Το κλίμα ευφορίας ήταν διάχυτο, αλλά προσωρινό στις αγορές μετά την επίτευξη της εμπορικής συμφωνίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ για δασμούς 15% εις βάρος των ευρωπαϊκών προϊόντων, αντί του 50% ή 30% που είχε απειλήσει προ μηνών ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ. Αν και οι Βρυξέλλες δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τη φορολόγηση των προϊόντων τους στις ΗΠΑ, οι αγορές αποδέχτηκαν το χαμηλότερο ποσοστό και πάνω απ’ όλα την αποκατάσταση ενός κλίματος σταθερότητας στο παγκόσμιο εμπόριο. Ωστόσο, όπως σχολίασε ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Μπενζαμέν Χαντάντ, «να είμαστε ξεκάθαροι: η υφιστάμενη κατάσταση δεν είναι ικανοποιητική και δεν μπορεί να είναι βιώσιμη».
Η εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ επιτεύχθηκε πέντε 24ώρα πριν από την προθεσμία της 1ης Αυγούστου που όρισε η κυβέρνηση των Ρεπουμπλικανών, αλλά επιχειρηματικοί παράγοντες στη Γερμανία προειδοποιούν ότι ακόμη και δασμοί στο 15% θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην εξαγωγική οικονομία της χώρας. Η Γαλλία, η οποία προωθούσε μια πιο δυναμική στάση από την πλευρά της Κομισιόν, επιδοκίμασε τη σταθερότητα που φέρνει αυτή η συμφωνία. Ταυτόχρονα, όμως, το Παρίσι τάχθηκε υπέρ της ενεργοποίησης του μηχανισμού κατά των μέτρων εξαναγκασμού από τρίτες χώρες. Αυτό πρακτικά θα σήμαινε ότι η ΕΕ θα έθετε στο στόχαστρο τους τεχνολογικούς κολοσσούς των ΗΠΑ και θα μπλόκαρε την ανάθεση δημοσίων έργων από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σε αμερικανικές εταιρείες. Η χθεσινή αποδυνάμωση του ευρώ κατά 0,5% στα 1,17 δολάρια και η υποχώρηση του πανευρωπαϊκού χρηματιστηριακού δείκτη Stoxx 600 κατά 0,22%, διαγράφοντας τα κέρδη που είχε καταγράψει αρχικά, αντανακλούν αυτόν ακριβώς τον προβληματισμό.
Οπότε οι διμερείς εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ εξακολουθούν να δοκιμάζονται, την ώρα που ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο διαπραγματεύσεων μεταξύ εκπροσώπων του Λευκού Οίκου και του Πεκίνου στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Αυτήν τη φορά η προθεσμία δεν είναι ορισμένη για την 1η Αυγούστου, όπως ίσχυε στην περίπτωση της ΕΕ, αλλά για τις 12 του μήνα, ώστε να εξασφαλιστεί μια ακόμη 90ήμερη εμπορική ανακωχή μεταξύ των δυο ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου. Από τις αρχές Απριλίου, όταν ο Τραμπ ανήγγειλε αμοιβαίους δασμούς εις βάρος δεκάδων μικρών και μεγάλων χωρών, το μεγαλύτερο μέτωπο ήταν αυτό ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, με τον Τραμπ να απειλεί με δασμούς 145% και το Πεκίνο να απαντά με αντίποινα 125%, σε συνδυασμό με διεθνείς περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών, ένα μέτρο που δεν επηρεάζε μόνον την αμερικανική, αλλά και την παγκόσμια οικονομία.
Τον Ιούνιο συμφωνήθηκε στο Λονδίνο μείωση δασμών κατά 115% εκατέρωθεν μέχρι τις 12 Αυγούστου, έπειτα από μια αποτυχημένη απόπειρα που είχε λάβει χώρα μέσα Μαΐου στη Γενεύη. Γεγονός είναι ότι το υφιστάμενο κλίμα μεταξύ των δύο κυβερνήσεων έχει βελτιωθεί αρκετά σε σχέση με τις αρχές Απριλίου. Πληροφορίες των Financial Times αποκάλυψαν ότι οι ΗΠΑ πάγωσαν περιορισμούς που είχαν, επίσης, επιβάλει στις εξαγωγές τεχνολογικού εξοπλισμού στην Κίνα, προκειμένου να εξελιχθούν ομαλά οι εμπορικές διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο. Στη σουηδική πρωτεύουσα ξεκίνησαν τη Δευτέρα οι επαφές ανάμεσα στον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, και τον αναπληρωτή πρωθυπουργό της Κίνας, Χε Λίφενγκ.
Πηγές του πρακτορείου Reuters αποκάλυψαν ότι απώτερος στόχος της Ουάσιγκτον είναι να δρομολογηθεί μια συνάντηση ανάμεσα στον Τραμπ και τον Κινέζο ομόλογο του, Σι Τζινπίνγκ. Οι συνομιλίες της Στοκχόλμης ενδέχεται να προσφέρουν ενδείξεις για το πόσο ακόμη μπορεί να διαρκέσει αυτή η ύφεση στις εντάσεις -και αν οι δύο χώρες μπορούν να μειώσουν περαιτέρω τους εναπομείναντες δασμούς και να αντιμετωπίσουν άλλα ακανθώδη ζητήματα, όπως οι τεχνολογικοί περιορισμοί. Έρχονται μετά την πρόσφατη σειρά εμπορικών συμφωνιών του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, με το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιαπωνία, την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλους εμπορικούς εταίρους.
Bέβαια, ο Αμερικανός Πρόεδρος, λίγη ώρα μετά, φρόντισε να διαψεύσει τα δημοσιεύματα, λέγοντας ότι δεν επιδιώκει κάποια σύνοδο κορυφής με τον Σι Τζινπίνγκ. Όπως έγραψε στο Truth Social, «μπορεί να πάω στην Κίνα, αλλά αυτό θα ήταν μόνο κατόπιν της πρόσκλησης του προέδρου Σι, που έχει επιδοθεί. Κατά τ’ άλλα, κανένα ενδιαφέρον!», έγραψε.
Το Πεκίνο αναδείχθηκε από τους προηγούμενους γύρους συνομιλιών με την Ουάσινγκτον σε θέση ισχύος, χρησιμοποιώντας τη μονοπωλιακή θέση της Κίνας στις σπάνιες γαίες, ώστε να πιέσει την κυβέρνηση Τραμπ να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να άρει ορισμένους ελέγχους εξαγωγών κατά της Κίνας. Ωστόσο, οι διαρκείς διαπραγματεύσεις σε ένα κλίμα εμπορικού πολέμου, σαν αυτό που έχει δημιουργήσει αυτή η κυβέρνηση των Ρεπουμπλικανών, τροφοδοτούν ένα περιβάλλον μόνιμης αστάθειας με διαλείμματα σταθερότητας. Όπως δήλωσε ο Μπενζαμέν Χαντάντ σχετικά με την εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ, «το ελεύθερο εμπόριο, που έφερε κοινή ευημερία στις δυο πλευρές του Ατλαντικού από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, απορρίπτεται σήμερα από τις ΗΠΑ, οι οποίες επιλέγουν τον οικονομικό εξαναγκασμό και την απόλυτη περιφρόνηση στους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου».