Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει ένα επώδυνο δίλημμα: να αποδεχθεί τη συμφωνία για τους δασμούς που έχει ήδη κατατεθεί στο γραφείο του Τραμπ ή να ρισκάρει, προσπαθώντας να εξασφαλίσει τελευταίας στιγμής εξαιρέσεις για βασικούς τομείς της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, την ώρα που Τραμπ εκτόξευε απειλές για την επιβολή δασμών 17% σε ευρωπαϊκά τρόφιμα και αγροτικά προϊόντα.
Αυτή την εβδομάδα, η Ουάσιγκτον πρότεινε συμφωνία που θα καθορίζει βασικό τελωνειακό δασμό στο 10% και θα προσφέρει ορισμένες διευκολύνσεις για τους ευρωπαϊκούς κλάδους αεροναυπηγικής και οινοπνευματωδών. Πλέον, η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ δηλώνει πως η συμφωνία «επίκειται».
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση, προς τιμήν της, έχει προχωρήσει σε σημαντικές και ουσιαστικές προτάσεις για άνοιγμα των αγορών της, ιδίως στον αγροτικό τομέα», δήλωσε ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, Χάουαρντ Λάτνικ, στο CNBC το βράδυ της Τρίτης. «Ο πρόεδρος έχει αυτές τις συμφωνίες στο γραφείο του και εξετάζει πώς θα κινηθεί».
Ωστόσο, το έγγραφο στο γραφείο του Τραμπ δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί «συμφωνία». Αντιθέτως, αποτελεί μονομερή απόφαση για επιβολή νέων δασμών από την 1η Αυγούστου, αναφέρει το Politico.
Ο Αμερικανός πρόεδρος απέστειλε τη Δευτέρα επιστολές σε 14 χώρες, ενημερώνοντάς τες ότι, ελλείψει συμφωνίας, θα αντιμετωπίσουν αυξημένους δασμούς από τον επόμενο μήνα. Οι χώρες αυτές θεωρούνται εκείνες με τις οποίες οι διαπραγματεύσεις έχουν αποτύχει.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που μέχρι στιγμής δεν έχει λάβει αντίστοιχη ειδοποίηση, υποστηρίζει πως οι διαπραγματεύσεις της έχουν προστατεύσει την ΕΕ από πρόσθετους δασμούς.
«Ενώ άλλες χώρες αντιμετώπισαν αυξήσεις δασμών μετά τις επιστολές του προέδρου Τραμπ, οι δικές μας διαπραγματεύσεις έχουν, προς το παρόν, θωρακίσει την ΕΕ», δήλωσε την Τετάρτη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ο Μάρος Σέφτσοβιτς, επικεφαλής των διαπραγματεύσεων για το εμπόριο.
«Η συμφωνία επί της αρχής που προσπαθούμε να ολοκληρώσουμε δεν είναι το τέλος, αλλά μια νέα αρχή… τη βλέπω ως θεμέλιο για μια πλήρη εμπορική συμφωνία ΕΕ–ΗΠΑ», πρόσθεσε ο Σέφτσοβιτς, λίγο πριν συνδεθεί σε νέα τηλεδιάσκεψη με τον Αμερικανό διαπραγματευτή Τζέιμισον Γκριρ.
Σε θέση άμυνας
Το ενδεχόμενο επίτευξης συμφωνίας — όποια κι αν είναι η μορφή της — θέτει την ΕΕ μπροστά σε δύσκολες αποφάσεις: να αποδεχθεί την υφιστάμενη προσφορά ή να προσπαθήσει να αποσπάσει καλύτερους όρους, μετά την τριών εβδομάδων παράταση της προθεσμίας από τις ΗΠΑ έως την 1η Αυγούστου.
«Αν λάβουμε επιστολή από τις ΗΠΑ, θα πρέπει να συζητήσουμε αν θα την αποδεχθούμε», δήλωσε στους δημοσιογράφους την Τετάρτη ο Μπέρντ Λάνγκε, βουλευτής του Ευρωκοινοβουλίου και επί δεκαετία πρόεδρος της Επιτροπής Εμπορίου. «Μια συμφωνία δεν είναι διάταγμα».
Ωστόσο, η πρόταση της Ουάσιγκτον δεν περιλαμβάνει εξαιρέσεις για ευαίσθητους τομείς όπως τα αυτοκίνητα, το χάλυβα, το αλουμίνιο ή τα φαρμακευτικά προϊόντα — που αποτελούν πάγιες απαιτήσεις της ΕΕ. Ούτε έχουν δοθεί εγγυήσεις πως οι ΗΠΑ δεν θα προβούν σε μελλοντικές μονομερείς αυξήσεις δασμών.
Μέχρι στιγμής, η επικεφαλής της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, παρουσιάζει τη στρατηγική της — μια άμυνα χαμηλού προφίλ — ως επιτυχημένη. Και έχει ένα επιχείρημα: η ΕΕ δεν έχει λάβει ακόμη επιστολή από τον Τραμπ με απειλή δασμού 25% σε όλες τις εξαγωγές, σε αντίθεση με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα.
Πέρα από τον οικονομικό αντίκτυπο που θα είχαν τέτοιοι δασμοί για τους Ευρωπαίους εξαγωγείς, η φον ντερ Λάιεν γνωρίζει καλά πως διακυβεύεται και η ευρωπαϊκή ασφάλεια, σε μια περίοδο αυξημένης ρωσικής επιθετικότητας, προσθέτει ανάλυση στο Politico. Ο Τραμπ, εκτός από τους δασμούς, έχει απειλήσει και με απόσυρση της αμερικανικής στρατιωτικής στήριξης προς την Ουκρανία.
Η στρατηγική της υπομονής
Η μέχρι στιγμής πορεία της Κομισιόν φαίνεται να συμβαδίζει με τις εκκλήσεις μεγάλων κρατών-μελών, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, για γρήγορη συμφωνία — έστω και με επώδυνους συμβιβασμούς.
Κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου την Τρίτη, ο Τραμπ δήλωσε για την ΕΕ: «Είναι σκληροί, αλλά τώρα είναι πολύ ευγενικοί μαζί μας. Θα δούμε τι θα γίνει».
Ήπιοι τόνοι ή πιο σκληρή στάση; Το ερώτημα παραμένει: έχει αποτέλεσμα η «ευγένεια»;
Δεν συμφωνούν όλοι οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες και αξιωματούχοι. Ο Γερμανός Σοσιαλδημοκράτης Λάνγκε έχει προειδοποιήσει ότι μια μονόπλευρη συμφωνία μπορεί να μην περάσει από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
«Το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βιετνάμ — που έσπευσαν να συνάψουν συμφωνίες με τις ΗΠΑ — τελικά άφησαν τον Λευκό Οίκο μεγάλο νικητή», δήλωσε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα RND.
Η παράταση της προθεσμίας «λειτουργεί υπέρ της ΕΕ», σχολιάζει ο Ντέιβιντ Κλάιμαν, ανώτερος αναλυτής εμπορικής πολιτικής στο think tank ODI των Βρυξελλών, επισημαίνοντας ότι εκκρεμούν ακόμη δικαστικές διαδικασίες στις ΗΠΑ για τους δασμούς, ενώ και η ΕΕ χρειάζεται περισσότερο εσωτερικό συντονισμό.
Ωστόσο, το πλεονέκτημα αυτό εξαρτάται από το κατά πόσο η ΕΕ είναι έτοιμη να σκληρύνει τη διαπραγματευτική της στάση. Ο χρόνος πιέζει: τη Δευτέρα, οι Ευρωπαίοι υπουργοί Εμπορίου συνεδριάζουν στις Βρυξέλλες και πρόκειται να αποφασίσουν για έναν πρώτο γύρο αντιμέτρων που θα καλύπτουν εισαγωγές ύψους €21 δισ. από τις ΗΠΑ.
«Αν δεν καταλήξουμε σε μια δίκαιη εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ, η ΕΕ είναι έτοιμη να απαντήσει με αντίμετρα», προειδοποίησε την Τρίτη στη γερμανική Βουλή ο υπουργός Οικονομικών Λαρς Κλίνγκμπαϊλ.

Διατλαντικά Σημεία Πίεσης: Η ΕΕ επιδιώκει να αποφύγει υψηλότερους δασμολογικούς συντελεστές σε βασικούς τομείς. Εξαγωγές ανά κλάδο ΗΠΑ και ΕΕ ©Bloomberg
Οι προσπάθεια της ΕΕ για εξαιρέσεις από τους δασμούς Τραμπ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση στοχεύει να ολοκληρώσει μια προκαταρκτική εμπορική συμφωνία, καθώς οι δύο πλευρές διαπραγματεύονται μια μόνιμη συμφωνία. Υπάρχει μια σειρά προϊόντων που η ΕΕ θα ήθελε να εξαιρεθούν από τον συντελεστή, όπως αεροσκάφη, εξαρτήματα αεροσκαφών, καθώς και κρασί και οινοπνευματώδη ποτά. Κάποια μορφή ελάφρυνσης αναμένεται ως μέρος της κατ’ αρχήν συμφωνίας. Οι καθολικοί δασμοί των ΗΠΑ που επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ στις 9 Ιουλίου αναβλήθηκαν μέχρι 1η Αυγούστου. Για την ΕΕ, οι δασμοί σε σχεδόν όλες τις εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ θα αυξηθούν στο 50% εκείνη την ημερομηνία, εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία εκ των προτέρων.
