Υπό το βάρος των δασμών του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, και την απειλή της μαζικής επέλασης προϊόντων από την Κίνα, η ευρωπαϊκή οικονομία καλείται να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά της. Οι συνθήκες, όμως, είναι ιδιαίτερα δύσκολες και σύνθετες, την ώρα που οι λύσεις που προτείνονται από τις περιβόητες εκθέσεις των Μάριο Ντράγκι και Ενρίκο Λέτα μπορούν να αποδώσουν αποτελέσματα μόνο στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, εάν και εφόσον δρομολογηθούν τα κατάλληλα μέτρα από τους κυβερνώντες.
Αν και η Ευρωζώνη κατάφερε να αποφύγει τη στασιμότητα το β’ τρίμηνο, με ρυθμό ανάπτυξης 0,1%, αναλυτές προειδοποιούν πως οι οικονομικές επιπτώσεις το επόμενο διάστημα θα είναι βαριές, παρά τη μείωση των αμερικανικών δασμών εις βάρος των ευρωπαϊκών προϊόντων στο 15% που συμφωνήθηκε ανάμεσα στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και τον Ντόναλντ Τραμπ, στη Σκωτία. Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Φρανσουά Μπαϊρού, επέκρινε τη συμφωνία, δηλώνοντας ότι σηματοδοτεί μια «σκοτεινή ημέρα» για την Ευρώπη, και ο πρόεδρος της χώρας, Εμανουέλ Μακρόν, είπε πως «η Ευρώπη δεν αυτοπροσδιορίζεται ως μετρήσιμη δύναμη στον κόσμο». Οι ηγέτες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας υιοθέτησαν έναν πιο μετριοπαθή τόνο, με το σκεπτικό ότι, τουλάχιστον, δημιουργείται ένα κλίμα βεβαιότητας ακόμη και με δασμούς 15% για τα ευρωπαϊκά προϊόντα προς τις ΗΠΑ. Το γεγονός, ωστόσο, ότι οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται δεν κάνει τους επιχειρηματίες στην Ευρώπη να εφησυχάζουν. Μπορεί ορισμένοι κλάδοι ή προϊόντα να εξαιρεθούν από τους δασμούς, αλλά η κατάσταση παραμένει ρευστή.
Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις αλυσιδωτές αντιδράσεις στην ΕΕ από τον εμπορικό πόλεμο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Η εμπορική αντιπαλότητα Ουάσιγκτον – Πεκίνου, αν και εκτυλίσσεται σε πιο ομαλό κλίμα τον τελευταίο καιρό σε σχέση με τις αρχές του 2025, εξακολουθεί υφίσταται με δασμούς 30% από τις ΗΠΑ στην Κίνα και 10% αντίστροφα. Οπότε οι κινεζικές εταιρείες, ιδιαίτερα αυτές που πουλούν βιομηχανικά προϊόντα σε πολύ χαμηλές τιμές, θα πρέπει αυξήσουν τις εξαγωγές τους σε άλλες χώρες για να αναπληρώσουν τις συνέπειες των αμερικανικών δασμών.
Οι Βρυξέλλες είναι ιδιαίτερα ανήσυχες γι’ αυτήν την προοπτική. Εκτιμήσεις του Council of Foreign Affairs θέλουν τις εισαγωγές της ΕΕ από την Κίνα να έχουν διπλασιαστεί το 2025 από το 2020. Σε έκθεση που δημοσίευσε τέλη Ιουλίου, η ΕΚΤ αναφέρει ότι οι εισαγωγές από την Κίνα στην Ευρωζώνη μπορεί να αυξηθούν έως και 10% το 2026 και επισήμανε πως αυτό αναλογεί περίπου στο 1,3% της συνολικής κατανάλωσης αγαθών. Η απειλή είναι ήδη υπαρκτή για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. Μέσα στους πρώτους πέντε μήνες του 2025 οι εξαγωγές ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων από την Κίνα στην ΕΕ αυξήθηκαν 19% σε σχέση με έναν χρόνο πριν, παρά τους δασμούς που επέβαλαν οι Βρυξέλλες από τα τέλη του περσινού Οκτωβρίου.
Κάτω από αυτήν τη συγκυρία και ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση της εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ – ΕΕ, παράγοντες της ευρωπαϊκής επιχειρηματικότητας εκφράζουν τις επιφυλάξεις ή σπεύδουν να εξασφαλίσουν ευνοϊκότερους όρους. Αυτόν τον πεσιμισμό εξέφρασε ο σύνδεσμος αυτοκινητοβιομηχανιών της Γερμανίας, VDA, ο οποίος προειδοποίησε ότι ακόμη και ένα ποσοστό 15% θα «κοστίσει στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία δισεκατομμύρια ετησίως».
Ο επικεφαλής του ομίλου LVMH Moet Hennessy Louis Vuitton SE, Μπερνάρ Αρνό, έχει δηλώσει την αναγκαιότητα να υπάρξει καλύτερη συμφωνία για τον κλάδο των οινοπνευματωδών ποτών, όπως είναι τα προϊόντα Moet & Chandon Champagne και Hennessy Cognac. Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε από τη Les Echos, ο Αρνό ανέφερε ότι η «ένας εμβληματικός τομέας της ευρωπαϊκής οινοποιίας βρίσκεται σε μεγάλη αβεβαιότητα. Ελπίζω ότι οι συνεχιζόμενες συζητήσεις θα βοηθήσουν να διευκρινιστεί αυτό το σημείο.» Η ΕΕ ήδη επιδιώκει την εξαίρεση αυτού του κλάδου από τους δασμούς του 15%. Εντούτοις, όπως επισήμανε και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η παγκόσμια οικονομία θα συνεχίσει να αποδυναμώνεται και να παραμένει ευάλωτη σε εμπορικά σοκ, παρ’ όλο που επιδεικνύει κάποια ανθεκτικότητα στους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ. Η ΕΕ δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά μάλλον έναν από τους βασικούς στόχους στον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ.