Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ απομάκρυναν για την ώρα το ενδεχόμενο ενός άμεσου εμπορικού πολέμου, ωστόσο οι λεπτομέρειες της νέας συμφωνίας που επεξεργάζονται εγείρουν σοβαρά ερωτήματα τόσο για τη βιωσιμότητά της όσο και για το τίμημα που ενδέχεται να πληρώσει η ευρωπαϊκή οικονομία.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο Τέρνμπερι της Σκωτίας, οι δύο πλευρές κατέληξαν σε κατ’ αρχήν συμφωνία που προβλέπει την αποδοχή από πλευράς ΕΕ δασμού 15% στις περισσότερες εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, ενώ αντίστοιχα η μέση δασμολογική επιβάρυνση της Ένωσης στα αμερικανικά προϊόντα θα μειωθεί σε λιγότερο από 1%. Το ευρώ σημείωσε πτώση άνω του 1% έναντι του δολαρίου, καταγράφοντας τη χειρότερη απόδοσή του των τελευταίων δύο μηνών.
Επιπλέον, η ΕΕ δεσμεύτηκε να προχωρήσει σε εισαγωγές αμερικανικής ενέργειας ύψους 750 δισ. δολαρίων σε βάθος τριετίας, καθώς και να επενδύσει άλλα 600 δισ. δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, πολλοί ευρωπαίοι αξιωματούχοι, καθώς και αναλυτές, κάνουν λόγο για υποχωρήσεις χωρίς σαφές αντιστάθμισμα και εντείνουν τις ανησυχίες για συστημική αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής διαπραγματευτικής ισχύος.
Η Σουηδή ευρωβουλευτής και μέλος της επιτροπής εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Κάριν Κάρλσμπρο, χαρακτήρισε την εξέλιξη «συστηματική αποδόμηση των αρχών του ελεύθερου εμπορίου που στήριξαν τη διατλαντική ευημερία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», προειδοποιώντας ότι «ο κίνδυνος οικονομικού και πολιτικού περιθωριοποίησης της Ευρώπης αυξάνεται με κάθε παραχώρηση».
Από τη Γερμανία, ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς —που αρχικά είχε χαιρετίσει τη συμφωνία— εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του δηλώνοντας: «Η γερμανική οικονομία θα υποστεί σοβαρή ζημιά από αυτούς τους δασμούς». Συμπλήρωσε ότι οι επιπτώσεις δεν θα περιοριστούν στην Ευρώπη, αλλά «θα γίνουν αισθητές και στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Ο Γάλλος πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού χαρακτήρισε τη συμφωνία «μια σκοτεινή μέρα για τη διατλαντική συμμαχία» και μίλησε για «επιλογή υποταγής» των ελεύθερων εθνών που υποτίθεται πως υπερασπίζονται τις κοινές τους αξίες.
Σύμφωνα με Ευρωπαίο αξιωματούχο που μίλησε υπό καθεστώς ανωνυμίας, η πρώτη φάση της συμφωνίας αναμένεται να αποτυπωθεί σε κοινή δήλωση μη δεσμευτικού χαρακτήρα, η οποία θα ολοκληρωθεί έως την 1η Αυγούστου. Στη συνέχεια, θα ξεκινήσει η σύνταξη του νομικά δεσμευτικού κειμένου, το οποίο ενδέχεται να απαιτήσει μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, καθώς θα πρέπει να εξασφαλίσει την έγκριση της πλειοψηφίας των κρατών-μελών και ενδεχομένως και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η Κομισιόν ξεκαθαρίζει ότι η εφαρμογή των παραχωρήσεων της ΕΕ —όπως η μείωση δασμών στα αμερικανικά προϊόντα— θα ξεκινήσει μόνο αφού εγκριθεί το τελικό νομικό κείμενο. Παράλληλα, η αμερικανική πλευρά θα ξεκινήσει τη σταδιακή μείωση των δασμών σε ορισμένους στρατηγικούς τομείς, όπως αεροσκάφη και ανταλλακτικά, φαρμακευτικά προϊόντα, εξοπλισμό ημιαγωγών και αγροτικά προϊόντα.
Ένα ακανθώδες ζήτημα παραμένει η επιβολή δασμών 50% στα ευρωπαϊκά μεταλλικά προϊόντα. Η ΕΕ επιδιώκει να πετύχει συμφωνία για ποσοστώσεις, ώστε ένα ορισμένο όριο εξαγωγών να αντιμετωπίζεται με χαμηλότερο δασμό, ενώ οι υπερβάσεις θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται με τον πλήρη δασμό.
Ο Άξελ Έγκερτ, γενικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Χαλυβουργίας (EUROFER), έκανε λόγο για «μεγάλη αβεβαιότητα για την τύχη της ευρωπαϊκής χαλυβουργίας», ενώ και η τύχη προϊόντων όπως κρασιά και οινοπνευματώδη είναι υπό διαπραγμάτευση ως πιθανές εξαιρέσεις από τον γενικό δασμό 15%.
Τα ενεργειακά και οι επενδύσεις προκαλούν νέες αμφιβολίες
Η υπόσχεση της ΕΕ να προχωρήσει σε εισαγωγές ενέργειας ύψους 750 δισ. δολαρίων από τις ΗΠΑ σε τρία χρόνια θεωρείται εξαιρετικά φιλόδοξη. Το 2024, οι συνολικές ενεργειακές εισαγωγές της ΕΕ από τις ΗΠΑ δεν ξεπέρασαν τα 80 δισ. δολάρια, ενώ οι συνολικές εξαγωγές ενέργειας των ΗΠΑ διαμορφώθηκαν λίγο πάνω από τα 330 δισ. δολάρια. Ο στόχος των 750 δισ. απαιτεί σχεδόν δεκαπλασιασμό του σημερινού ρυθμού.
Αντίστοιχα προβληματικός είναι και ο στόχος επενδύσεων 600 δισ. δολαρίων στην αμερικανική οικονομία, καθώς πρόκειται για μη δεσμευτικά επιχειρηματικά σχέδια και όχι για εγκεκριμένο κονδύλι από την Κομισιόν, η οποία νομικά δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα.
Η αβεβαιότητα γύρω από τη συμφωνία και τις επιπτώσεις της έχει ήδη επηρεάσει τις οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τον Μάιο, η Κομισιόν αναθεώρησε προς τα κάτω την εκτίμησή της για την ανάπτυξη του ΑΕΠ στο 1,1% για φέτος, από 1,5% που είχε προβλεφθεί τον Νοέμβριο.
Ο Όλιβερ Ρακάου, επικεφαλής οικονομολόγος για τη Γερμανία στην Oxford Economics, σχολίασε πως η συμφωνία «απομακρύνει ορισμένους άμεσους κινδύνους, αλλά στερείται λεπτομερειών και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων αναταράξεων». Όπως σημείωσε, «η αβεβαιότητα αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα».
Παρά τις εντάσεις και την έντονη πολιτική διαφωνία, η Κομισιόν υπερασπίζεται τις επιλογές της. «Αυτή είναι αναμφίβολα η καλύτερη συμφωνία που μπορούσαμε να πετύχουμε υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες», δήλωσε ο επίτροπος εμπορίου Μάρος Σέφτσοβιτς, επιβεβαιώνοντας τη στρατηγική επιλογή αποφυγής μιας ευρείας εμπορικής ρήξης με την Ουάσιγκτον.