Τοι μέλος του ΔΣ της Fed, Λίζα Κουκ, δήλωσε δημόσια ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δεν έχει νομική αρμοδιότητα να την απομακρύνει από τη θέση της, απαντώντας στις πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου που κλιμακώνει την πίεση στην ανεξαρτησία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και προσφεύγει νομικά κατά της αποπομπής της από τον Τραμπ.
Η Λίζα Κουκ θα καταθέσει αγωγή κατά της απόφασής του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να την αποπέμψει, όπως ανακοίνωσε ο δικηγόρος της την Τρίτη.
«Ο Πρόεδρος Τραμπ δεν έχει την εξουσία να απομακρύνει την κυβερνήτη Lisa Cook από το Διοικητικό Συμβούλιο της Fed», δήλωσε ο Abbe Lowell, νομικός εκπρόσωπος της Cook, επισημαίνοντας ότι η αποπομπή της στηρίχθηκε σε ανυπόστατους ισχυρισμούς για υποθέσεις υποτιθέμενης στεγαστικής απάτης.
Ο Τραμπ επικαλέστηκε μια επιστολή παραπομπής ως βάση για την απομάκρυνσή της, όμως ο Lowell σημειώνει πως αυτή δεν συνιστά ούτε νομική ούτε πραγματική αιτία, όπως απαιτεί το σχετικό νομικό πλαίσιο.
«Η ενέργεια αυτή είναι παράνομη και θα προσφύγουμε δικαστικά για την ακύρωσή της», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο Λευκός Οίκος και το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν απάντησαν άμεσα στο αίτημα του CNBC για σχόλιο.
Η υπόθεση κλιμακώνει την πολιτική αντιπαράθεση γύρω από την ανεξαρτησία της Fed, σε μια περίοδο που η Τράπεζα προσεγγίζει κρίσιμες αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική ενόψει των ενδείξεων επιβράδυνσης της αγοράς εργασίας.
Η Λίζα Κουκ είναι η πρώτη μαύρη γυναίκα που έχει διοριστεί στο Διοικητικό Συμβούλιο της Fed, και η στοχοποίησή της εντάσσεται σε μια ευρύτερη σύγκρουση του Τραμπ με το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της κεντρικής τράπεζας.
Στο ίδιο πλαίσιο πίεσης προς ανεξάρτητους θεσμούς, ο Τραμπ έχει απειλήσει με δασμούς και εξαγωγικούς περιορισμούς κατά χωρών που επιβάλλουν ψηφιακούς φόρους ή ρυθμιστικά μέτρα σε βάρος των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών όπως οι Google, Meta, Amazon και Apple.
Σε ανάρτησή του στο Truth Social, την προσωπική του πλατφόρμα, ο Πρόεδρος έγραψε:
«Οι ψηφιακοί φόροι, οι νομοθεσίες, οι κανόνες ή κανονισμοί έχουν σχεδιαστεί για να βλάψουν ή να κάνουν διακρίσεις εις βάρος των αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών.»
Ο Τραμπ κατήγγειλε μέτρα όπως ο ψηφιακός φόρος υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου, που αποφέρει περίπου 800 εκατ. λίρες ετησίως μέσω 2% επί των εσόδων των πολυεθνικών πλατφορμών, λέγοντας ότι τέτοια μέτρα αφήνουν «απροστάτευτες» τις μεγάλες κινεζικές τεχνολογικές επιχειρήσεις.
«Ως Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, θα υπερασπιστώ τις καταπληκτικές αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες. Αν δεν αποσυρθούν οι διακριτικές ενέργειες, θα επιβάλω σημαντικούς νέους δασμούς στις εξαγωγές των χωρών αυτών προς τις ΗΠΑ και θα εφαρμόσω περιορισμούς στις εξαγωγές των προστατευόμενων αμερικανικών τεχνολογιών και μικροτσίπ», πρόσθεσε.
Οι δηλώσεις αυτές έρχονται σε μια περίοδο εντεινόμενης πολιτικής αβεβαιότητας και πιέσεων προς ανεξάρτητους θεσμούς, τη στιγμή που η Fed εξετάζει την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής ενόψει επιβράδυνσης της αγοράς εργασίας.