Η ΕΕ ζητά ποσοστώσεις και εξαιρέσεις για να μειωθεί αποτελεσματικά ο δασμός 25% των ΗΠΑ σε αυτοκίνητα και ανταλλακτικά, καθώς και ο δασμός 50% σε χάλυβα και αλουμίνιο. Ωστόσο, δεν αναμένεται άμεση πρόοδος σε αυτούς τους τομείς, αναφέρει ανάλυση στο Bloomberg.
Οι δύο πλευρές εξετάζουν έναν μηχανισμό «αντιστάθμισης», που θα επέτρεπε στις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες να εξάγουν έναν περιορισμένο αριθμό οχημάτων χωρίς δασμούς, εφόσον παράγονται στις ΗΠΑ. Κάποιοι αξιωματούχοι εκφράζουν ανησυχίες ότι μια τέτοια ρύθμιση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεταφορά επενδύσεων και παραγωγής από την Ευρώπη στις ΗΠΑ.
Οποιαδήποτε προκαταρκτική συμφωνία θα είναι πιθανότατα σύντομη και μη δεσμευτική νομικά. Παράλληλα, οι δύο πλευρές επιδιώκουν να συγκλίνουν σε ζητήματα μη δασμολογικών εμποδίων, ψηφιακού εμπορίου και οικονομικής ασφάλειας.
Πέραν των λεγόμενων «ανταποδοτικών δασμών» και των κλαδικών επιβαρύνσεων στα αυτοκίνητα και τα μέταλλα, η Ουάσιγκτον εξετάζει την επιβολή νέων δασμών και σε άλλους τομείς όπως τα φαρμακευτικά προϊόντα και τα μικροτσιπ.
Διχασμός για το πόσο άνισο μπορεί να είναι το πακέτο
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι διχασμένα σχετικά με το πόσο άνισο μπορεί να είναι ένα ενδεχόμενο πακέτο για να γίνει αποδεκτό. Ορισμένα πιέζουν για ταχεία συμφωνία, ενώ άλλα επιμένουν σε αντίποινα και σκληρότερη διαπραγμάτευση. Η ΕΕ θα αξιολογήσει οποιοδήποτε αποτέλεσμα και τότε θα αποφασίσει αν απαιτείται εξισορρόπηση με περαιτέρω μέτρα.
Η ΕΕ έχει ήδη εγκρίνει δασμούς ύψους 21 δισ. δολ. σε αμερικανικά προϊόντα που μπορούν να ενεργοποιηθούν άμεσα ως απάντηση στους δασμούς Τραμπ στα μέταλλα. Τα μέτρα αυτά στοχεύουν πολιτικά ευαίσθητες περιοχές των ΗΠΑ, περιλαμβάνοντας προϊόντα όπως σόγια από τη Λουιζιάνα (πατρίδα του προέδρου της Αμερικανικής Βουλής Μάικ Τζόνσον), καθώς και γεωργικά προϊόντα, πουλερικά και μοτοσικλέτες.
Η ΕΕ έχει επίσης καταρτίσει συμπληρωματική λίστα δασμών σε προϊόντα αξίας 95 δισ. δολ. από τις ΗΠΑ, σε απάντηση στους «ανταποδοτικούς δασμούς» και τους δασμούς στα αυτοκίνητα. Αυτή περιλαμβάνει βιομηχανικά προϊόντα όπως αεροσκάφη της Boeing, αμερικανικά αυτοκίνητα και μπέρμπον.
Παράλληλα, η Κομισιόν βρίσκεται σε διαβούλευση με τα κράτη-μέλη για τον εντοπισμό στρατηγικών τομέων στους οποίους οι ΗΠΑ εξαρτώνται από την ΕΕ, καθώς και για πιθανά μέτρα πέρα από τους δασμούς, όπως έλεγχοι εξαγωγών και περιορισμοί σε δημόσιες συμβάσεις.

Βαθαίνει το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την ΕΕ: Η προκαταβολική επιβάρυνση των εισαγωγών προκάλεσε διπλασιασμό του ελλείμματος μέχρι στιγμής φέτος ©Bloomberg
Το σκάκι και οι ελιγμοί
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είχαν τηλεφωνική συνομιλία την Κυριακή και είχαν μια «καλή ανταλλαγή απόψεων», όπως δήλωσε τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες εκπρόσωπος του εκτελεστικού βραχίονα της ΕΕ.
Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς συζήτησε το περασμένο Σαββατοκύριακο το πώς μπορεί να επιλυθεί η εμπορική διαμάχη με τις ΗΠΑ, σε ξεχωριστές τηλεφωνικές επικοινωνίες με τη φον ντερ Λάιεν, καθώς και με τους ομολόγους του από τη Γαλλία και την Ιταλία, σύμφωνα με το κυβερνητικό εκπρόσωπο.
