Η εύθραυστη νέα παγκόσμια εμπορική τάξη του Τραμπ

Το μελλοντικό διεθνές σύστημα θα είναι λιγότερο εξαρτημένο από τις ΗΠΑ και λιγότερο σταθερό, αναφέρει η WSJ με φόντο τους δασμούς Τραμπ

Ντόναλντ Τραμπ © EPA/TOLGA AKMEN / POOL

Μπορεί ο Τραμπ προς το παρόν να έχει πετύχει τους στόχους του, αλλά οι μονόπλευρες συμφωνίες διά «χειραψίας» στο παγκόσμιο εμπόριο, δεν έχουν τη διάρκεια και νομιμότητα των παλαιότερων διαπραγματεύσεων, επισημαίνει σε ανάλυση της η Wall Street Journal. Γι’ αυτό, όπως σημειώνει η αμερικανική εφημερίδα, είναι πολιτικά αντιδημοφιλείς και μη βιώσιμες. Ο Τραμπ πέτυχε κάτι αξιοσημείωτο: Αύξησε τους δασμούς σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα του διαβόητου Νόμου Smoot-Hawley του 1930, χωρίς -όπως φαίνεται- να προκαλέσει τον καταστροφικό εμπορικό πόλεμο που τότε ακολούθησε.

Με τη νέα συμφωνία που έκλεισε το Σαββατοκύριακο με την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ θα επιβάλουν μέσο δασμό περίπου 15% στους εμπορικούς τους εταίρους, το υψηλότερο ποσοστό από τη δεκαετία του 1930, σύμφωνα με την JPMorgan Chase. Η Ιαπωνία και η ΕΕ έχουν δεσμευτεί από κοινού για επενδύσεις ύψους 1,15 τρισ. δολαρίων στις ΗΠΑ, ενώ η Ευρώπη συμφώνησε και σε αγορές ενεργειακών προϊόντων και στρατιωτικού εξοπλισμού.

Και τι έδωσαν οι ΗΠΑ σε αντάλλαγμα; Τίποτα. Οπότε, προς το παρόν, ο Τραμπ έχει πετύχει τους στόχους του. Όμως, αυτές οι συμφωνίες δεν αποτελούν ακόμη μια νέα διεθνή εμπορική τάξη. Είναι ενδιάμεσοι σταθμοί, εύθραυστοι και με λιγότερη νομιμότητα από το σύστημα που αντικαθιστούν, συνεχίζει η Wall Street Journal.

Το «μοντέλο Τραμπ»

Η στρατηγική του ήταν χαρακτηριστικά τραμπική: Υπολόγισε ότι οι άλλοι έχουν περισσότερα να χάσουν από έναν εμπορικό πόλεμο απ’ ό,τι οι ΗΠΑ. Αντιμετώπισε κάθε εμπορικό εταίρο ξεχωριστά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η μη συμφωνία με τους όρους του θα είχε χειρότερες συνέπειες αργότερα.

Από τους συμμάχους των ΗΠΑ, μόνο η ΕΕ είχε την ισχύ να προκαλέσει ουσιαστικό κόστος στις αμερικανικές επιχειρήσεις και να αναγκάσει τον Τραμπ να επανεξετάσει τη στάση του. Αλλά, παρόλο που η Ευρώπη ετοίμασε αντίποινα, ποτέ δεν τα εφάρμοσε. Μαζί με το οικονομικό κόστος ενός εμπορικού πολέμου, η Ευρώπη φοβόταν ότι ο Τραμπ θα εγκατέλειπε την Ουκρανία ή ακόμη και το ΝΑΤΟ. Έτσι, πλήρωσε το τίμημα μιας μονόπλευρης συμφωνίας για να κρατήσει-τουλάχιστον προσωρινά- τη δέσμευση του Τραμπ στη διατλαντική ασφάλεια.

Οι υπόλοιποι βασικοί εμπορικοί εταίροι που δεν έχουν ακόμα συμφωνήσει (Νότια Κορέα, Μεξικό, Καναδάς) μάλλον θα κληθούν να δώσουν πολλά και να μην πάρουν τίποτα, όπως συνέβη με το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιαπωνία και την ΕΕ. Η Κίνα, η μόνη χώρα που αντέδρασε ουσιαστικά, ίσως έχει διαφορετική μεταχείριση. Ο Τραμπ έχει αποφύγει μέχρι στιγμής έναν εμπορικό πόλεμο, αλλά μένει να φανεί αν η «ειρήνη στο εμπόριο» θα διαρκέσει.

