η πλειοψηφία των κατοίκων στην Ευρώπη σταματούν να εργάζονται περίπου έξι μήνες μετά τη συνταξιοδότησή τους, δηλαδή στο 65ο έτος της ηλικίας τους. Εκείνοι που συνεχίζουν, είναι συνήθως όσοι εργάζονται σε διοικητικές θέσεις, στον κλάδο υγείας ή ακόμη και στην ανώτατη εκπαίδευση.

Υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις των εργασιομανών, όπως αυτή του 95χρονου Γουόρεν Μπάφετ, του δισεκατομμυριούχου μεγαλοεπενδυτή και ιδρυτή της Berkshire Hathaway, που πρόκειται να αποσυρθεί στα τέλη του τρέχοντος έτους. Στο αμερικανικό Κογκρέσο υπάρχουν σήμερα περισσότερα μέλη άνω των 75 ετών σε σχέση με 20 ή 30 χρόνια πριν. Στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, η μεγάλη ηλικία του Τζο Μπάιντεν, τότε προέδρου και υποψηφίου των Δημοκρατικών, εξελίχθηκε σε μείζον ζήτημα, καθώς -όπως αποδείχτηκε- δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά του. Τον περασμένο μήνα, η 85χρονη Νάνσι Πελόζι ανακοίνωσε πως θα αποσυρθεί από το Κογκρέσο μετά από μια 40ετία.

Γιατί οι ηλικιωμένοι δεν σταματούν να δουλεύουν

Η απουσία ενός κοινωνικού ιστού στις ΗΠΑ, μαζί με την αύξηση του κόστους διαβίωσης, είναι οι βασικοί λόγοι που αναγκάζουν τους πολίτες άνω των 65 ετών να συνεχίζουν να εργάζονται. Η ιδέα της συνταξιοδότησης σε αυτήν την ηλικία αρχίζει να γίνεται ξεπερασμένη στις ΗΠΑ.

Στη Γαλλία, αντίθετα, οι Σοσιαλιστές απαίτησαν να μπει στο συρτάρι η αύξηση του κατώτατου ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη, αντανακλώντας την άρνηση της κοινωνίας να αναθεωρήσει ένα σύστημα που επινοήθηκε όταν το προσδόκιμο ζωής ήταν χαμηλότερο. Όμως, μια αναπροσαρμογή του κατώτατου ορίου συνταξιοδότησης και του ενεργού βίου των πολιτών είναι αναπόφευκτα μιας και τα συστήματα δεν θα είναι βιώσιμα σε βάθος χρόνου. Στην Ιταλία, τη Φινλανδία, τη Δανία, την Ολλανδία και την Εσθονία, τα όρια συνταξιοδότησης έχουν συνδεθεί με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής.

Στην Ιταλία δαπανάται το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ για συντάξεις, στο 16%, συγκριτικά με κάθε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ. Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στη Γερμανία είναι ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα θα χρειαστεί πρόσθετα κεφάλαια 150 δισ. ευρώ μέχρι το 2040. Πρόσφατα, ο κυβερνητικός συνασπισμός του Φρίντριχ Μερτς πέρασε ένα πακέτο μέτρων, το οποίο περιλαμβάνει την αύξηση των ορίων για τις απολαβές που δικαιούνται, για όσους εργάζονται μετά τη συνταξιοδότηση.

Με τις συντάξεις να μην επαρκούν για την κάλυψη των δαπανών διαβίωσης, η Eurostat είχε καταλήξει ακόμη και προ 13ετίας στο συμπέρασμα ότι σχεδόν το 30% των ηλικιωμένων που συνέχιζαν να εργάζονται, δήλωναν ότι υποχρεούνταν για να ανταπεξέλθουν σε δαπάνες ή για να αυξήσουν τις επικουρικές συντάξεις τους. Ας μην λησμονείται πως υπήρξε μεγάλη απώλεια περιουσιών μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την κρίση της πανδημίας covid σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Τέλος, οι παλαιότεροι που εξακολουθούν, να είναι υγιείς αναλαμβάνουν υποστηρικτικό ρόλο για τους νεότερους, που δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις της πραγματικής οικονομίας.