«Η Κίνα σε νικά με το εμπόριο, η Ρωσία με πόλεμο», είχε πει ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, στις 11 Αυγούστου. «Η Κίνα δεν μας νικά με το εμπόριο, όχι όσο είμαι επικεφαλής», πρόσθεσε. Είναι πολλοί που διαφωνούν.
Ο Τραμπ μοιράστηκε αυτήν τη σκέψη λίγες ώρες πριν παρατείνει για ακόμη 90 ημέρες την εύθραυστη εκεχειρία στον εμπορικό πόλεμο που κήρυξε στην Κίνα. Μετά από μήνες διαμάχης, με δασμούς και αντίποινα, το εμπόριο ΗΠΑ-Κίνας βρίσκεται σε μια κατάσταση «άβολης στασιμότητας». Αλλά η Κίνα αξιοποιεί αυτό το χρονικό διάστημα για να τελειοποιήσει ένα εκλεπτυσμένο όπλο με καταστροφικές οικονομικές ιδιότητες. Καθώς οι δυο πλευρές διαπραγματεύονται μια γενική συμφωνία που θα σταθεροποιήσει την πιο σημαντική εμπορική σχέση στον πλανήτη, η οποία αποτιμάται στα 659 δισ. δολάρια, η Κίνα γνωρίζει πως η δύναμη της δεν πηγάζει από τι αγοράζει αλλά από τι πουλά.
Η σημερινή συγκυρία διαφέρει μακράν από την πρώτη σύγκρουση του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, και τον Τραμπ το 2019. Τότε ο Σι συναίνεσε σε μια αύξηση της κατανάλωσης αμερικανικών προϊόντων από την Κίνα. Ήταν μια αδέξια κίνηση που πυροδότησε κριτική στο εσωτερικό της χώρας. Εκείνη την περίοδο, όταν ένας εμπορικός εταίρος υπερέβαινε τα όρια του, η Κίνα ελάμβανε μέτρα για να περιορίσει την πρόσβαση στους καταναλωτές της, είτε επρόκειτο για Αυστραλιανό κρασί, είτε για βοδινό κρέας από τη Λιθουανία. Όχι τώρα πια. Σήμερα ο Σι ασκεί πιέσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες και στις ξένες βιομηχανίες που εξαρτώνται από αυτές. Αυτό είναι το οικονομικό οπλοστάσιο του.
Οι νίκες της Κίνας σε αυτό το πεδίο έχουν συσσωρευτεί τους τελευταίους μήνες. Το πρώτο χτύπημα ήρθε τον Απρίλιο: ο Σι αντέδρασε στους αμερικανικούς δασμούς με τη διακοπή των προμηθειών σε σπάνιες γαίες προς τις αμερικανικές βιομηχανίες. Μέσα σε εβδομάδες, ο κλάδος των αυτοκινητοβιομηχανιών στις ΗΠΑ, με ετήσιο τζίρο 1,5 τρισ. δολαρίων πανικοβλήθηκε και ο Τραμπ άρχισε να συζητά για ειρήνη. Τον Ιούλιο, λίγο πριν τη σύνοδο κορυφής Βρυξελλών-Πεκίνου, η Ε.Ε αντέδρασε έντονα από την ανεξήγητη επιβράδυνση των προμηθειών σε σπάνιες γαίες και εξαρτημάτων μπαταριών προς την Ευρώπη. Η ανάγκη για επιτάχυνση των ροών αυτών συμπεριλήφθηκε τελικά στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων.
Όλα αυτά φαίνεται να εντάσσονται σε ένα πολύ προσεκτικό σχέδιο του Σι. Το 2020 ζήτησε από την Κίνα να δημιουργήσει ασύμμετρες εξαρτήσεις, απαλλάσσοντας τις δικές της αλυσίδες εφοδιασμού από ξένες εισροές, ενώ παράλληλα να επιδιώξει «την εξάρτηση των διεθνών αλυσίδων παραγωγής από την Κίνα». Σε μια συνάντηση που πραγματοποιήθηκε κρυφά τον Απρίλιο του ίδιου έτους, ο Σι είπε σε ένα ισχυρό όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος ότι τέτοιες εξαρτήσεις είναι «ένα ισχυρό αντίμετρο και μια ικανότητα αποτροπής απέναντι σε ξένους που θα έκοβαν τεχνητά τον εφοδιασμό [προς την Κίνα]». Θέλει άλλες χώρες να εξαρτώνται από αυτήν, χωρίς η ίδια να εξαρτάται από αυτές.
Το 2025, η χρήση οικονομικών κυρώσεων κάθε είδους από την Κίνα έφτασε στο υψηλότερο σημείο όλων των εποχών, σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξαν ο Βίκινγκ Μπόμαν του Πανεπιστημίου Tufts και οι συνεργάτες του. Όπως και οι αμερικανικοί έλεγχοι εξαγωγών, από τους οποίους «εμπνέεται» το νέο κινεζικό καθεστώς, τα όπλα του Σι είναι ισχυρά αν και μπορεί να έχουν αρνητικές συνέπειες για την ίδια τη χώρα. «Το Πεκίνο δεν εξεπλάγη που διαπίστωσε ότι έχει μόχλευση, αλλά πρέπει να χρησιμοποιείται διακριτικά», λέει ο Ξιάνγκ Λανχίν του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης.
Οι μηχανισμοί του οικονομικού οπλισμού της Κίνας
Πώς λειτουργεί λοιπόν ο οικονομικός οπλισμός της Κίνας; Τα τελευταία χρόνια, οι αξιωματούχοι του Σι συνέταξαν έναν κατάλογο προϊόντων που παράγει η Κίνα και τα οποία χρειάζεται ο κόσμος. Μετά την εκλογή του Τραμπ πέρυσι, η κινεζική κυβέρνηση σκλήρυνε τη στάση της. Εφάρμοσε ένα σύστημα αδειοδότησης εξαγωγών για περισσότερα από 700 προϊόντα, πολλά από τα οποία είναι απαραίτητα για τις δυτικές ένοπλες δυνάμεις, όπως προηγμένα μηχανήματα παραγωγής, πρώτες ύλες για μπαταρίες, βιοτεχνολογία, αισθητήρες και κρίσιμα ορυκτά. Τα προϊόντα του καταλόγου, ωστόσο, δεν περιορίζονται σε πρώτες ύλες για αμυντικούς εξοπλισμούς. Πολλά είναι επίσης κρίσιμα για βιομηχανίες που οι αξιωματούχοι θεωρούν στρατηγικές, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα και η ηλιακή τεχνολογία. Για ορισμένα από αυτά τα είδη, όπως τα ορυκτά και οι χημικές ουσίες – πρόδρομοι για φάρμακα, οι Κινέζοι παραγωγοί κατέχουν σχεδόν το μονοπώλιο στην παγκόσμια προσφορά. Αυτό είναι εν μέρει αποτέλεσμα των δυνάμεων της αγοράς που συγκεντρώνουν την παραγωγή στην Κίνα, όπου είναι φθηνή, επεκτάσιμη και συχνά επιδοτούμενη, και εν μέρει μια σκόπιμη στρατηγική για τον έλεγχο των βιομηχανικών ροών μεταξύ διαφορετικών χωρών.
Οι κανόνες δίνουν επίσημα τη δυνατότητα στους αρμόδιους αξιωματούχους να διακόπτουν τις εξαγωγές με την ανάκληση των αδειών. Οι Κινέζοι παραγωγοί που υποβάλλουν αίτηση για αυτές πρέπει να γνωρίζουν ποιος είναι ο τελικός χρήστης των προϊόντων τους και να το αναφέρουν. Αυτό επέτρεψε στην Κίνα να συνεχίσει να περιορίζει την προμήθεια σπάνιων γαιών σε συγκεκριμένες δυτικές αμυντικές εταιρείες, ακόμα και αφότου αποκαταστάθηκαν οι ροές προς τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της εμπορικής εκεχειρίας. Μια έλλειψη μαγνητών ανθεκτικών στη θερμότητα, για παράδειγμα, αυξάνει το κόστος, παραδείγματος χάριν, των κινητήρων μαχητικών αεροσκαφών. Η νομοθεσία περιλαμβάνει επίσης τη λεγόμενη δικαιοδοσία «μακράς χειρός» (long-arm jurisdiction). Δίνει στους αξιωματούχους τη δυνατότητα να αποφασίζουν εάν προϊόντα που κατασκευάζονται σε τρίτες χώρες, με τη χρήση πρώτων υλών ή εξαρτημάτων από την Κίνα, θα πωλούνται σε συγκεκριμένους τελικούς χρήστες.
Όταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Κίνας εξετάζουν ποιες βιομηχανίες θα στοχεύσουν μέσω τέτοιων κανόνων, δεν φαίνεται να επικεντρώνονται στο τι θα προκαλέσει μεγαλύτερο κόστος, αλλά μάλλον στα οφέλη που προκύπτουν για τις δικές του εταιρίες. Οι έλεγχοι εξαγωγών ακολουθούν ένα πρότυπο διατήρησης των αλυσίδων εφοδιασμού υψηλής προστιθέμενης αξίας εντός της Κίνας, λέει η Ρεμπέκα Αρτσεσάτι του MERICS, μιας δεξαμενής σκέψης με έδρα το Βερολίνο.
