Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξαν χθες το απόγευμα σε συμφωνία για δασμό 15% στα ευρωπαϊκά προϊόντα, εξαιρουμένων των φαρμακευτικών προϊόντων, του χάλυβα και του αλουμινίου, έπειτα από μήνες «σκληρού πόκερ» και ανταλλαγής απειλών μεταξύ Τραμπ και Ευρωπαίων αξιωματούχων. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο Αντόνιο Κόστα γυρνούν με μια ευνοϊκότερη για την ΕΕ συμφωνία στις βαλίτσες τους από τη Σκωτία, αφού το αρχικό πλάνο του Ντόναλντ Τραμπ ήταν να επιβάλει στα ευρωπαϊκά προϊόντα δασμό 30%. Ωστόσο, η μεταστροφή του Αμερικανού προέδρου δεν έγινε με το αζημίωτο.
Συγκεκριμένα, η ΕΕ συμφώνησε να δαπανήσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για πρόσθετα αμερικανικά ενεργειακά προϊόντα και όπλα, ως μέρος της συμφωνίας, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Τραμπ. Κατά τον ίδιο, η ΕΕ θα δαπανήσει επιπλέον 750 δισ. δολάρια για αμερικανικά ενεργειακά προϊόντα, θα επενδύσει 600 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ και θα αγοράσει «τεράστιες ποσότητες» αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού αξίας «εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων», στο πλαίσιο της συμφωνίας για τους δασμούς. Πρόσθεσε ότι οι ΗΠΑ θα επιβάλουν δασμούς 15% στα ευρωπαϊκά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των αυτοκινήτων, με αντάλλαγμα την «πλήρη απελευθέρωση των αγορών» της ΕΕ με μηδενικούς δασμούς.
Η συμφωνία αποτελεί νίκη για τον Τραμπ, ο οποίος επί μήνες πίεζε τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ με απειλές επιβολής υψηλών δασμών, αν και οι όροι της συμφωνίας είναι σε γενικές γραμμές αυτοί για τους οποίους η Κομισιόν είχε ήδη προετοιμάσει τα κράτη-μέλη της ΕΕ. «Πρόκειται πιθανώς για τη μεγαλύτερη συμφωνία που έχει επιτευχθεί ποτέ, είτε στον τομέα του εμπορίου, είτε πέραν αυτού», δήλωσε ο Τραμπ ανακοινώνοντας τη συμφωνία, στο Τέρνμπερι της Σκωτίας, όπου συναντήθηκαν για διαπραγματεύσεις με τη Φον ντερ Λάιεν και τον Κόστα.
Από την πλευρά της, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανέφερε ότι ο νέος δασμός των ΗΠΑ θα είναι «ολιστικός» και περιέγραψε τη συμφωνία ως μια «καλή συμφωνία» που ήταν «δύσκολο» να επιτευχθεί. «Αυτό φέρνει τις δύο πλευρές πιο κοντά», πρόσθεσε. Η Φον ντερ Λάιεν είχε συμφωνήσει ότι το εμπορικό πλεόνασμα της ΕΕ σε αγαθά έναντι των ΗΠΑ, που έφτασε σχεδόν τα 200 δισ. ευρώ πέρυσι, πρέπει να μειωθεί. «Πρέπει να το εξισορροπήσουμε», δήλωσε.
Παρά το deal, οι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ έχουν εκφράσει ανησυχία ότι, ακόμη και όταν καταλήγουν σε συμφωνίες με τον Τραμπ για μείωση των δασμών του, παραμένει η αβεβαιότητα για μελλοντικούς αμερικανικούς δασμούς σε τομείς όπως τα φαρμακευτικά προϊόντα, τα μικροτσίπ και η αεροδιαστημική. Ο Τραμπ δήλωσε ότι οι δασμοί των ΗΠΑ στον χάλυβα και το αλουμίνιο -οι οποίοι ανέρχονται στο 50% για πολλές χώρες παγκοσμίως- δεν θα μειωθούν στο 15% για τα προϊόντα της ΕΕ, καταρρίπτοντας τις ελπίδες της ευρωπαϊκής βιομηχανίας για έγκαιρη εφαρμογή χαμηλών ποσοστώσεων δασμών.
FT: Πώς η ΕΕ υπέκυψε στον οδοστρωτήρα δασμών του Τραμπ
Η πορεία προς την υποχώρηση της ΕΕ απέναντι στην εμπορική επίθεση του Ντόναλντ Τραμπ καθορίστηκε στις 10 Απριλίου. Οι σαρωτικοί δασμοί της «ημέρας απελευθέρωσης» που είχε επιβάλει ο Αμερικανός πρόεδρος στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου νωρίτερα εκείνον τον μήνα είχαν προκαλέσει αναταραχή στις αγορές, καθώς οι επενδυτές ξεπουλούσαν αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία λόγω φόβων για ύφεση. Με την πτώση να εντείνεται, ο Τραμπ υποχώρησε και στις 9 Απριλίου μείωσε τους δασμούς στο 10%.
Αλλά και οι Βρυξέλλες υπαναχώρησαν. Στις 10 Απριλίου ανέστειλαν τους αντίποινα-δασμούς τους και αποδέχθηκαν την πρόταση των ΗΠΑ για διαπραγματεύσεις, με το μαχαίρι στον λαιμό, αναφέρουν οι FT: δασμοί 10% στο μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου της, μαζί με υψηλότερους φόρους σε χάλυβα, αλουμίνιο και οχήματα.
Αντί να ευθυγραμμιστεί με τον Καναδά και την Κίνα επιβάλλοντας άμεσα αντίποινα και προκαλώντας ζημιά στους Αμερικανούς καταναλωτές και επιχειρήσεις, η ΕΕ -παραλυμένη από τις διαφορετικές απόψεις μεταξύ των κρατών-μελών της- επέλεξε να υπομείνει τη ζημιά, ελπίζοντας σε μια καλύτερη συμφωνία.
Στο πλαίσιο της χθεσινής συμφωνίας, η ΕΕ αποδέχθηκε έναν γενικευμένο «βασικό» δασμό των ΗΠΑ ύψους 15%, περιλαμβάνοντας -καθοριστικά- και τα αυτοκίνητα, αλλά όχι τον χάλυβα, ο οποίος θα υπαχθεί σε σύστημα ποσοστώσεων. Η ανακούφιση των πολιτικών ιθυνόντων για την αποφυγή ενός άμεσου διατλαντικού εμπορικού πολέμου συνοδευόταν από μια δόση μεταμέλειας: θα μπορούσε άραγε η ΕΕ, το μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ στον κόσμο και υποτίθεται οικονομικός κολοσσός, να έχει εξασφαλίσει καλύτερους όρους αν δεν είχε επιδείξει αυτοσυγκράτηση εξαρχής;
«Είναι ο νταής του σχολείου και εμείς δεν σταθήκαμε μαζί με τους άλλους απέναντί του», δήλωσε ένας διπλωμάτης στους FT. «Όποιος δεν κρεμιέται μαζί με τους άλλους, κρεμιέται μόνος του». Ο Γκέοργκ Ρίκελες, πρώην στέλεχος της Κομισιόν που είχε συμβάλει στις διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, δήλωσε ότι η πρόσφατη απειλή της ΕΕ για την επιβολή δασμών ύψους 93 δισ. ευρώ σε αμερικανικά προϊόντα ήρθε πολύ αργά.
«Με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης, η ΕΕ θα ήταν σε καλύτερη θέση αν είχε απαντήσει δυναμικά στις ΗΠΑ τον Απρίλιο, σε συντονισμό με τα αντίποινα της Κίνας για τις αυξήσεις δασμών των ΗΠΑ, που είχαν ταρακουνήσει τις αγορές και τον ίδιο τον Τραμπ», δήλωσε ο Ρίκελες, ο οποίος σήμερα εργάζεται στο think-tank European Policy Centre.
Ο Τραμπ θεωρεί την ΕΕ παράσιτο, που εκμεταλλεύεται την προσοδοφόρα αγορά των ΗΠΑ, ενώ κρατά κλειστή τη δική της μέσω κανονισμών και προτύπων. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει δηλώσει πως η Ένωση «δημιουργήθηκε για να εξαπατήσει τις ΗΠΑ» και πως είναι «χειρότερη από την Κίνα». Η αντίδραση της ΕΕ στην επιστροφή του στην εξουσία τον Ιανουάριο ήταν αργή και αδέξια. Μήνες προετοιμασίας από μια ειδική ομάδα -που περιελάμβανε ανώτερους εμπορικούς αξιωματούχους υπό την ηγεσία της Σαμπίνε Βάιγαντ, έμπειρης από τις διαπραγματεύσεις για το Brexit, και του εμπορικού συμβούλου της Φον ντερ Λάιεν, Τόμας Μπαερτ- πήγαν χαμένοι.
Είχαν εκπονήσει ένα σχέδιο τριών σημείων, βασισμένο στην προσέγγιση της πρώτης θητείας Τραμπ: πρώτον, να προσφερθούν να μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα σχεδόν 200 δισ. ευρώ με αγορές υγροποιημένου φυσικού αερίου, όπλων και αγροτικών προϊόντων. Δεύτερον, να προτείνουν αμοιβαίες μειώσεις δασμών στα προϊόντα των δύο πλευρών.
Αν αυτά αποτύγχαναν, θα ετοίμαζαν αντίποινα και θα βασίζονταν σε μια αντίδραση των αγορών ή σε άνοδο του πληθωρισμού στις ΗΠΑ για να αναγκάσουν τον Τραμπ να υποχωρήσει. Όμως ο Τραμπ κινήθηκε ταχύτερα απ’ ό,τι αναμενόταν και μέχρι τον Μάρτιο είχε ήδη επιβάλει δασμούς 25% σε χάλυβα, αλουμίνιο και αυτοκίνητα.
Η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, και ο καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, για μήνες επέμεναν στην αρχική πρόταση της ΕΕ να καταργηθούν όλοι οι βιομηχανικοί δασμοί αμοιβαία με τις ΗΠΑ, παρ’ όλο που η Ουάσιγκτον είχε καταστήσει σαφές εδώ και καιρό ότι ζητούσε μονομερείς παραχωρήσεις. Το Βερολίνο επικεντρώθηκε στο να εξασφαλίσει ένα πολύπλοκο σύστημα «αντιστάθμισης», ώστε να υπάρξει ελάφρυνση δασμών για τις ευρωπαϊκές -στην πράξη γερμανικές- αυτοκινητοβιομηχανίες που κατασκευάζουν και εξάγουν από τις ΗΠΑ.
Ο Μαρός Σεφκόβιτς, ο «πατρικός» επίτροπος εμπορίου της ΕΕ, στάλθηκε επτά φορές στην Ουάσιγκτον για να προτείνει πεδία συμφωνίας, να απευθύνει ρητορικές περί της σημασίας της διατλαντικής σχέσης και να προωθήσει το γερμανικό σχέδιο αντιστάθμισης για τα αυτοκίνητα. Συνολικά, ο Σεφκόβιτς είχε πάνω από 100 ώρες εξαντλητικών διαπραγματεύσεων με τους Αμερικανούς ομολόγους του.
Μια συμφωνία για μόνιμο «αμοιβαίο» δασμό 10% που καταρτίστηκε τον Ιούλιο με τον Αμερικανό εμπορικό εκπρόσωπο, Τζέιμισον Γκριρ, και τον υπουργό Εμπορίου, Χάουαρντ Λάτνικ, απορρίφθηκε κατηγορηματικά από τον Τραμπ, ο οποίος αντ’ αυτού απείλησε με αύξηση των δασμών στην ΕΕ στο 30% -αντί για 20%- από τον Αύγουστο.
