Πρόσθετο δασμό 25% στην Ινδία επιβάλλει ο Ντόναλντ Τραμπ με εκτελεστικό διάταγμα που υπέγραψε σήμερα Τετάρτη, λόγω αγορών ρωσικής ενέργειας, ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος, λίγες ώρες αφότου οι συνομιλίες μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για τον πόλεμο στην Ουκρανία απέβησαν άκαρπες. Αυτό σημαίνει ότι οι αμερικανικοί δασμοί στην Ινδία διαμορφώνονται πλέον στο 50%.
Οι νέοι δασμοί, που θα προστεθούν στους ήδη προγραμματισμένους ειδικούς δασμούς 25% ανά χώρα οι οποίοι πρόκειται να τεθούν σε ισχύ εντός της νύχτας, θα εφαρμοστούν μέσα σε 21 μέρες, σύμφωνα με το εν λόγω εκτελεστικό διάταγμα.
«Τροφοδοτούν τη μηχανή του πολέμου. Και αν πρόκειται να το κάνουν αυτό, τότε δεν πρόκειται να είμαι ικανοποιημένος», δήλωσε ο Τραμπ την Τρίτη σε συνέντευξή του στο CNBC.
Ο Τραμπ κλιμάκωσε τη σύγκρουση με την Ινδία σε θέματα εμπορίου, επιβάλλοντας μονομερώς το νέο δασμολόγιο, αφού μήνες διαπραγματεύσεων απέτυχαν να οδηγήσουν σε συμφωνία. Κατηγόρησε το Νέο Δελχί ότι αρνείται να διευκολύνει την πρόσβαση αμερικανικών προϊόντων στην αγορά της και επέκρινε τη συμμετοχή της Ινδίας στην ομάδα αναπτυσσόμενων οικονομιών BRICS.
Δασμοί: Πώς κατέρρευσαν οι εμπορικές συνομιλίες Ινδίας-ΗΠΑ
Σημειώνεται ότι έπειτα από πέντε γύρους εμπορικών διαπραγματεύσεων, Ινδοί αξιωματούχοι ήταν τόσο αισιόδοξοι για την επίτευξη ευνοϊκής συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που έδιναν ακόμα και προβλέψεις στα μέσα ενημέρωσης πως οι δασμοί θα μπορούσαν να περιοριστούν στο 15%.
Η ινδική πλευρά ανέμενε ότι ο Τραμπ θα ανακοινώσει ο ίδιος τη συμφωνία εβδομάδες πριν την προθεσμία της 1ης Αυγούστου. Ωστόσο, η ανακοίνωση δεν ήρθε ποτέ.
Τώρα, το Νέο Δελχί βρίσκεται αντιμέτωπο με την ξαφνική επιβολή δασμού 25% στα ινδικά προϊόντα από τις αρχές του Αυγούστου, μαζί με αδιευκρίνιστες κυρώσεις σε σχέση με τις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία. Παράλληλα, ο Τραμπ έκλεισε μεγαλύτερες συμφωνίες με την Ιαπωνία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ προσέφερε καλύτερους όρους στο παραδοσιακό αντίπαλο Πακιστάν.
Οι συνομιλίες μεταξύ Ινδίας και ΗΠΑ κατέρρευσαν λόγω λανθασμένων χειρισμών και έλλειψης στενής συνεργασίας σε επίπεδο κορυφής. Πηγές από τη διαπραγματευτική ομάδα υποστηρίζουν ότι η απουσία άμεσης επικοινωνίας μεταξύ των πρωθυπουργών Μόντι και Τραμπ περιόρισε την δυνατότητα να γεφυρωθούν οι διαφορές, ειδικά σε κρίσιμα θέματα όπως η γεωργία και τα γαλακτοκομικά προϊόντα.