Αυτή η τακτική φαίνεται να χρησιμοποιείται σήμερα εις βάρος της Ινδίας, μιας χώρας που θεωρείται «αντίδοτο» για να ξεπεράσει η παγκόσμια μεταποίηση την εξάρτηση από την Κίνα. Οι Κινέζοι έχουν παγώσει τις άδειες για εξαγωγές προηγμένων μηχανημάτων παραγωγής προς την Ινδία, όπου η Apple δημιουργεί εναλλακτικές αλυσίδες εφοδιασμού. Η περιορισμένη ροή εργαλειομηχανών και δυσπροσίου, ενός στοιχείου που ανήκει στις σπάνιες γαίες, φαίνεται να έχει επιβραδύνει την παραγωγή iPhones και AirPods. Επιπλέον, ο εργολάβος της Apple στην Ινδία, η Foxconn, απέσυρε περισσότερους από 300 Κινέζους μηχανικούς από την Ινδία τον Ιούνιο, υποδηλώνοντας ότι οι πρόσφατες κινήσεις ήταν συντονισμένες.
Το παιχνίδι αποκαλύπτεται και η Δύση προβληματίζεται
Η χρήση των οικονομικών όπλων από την Κίνα φέτος ήταν κυρίως αμυντική— ως απάντηση στις αμερικανικές εμπορικές πολιτικές. Όμως, όλα αυτά έχουν ένα κόστος. Ξένοι αξιωματούχοι και εταιρείες ανησυχούν τώρα μήπως διακοπεί ξαφνικά ο εφοδιασμός τους από Κινέζους προμηθευτές, για παράδειγμα, σε περίπτωση σύγκρουσης για την Ταϊβάν. «Οι Κινέζοι έχουν πλήξει τη φήμη τους», παραπονιέται ένας ξένος επιχειρηματίας στο Πεκίνο. Αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες, το Τόκιο και την Ουάσιγκτον έχουν θορυβηθεί και έντονες διαβουλεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη.
Αυτό σημαίνει ότι ο Σι είναι πιθανό να αντιμετωπίσει μια αρνητική κατάσταση που γνωρίζει καλά η Αμερική: όσο περισσότερο χρησιμοποιούνται οι κυρώσεις, τόσο λιγότερο αποτελεσματικές κινδυνεύουν να γίνουν. Για να είναι αποτελεσματικός αυτός ο ασφυκτικός έλεγχος των εξαγωγών σε προμήθειες και πρώτες ύλες, μια χώρα πρέπει να έχει σχεδόν το μονοπώλιο, λέει ο Ματέο Μαγκιόρι του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. «Η ισχύς των κυρώσεων δεν είναι γραμμική. Η διαφορά ελέγχου μιας αγοράς μεταξύ του 95% και του 85% μπορεί να ενθαρρύνει την αναζήτηση εναλλακτικών προμηθευτών», δηλώνει. Προσθέτει, επίσης, ότι οι δασμοί αναγκάζουν τις εταιρείες να αυξήσουν τις τιμές, αλλά οι έλεγχοι εξαγωγών τείνουν να τις ωθούν να επενδύσουν σε εναλλακτικές λύσεις.
Κάποιοι Κινέζοι αξιωματούχοι το κατανοούν σιωπηλά. Υποδεικνύουν σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ότι εάν η έλλειψη σπάνιων γαιών είναι τόσο μεγάλη, με κίνδυνο το κλείσιμο ενός εργοστασίου, τότε θα πρέπει να υποβάλουν αίτημα στο Υπουργείο Εμπορίου για να βρεθούν άτυπες λύσεις, ώστε να συνεχίζεται η ροή των προμηθειών. Μια ειδική διαχείριση των ελέγχων στις εξαγωγές, κατά περίπτωση, από τους αξιωματούχους μπορεί να αποθαρρύνει ξένες εταιρείες να επενδύσουν σε εναλλακτικές λύσεις. Ο Γου Χινμπό, του Κέντρου Αμερικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Fudan, δήλωσε στο CNN τον Ιούνιο ότι «εάν η διμερής σχέση είναι ομαλή, τότε οι ροές των εξαγωγών μπορούν να επιταχύνονται. Αν όχι, τότε θα επιβραδύνονται».
Τελικά η Κίνα βρίσκεται σε μια λεπτή θέση. Επιδιώκει να διαβεβαιώσει τους ξένους ότι οι αλυσίδες εφοδιασμού της είναι αξιόπιστες, ενώ τους προειδοποιεί να μην αναζητούν εναλλακτικές λύσεις. Οι Κινέζοι διπλωμάτες παροτρύνουν, επίσης, τους εμπορικούς εταίρους να μην υποκύψουν στις αμερικανικές απαιτήσεις που θα απομόνωναν την Κίνα από το παγκόσμιο εμπόριο. «Η προσπάθεια αποσύνδεσης και διαταραχής των αλυσίδων εφοδιασμού», είπε ο Σι σε ξένους επιχειρηματίες τον Μάρτιο, «θα βλάψει μόνο τους άλλους και δεν θα ωφελήσει τον εαυτό μας». Πράγματι, μια σοφή συμβουλή.