Πάνω που η ΕΕ πίστευε πως η συμφωνία με τις ΗΠΑ θα έβαζε επιτέλους ένα τέλος στον εμπορικό πόλεμο, η νέα απειλή του Ντόναλντ Τραμπ για δασμούς σε χώρες που κάνουν «διακρίσεις» σε βάρος αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας, υποδηλώνει ότι η ιστορία κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει. Τα νέα αυτά δεδομένα, μαζί με τους «ελιγμούς» που επιχειρεί η ΕΕ τις τελευταίες ώρες δείχνουν ότι η εξάρτηση από τις ΗΠΑ είναι βαθιά και πως η Γηραιά Ήπειρος αντιμετωπίζει σημαντικές υπαρξιακές προκλήσεις, κάτι που επανέλαβε ξανά πρόσφατα και ο Μάριο Ντράγκι.
«Για χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση πίστευε ότι το οικονομικό της μέγεθος έφερνε μαζί του γεωπολιτική δύναμη και επιρροή στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις. Αυτό το έτος θα μείνει στην ιστορία ως το έτος κατά το οποίο αυτή η ψευδαίσθηση εξαφανίστηκε», είπε προ ημερών ο Μάριο Ντράγκι, μιλώντας στο ετήσιο Rimini Meeting, μία σημαντική εκδήλωση στην ιταλική πολιτική σκηνή. «Αναγκαστήκαμε να αποδεχτούμε δασμούς που επέβαλε ο μεγαλύτερος εμπορικός μας εταίρος και διαχρονικός σύμμαχος, οι Ηνωμένες Πολιτείες», είπε, αναφερόμενος στη στροφή πολιτικής υπό την προεδρία του Τραμπ. «Μας ώθησε ο ίδιος σύμμαχος να αυξήσουμε τις στρατιωτικές μας δαπάνες – μια απόφαση που ίσως θα έπρεπε να πάρουμε ούτως ή άλλως – αλλά με τρόπους που πιθανότατα δεν αντικατοπτρίζουν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα».
Το περασμένο Σαββατοκύριακο, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έκανε κάτι που σπάνια κάνει: έγραψε ένα άρθρο γνώμης υπερασπιζόμενη μία από τις χαρακτηριστικές πολιτικές της. «Στέρεη, έστω και ατελής» ήταν ο τρόπος με τον οποίο η πρόεδρος της Κομισιόν επέλεξε να περιγράψει τη συμφωνία εμπορίου που διαπραγματεύτηκε με τον Τραμπ στα τέλη Ιουλίου. Ήταν μια μερική παραδοχή ήττας, αναγνωρίζοντας τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε ο επώδυνος δασμός 15% που επιβλήθηκε στη συντριπτική πλειονότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων με προορισμό την Αμερική. Το υπόλοιπο της στήλης, που δημοσιεύτηκε σε αρκετές ευρωπαϊκές εφημερίδες, αφιερώθηκε στο να αναδείξει το μεγαλύτερο –και ίσως μοναδικό– όφελος της συμφωνίας: να μπει ένα τέλος στη σπατάλη ενέργειας και στον συνεχή θόρυβο που προκαλούσε η σύγκρουση μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Παρά τα ελαττώματα και τις παγίδες της, αντιπροσωπεύει μια τελεία.
«Η συμφωνία είναι μια σκόπιμη επιλογή, η επιλογή της σταθερότητας και της προβλεψιμότητας έναντι της κλιμάκωσης και της αντιπαράθεσης», είπε. «Μια ευρωπαϊκή ανταπόδοση με δασμούς θα ρίσκαρε να πυροδοτήσει έναν δαπανηρό εμπορικό πόλεμο με αρνητικές συνέπειες για τους Ευρωπαίους εργαζόμενους, καταναλωτές και βιομηχανίες», συνέχισε. «Σε κάθε κλιμάκωση, ένα γεγονός όμως δεν θα άλλαζε: οι ΗΠΑ θα διατηρούσαν το απρόβλεπτο και υψηλότερο καθεστώς δασμών τους.»