«Ο χρόνος τελειώνει», δήλωσε ο επικεφαλής εκπρόσωπος του Μερτς, Στέφαν Κορνέλιους, σε τακτική ενημέρωση της γερμανικής κυβέρνησης, προσθέτοντας ότι η Γερμανία εξακολουθεί να στηρίζει τη στρατηγική της Επιτροπής στις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ. «Πρόκειται για μια πολύπλοκη μήτρα παραγόντων που πρέπει να συνεκτιμηθούν».
Αλλά ο Τραμπ, ενισχυμένος από μια τη νίκη στη βουλή για το φορονομοσχέδιο και την άνοδο του αμερικανικού χρηματιστηρίου σε ιστορικά υψηλά, αξιοποιεί ξανά την εξουσία του στον τομέα των δασμών ως εργαλείο για την προώθηση εσωτερικών οικονομικών στόχων και για να προκαλέσει γεωπολιτικούς αντιπάλους. Η τελευταία του απειλή ήταν η επιβολή φόρου 10% στις εισαγωγές από «οποιαδήποτε χώρα ταυτίζεται με τις αντιαμερικανικές πολιτικές των BRICS».
«Δεν θα υπάρξουν εξαιρέσεις από αυτήν την πολιτική», τόνισε σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, τη στιγμή που οι χώρες των BRICS —με επικεφαλής τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική— συγκεντρώνονταν στο Ρίο ντε Τζανέιρο για συναντήσεις την περασμένη Κυριακή.
Εκβιασμοί μέσω… BRICS
Σίγουρα η ΕΕ δεν θέλει να φτάσει τα πράγματα σε ρήξη με τον Τραμπ και να αντιμετωπίσει μια κατάσταση απειλών σαν κι αυτή που εκτόξευσε ο Αμερικανός πρόεδρος κατά των BRICS και στην συνέχεια με την απόφαση να προχωρήσει σε δασμούς κατά της Βραζιλίας από την 1η Αυγούστου, αυξημένους στο 50% από 10%, αφού πρώτα ανακοίνωσε δασμό 50% στις εισαγωγές χαλκού στις ΗΠΑ.
Ίσως το πιο εκπληκτικό στοιχείο της δημόσιας αντιπαράθεσης που ξέσπασε μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα είναι ότι άργησε τόσο πολύ να εκδηλωθεί ανοιχτά, κάτι που παρακολουθούν στενά στην Κομισιόν λαμβάνοντας το μήνυμα…
Και οι δύο ηγέτες είναι αθυρόστομοι, φλογεροί, κοντά στα 80, που δεν διστάζουν να εκφράσουν την άποψή τους. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος έχει κρύψει την περιφρόνησή του για τον αντίπαλο. Η απειλή του Τραμπ να επιβάλει δασμούς 50% στις εισαγωγές από τη Βραζιλία μοιάζει τιμωρητική και ήρθε λίγο μετά την καταδίκη του από τη σύνοδο κορυφής των BRICS στο Ρίο ντε Τζανέιρο, την οποία χαρακτήρισε «αντιαμερικανική».
Για τον Λούλα, αυτή η πρόκληση συνιστά μια κρίσιμη δοκιμασία. Η Βραζιλία δεν εξαρτάται πλέον τόσο πολύ από τις ΗΠΑ όσο στο παρελθόν, αλλά παραμένουν ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγικός της προορισμός, μετά την Κίνα. Ο Λούλα είχε επαινεθεί ως ικανός διαπραγματευτής στην πρώτη του θητεία στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και ενδέχεται να επιχειρήσει διπλωματικές προσεγγίσεις προς τον Τραμπ.
Ωστόσο, στην τρίτη του θητεία, ο κεντροαριστερός ηγέτης της Βραζιλίας εμφανίζεται συχνά ευερέθιστος και απρόθυμος να δεχθεί κριτική ή συμβουλές. Ακόμη και αν επιχειρούσε διαπραγματεύσεις, παραμένει ασαφές τι θα μπορούσε να προσφέρει ο Λούλα: Αλλά οι ΗΠΑ ήδη διατηρούν εμπορικό πλεόνασμα με τη Βραζιλία, σε αντίθεση με την ΕΕ που το έλλειμμα βαθαίνει.
Το σκάκι, λοιπόν, καλά κρατεί και σε γενικές γραμμές στις Βρυξέλλες, οι διαπραγματευτές της ΕΕ, προσπαθούν να αξιολογήσουν οποιοδήποτε τελικό αποτέλεσμα προκύψει και σε αυτό το στάδιο, αναφέρουν αναλυτές, θα αποφασίσει η Κομισιόν ποιο επίπεδο ασυμμετρίας είναι διατεθειμένη να αποδεχτεί και εάν θα απαιτηθούν μέτρα αναπροσαρμογής.