Και οι απειλές του είχαν ξαναδουλέψει. Το πακέτο αντιποίνων της ΕΕ που ανεστάλη τον Απρίλιο είχε ήδη μειωθεί από τα 26 δισ. ευρώ στα 21 δισ. έπειτα από πιέσεις της Γαλλίας, της Ιρλανδίας και της Ιταλίας για να αφαιρεθεί το μπέρμπον από τη λίστα, όταν ο Τραμπ απείλησε με αντίποινα στους Ευρωπαίους αποσταγματοποιούς. Αν αφαιρούνταν όλα όσα ζήτησαν τα κράτη-μέλη, θα απέμεναν στη λίστα δασμών μόλις 9 δισ. ευρώ προϊόντων, ανέφεραν αξιωματούχοι στους Financial Times. Καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, το τηλέφωνο του Σεφκόβιτς χτυπούσε τακτικά από υπουργούς που ζητούσαν σύνεση.
Ένα δεύτερο πακέτο αντιποίνων με δασμούς κατά των ΗΠΑ περιορίστηκε επίσης στα 72 δισ. ευρώ, πριν εγκριθεί τελικά στις 24 Ιουλίου, με σκοπό να ενεργοποιηθεί σε περίπτωση κατάρρευσης των συνομιλιών, ανεβάζοντας το συνολικό ποσό στα 93 δισ. ευρώ.
Η γαλλική κυβέρνηση, παρά τις προσπάθειες να προστατεύσει τις γαλλικές επιχειρήσεις από αντίποινα, έχει επίσης επανειλημμένα ζητήσει από την Επιτροπή να ακολουθήσει μια πιο δυναμική προσέγγιση απέναντι στους δασμούς του Τραμπ.
Ωστόσο, η πρόεδρος της Επιτροπής και οι στενοί της συνεργάτες υποστήριξαν ότι η ενδεχόμενη ζημιά από πρόσθετα μέτρα του Τραμπ -συμπεριλαμβανομένων απειλών για την επιβολή στοχευμένων δασμών σε κρίσιμους τομείς όπως τα ευρωπαϊκά φαρμακευτικά προϊόντα- σήμαινε πως ο κίνδυνος ενός ανεξέλεγκτου εμπορικού πολέμου ήταν υπερβολικά μεγάλος. Επιπλέον, υπήρχε ανησυχία ότι μια πιο συγκρουσιακή στάση απέναντι στην Ουάσιγκτον θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις και σε άλλους τομείς.
Η εξάρτηση της Ευρώπης από την αμερικανική εγγύηση ασφαλείας αποτελούσε άλλο ένα επιχείρημα κατά της εμπορικής σύγκρουσης, ειδικά για τα ανατολικά και βόρεια κράτη-μέλη της ΕΕ. Οι φόβοι ότι ο Τραμπ θα σταματούσε την αποστολή όπλων στην Ουκρανία, θα απέσυρε στρατεύματα από την Ευρώπη ή ακόμη και θα αποχωρούσε από το ΝΑΤΟ, επισκίασαν τις συνομιλίες, σύμφωνα με διπλωμάτες.
Μία ακόμη βασική προτεραιότητα για την πρόεδρο της Επιτροπής ήταν να διαφυλάξει το δικαίωμα της ΕΕ να ρυθμίζει τις αγορές της. Η αμερικανική τεχνολογική βιομηχανία άσκησε ισχυρές πιέσεις στον Τραμπ να απαιτήσει από την ΕΕ να χαλαρώσει τη νομοθεσία για τη ρύθμιση του διαδικτυακού λόγου και της διαχείρισης δεδομένων. Εναντιώθηκαν επίσης στους εθνικούς ψηφιακούς φόρους. Μέχρι στιγμής, η Φον ντερ Λάιεν έχει αρνηθεί να συμβιβαστεί σε αυτά τα ζητήματα.
Αφού ο Τραμπ απέρριψε τη συμφωνία που είχαν διαμορφώσει οι ίδιοι του οι αξιωματούχοι, η διαπραγματευτική ομάδα της Koμισιόν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή από το να αποδεχθεί έναν αμερικανικό δασμό της τάξης του 15%.