«Πληρώνετε για πρόσβαση στην αγορά και στην προστασία»

Από τη δεκαετία του 1980, ο Τραμπ πιστεύει πως άλλες χώρες εκμεταλλεύτηκαν τις ΗΠΑ, δημιουργώντας τεράστια εμπορικά ελλείμματα. Η λύση του: Xρέωση για πρόσβαση στην αγορά και τη στρατιωτική προστασία των ΗΠΑ. Οι άλλες χώρες αποδέχτηκαν πλέον αυτούς τους όρους, ενώ οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ συμφώνησαν να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ. Αυτό φαίνεται πως έχει μετριάσει την προηγούμενη εχθρότητα του Τραμπ προς τη Συμμαχία και την Ουκρανία.

Τη Δευτέρα, έθεσε προθεσμία στη Ρωσία να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός με την Ουκρανία, αλλιώς θα αντιμετωπίσει κυρώσεις.

Μια διαφορετική λογική συμφωνιών

Παραδοσιακά, οι εμπορικές συμφωνίες των ΗΠΑ γίνονταν με αμοιβαίες υποχωρήσεις και δεσμεύσεις, που επικυρώνονταν από το Κογκρέσο και διαρκούσαν δεκαετίες. Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν κάτι να κερδίσουν και να χάσουν και επομένως είχαν κίνητρο να τις τηρήσουν. «Αυτές οι συμφωνίες απαιτούν έγκριση από το Κογκρέσο, είναι ουσιαστικές, χρειάζονται χρόνια διαπραγμάτευσης και διαρκούν πολύ», είπε ο ιστορικός εμπορίου Doug Irwin του Dartmouth College. «Είναι δεσμευτικές για τις ΗΠΑ.»

Αντίθετα, οι σημερινές συμφωνίες είναι, όπως τις αποκαλεί, «συμφωνίες χειραψίας» με έναν πρόεδρο που δεν δεσμεύεται νομικά να τις τηρήσει. Ο Τραμπ μπορεί ανά πάσα στιγμή να απειλήσει με νέους δασμούς, για οποιονδήποτε λόγο — από την απόκτηση της Γροιλανδίας μέχρι την προστασία των αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών από ευρωπαϊκούς φόρους.

Νομικά και πολιτικά αδύναμες

Η Ευρώπη, έχοντας δεσμευτεί να μην προβεί σε αντίποινα, έχει λίγους μοχλούς διαπραγμάτευσης, είτε με τον Τραμπ είτε με τον επόμενο πρόεδρο. Ο Τραμπ ενήργησε χωρίς τη συμμετοχή του Κογκρέσου. Ήδη ένα δικαστήριο έχει κρίνει παράνομη τη χρήση από μέρους του ενός νόμου περί κυρώσεων, για την επιβολή γενικευμένων δασμών. Αν επιβεβαιωθεί η απόφαση σε έφεση, η νομιμότητα των συμφωνιών αυτών τίθεται εν αμφιβόλω. (Ο Τραμπ μπορεί να καταφύγει σε άλλο νόμο που επιτρέπει δασμούς ως 15% για 150 ημέρες.)

Η μονόπλευρη φύση αυτών των συμφωνιών τις καθιστά εύθραυστες. Άλλες χώρες θα είναι λιγότερο πρόθυμες να συμμορφωθούν με συμφωνίες που δεν θεωρούν προς το συμφέρον τους, ειδικά όταν πολλές λεπτομέρειες παραμένουν ασαφείς. Ήδη, η Ιαπωνία αμφισβήτησε την ερμηνεία του Τραμπ για τη δέσμευσή της σε επενδύσεις 550 δισ. δολαρίων, και η ευρωπαϊκή υπόσχεση για 600 δισ. είναι εξίσου αόριστη.

Πολιτικά αντιδημοφιλείς και μη βιώσιμες

Οι συμφωνίες που συνάπτονται υπό πίεση είναι πολιτικά μη δημοφιλείς και επομένως λιγότερο διατηρήσιμες. Ειδικά η ακροδεξιά στην Ευρώπη αντέδρασε αρνητικά. Η Μαρίν Λεπέν, επικεφαλής του Εθνικού Συναγερμού στη Γαλλία, χαρακτήρισε τη συμφωνία της ΕΕ με τις ΗΠΑ «πολιτικό, οικονομικό και ηθικό φιάσκο». Η Άλις Βάιντελ, αρχηγός του γερμανικού AfD, έγραψε στο X: «Η ΕΕ άφησε τον εαυτό της να ξεγελαστεί βίαια.»

Ο Τραμπ πέτυχε αυτές τις συμφωνίες χάρη στην ισχύ των ΗΠΑ στον τομέα της οικονομίας και της ασφάλειας. Όμως, αυτή η επιρροή θα μειωθεί καθώς άλλες χώρες αναζητούν νέες αγορές και ενισχύουν τη στρατιωτική τους αυτάρκεια. Το μελλοντικό διεθνές σύστημα θα είναι λιγότερο εξαρτημένο από τις ΗΠΑ και λιγότερο σταθερό.