Ο Τραμπ δεν είχε πει την τελευταία του λέξη
Λιγότερο από 24 ώρες μετά τη δημοσίευση του άρθρου, ο Τραμπ κατέφυγε στα κοινωνικά δίκτυα, για να αποδομήσει το βασικό σημείο της φον ντερ Λάιεν περί «σταθερότητας και προβλεψιμότητας», απειλώντας με ένα νέο πακέτο τιμωρητικών δασμών.
«Έχω θέσει όλα τα Κράτη με Ψηφιακούς Φόρους, Νομοθεσία, Κανόνες ή Ρυθμίσεις σε επιτήρηση, και αν δεν αποσυρθούν αυτές οι διακριτικές ενέργειες, εγώ, ως Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, θα επιβάλω πρόσθετους σημαντικούς Δασμούς στις Εξαγωγές της συγκεκριμένης Χώρας προς τις Η.Π.Α., και θα θεσπίσω περιορισμούς στις Εξαγωγές της Υψηλά Προστατευμένης Τεχνολογίας και των Τσιπ μας», έγραψε.
«Η Αμερική και οι Αμερικανικές Τεχνολογικές Εταιρείες δεν είναι πλέον ούτε “κουμπαράς” ούτε “πατάκι” του Κόσμου. Δείξτε σεβασμό στην Αμερική και στις καταπληκτικές Τεχνολογικές μας Εταιρείες ή, σκεφτείτε τις συνέπειες!»
Η «προειδοποίηση» δεν κατονόμαζε την ΕΕ ούτε κάποιο συγκεκριμένο κράτος ή οργανισμό. Αλλά δεδομένης της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας της Ένωσης στον περιορισμό των Big Tech, το υπονοούμενο του Τραμπ ήταν κάτι παραπάνω από σαφές.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την εμπορική συμφωνία, Αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν επανειλημμένα καταγγείλει τους κανονισμούς της Ένωσης για την τεχνολογία, όπως ο Νόμος για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA), που αποσκοπεί στην καταπολέμηση παράνομου περιεχομένου και παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο· ο Νόμος για τις Ψηφιακές Αγορές (DMA), που επιδιώκει να εγγυηθεί τον ελεύθερο και δίκαιο ανταγωνισμό· και ο Νόμος για την Τεχνητή Νοημοσύνη, που καθορίζει κανόνες για τα συστήματα ΤΝ που θεωρούνται επικίνδυνα για την ανθρώπινη ασφάλεια και τα θεμελιώδη δικαιώματα.
Η Ουάσινγκτον ήθελε αυτοί οι νόμοι να μπουν στο τραπέζι και να τεθούν υπό διαπραγμάτευση. Οι Βρυξέλλες αρνήθηκαν κατηγορηματικά, επιμένοντας ότι το δικαίωμα ρύθμισης είναι ζήτημα κυριαρχίας. Τελικά, η κοινή δήλωση ΕΕ-ΗΠΑ περιλάμβανε μία σύντομη δέσμευση να αντιμετωπιστούν τα «αδικαιολόγητα εμπόδια στο ψηφιακό εμπόριο», αλλά μόνο στο πλαίσιο των τελών χρήσης δικτύων και των ηλεκτρονικών μεταδόσεων. Τα κρίσιμα νομοθετήματα επιβίωσαν, φαινομενικά άθικτα.
«Με την ολοκλήρωση της συμφωνίας, η ΕΕ στάθηκε σταθερή στις θεμελιώδεις αρχές της και τήρησε τους κανόνες που είχε θέσει για τον εαυτό της», έγραψε η φον ντερ Λάιεν στο άρθρο της. «Εναπόκειται σε εμάς να αποφασίσουμε πώς θα εγγυηθούμε καλύτερα την ασφάλεια των τροφίμων, θα προστατεύσουμε τους Ευρωπαίους πολίτες στο διαδίκτυο και θα διασφαλίσουμε την υγεία και την ασφάλεια. Η συμφωνία προστατεύει τις αξίες της Ένωσης ενώ προάγει τα συμφέροντά της.» Η τελευταία απειλή του Τραμπ, ωστόσο, υποδηλώνει ότι η νίκη μπορεί να είναι απατηλή, τονίζει το Euronews.
Η βαθιά του αποστροφή προς τη ρύθμιση της ψηφιακής τεχνολογίας, την οποία αυτός και οι συνεργάτες του παρουσιάζουν ως στοχευμένη ειδικά κατά αμερικανικών εταιρειών και άρα αμερικανικών συμφερόντων, παραμένει ζωντανή και ισχυρή, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε εμπορικής συμφωνίας, κοινής δήλωσης ή χειραψίας μπροστά στις κάμερες. Η διατύπωση του μηνύματός του δείχνει ξεκάθαρα ότι είναι διατεθειμένος να ασκήσει την οικονομική ισχύ της Αμερικής –στην προκειμένη περίπτωση, με δασμούς και μικροτσίπ– για να αποσπάσει νομοθετικές παραχωρήσεις από ξένες δικαιοδοσίες, που στην ουσία θα ισοδυναμούσαν με υποταγή.
Επιπρόσθετα με όλα τα παραπάνω, δημοσίευμα του Reuters υποστηρίζει πως η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει το ενδεχόμενο να επιβάλει κυρώσεις σε αξιωματούχους της ΕΕ που εργάζονται στον DSA, έναν νόμο που οι Ρεπουμπλικανοί έχουν κατακεραυνώσει ως εργαλείο καταστολής της ελευθερίας του λόγου. Ο Μάρκο Ρούμπιο, Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, έχει δώσει εντολή στο διπλωματικό του σώμα να ασκήσει ενεργά πίεση κατά των ψηφιακών κανονισμών που στοχεύουν αμερικανικές εταιρείες. Η Κομισιόν απέρριψε κατηγορηματικά τον χαρακτηρισμό ως «εντελώς λανθασμένο και εντελώς αβάσιμο», υποστηρίζοντας ότι ο DSA και ο DMA σέβονται την ελευθερία της πληροφόρησης και αντιμετωπίζουν όλες τις εταιρείες ισότιμα, «ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης».
Αλλά αυτός ο ισχυρισμός είναι απίθανο να πείσει τον Λευκό Οίκο, που παρακολουθεί στενά την πολιτική ατζέντα των Big Tech. Ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ της Meta, ο Τιμ Κουκ της Apple, ο Σουντάρ Πιτσάι της Google και ο Έλον Μασκ της X, των οποίων οι εταιρείες βρίσκονται όλες υπό τον έλεγχο της Κομισιόν, κατέλαβαν περίοπτες θέσεις στην ορκωμοσία του Τραμπ τον Ιανουάριο. Η αυξανόμενη ιδεολογική σύγκλιση μεταξύ Ρεπουμπλικανών στην Ουάσινγκτον και διευθυντικών στελεχών στη Σίλικον Βάλεϊ προοιωνίζεται δυσμενείς εξελίξεις για την ευρωπαϊκή μάχη υπέρ της ρυθμιστικής κυριαρχίας. Εξάλλου, η κοινή δήλωση ΕΕ-ΗΠΑ είναι θεμελιωδώς μη δεσμευτική και αφήνει τον Τραμπ ελεύθερο να ερμηνεύσει ή να αγνοήσει εντελώς τους συμφωνημένους όρους.
Νέες υποχωρήσεις της ΕΕ στην αυτοκινητοβιομηχανία
Την ίδια στιγμή που ο Τραμπ ασκεί ασφυκτικό πρέσινγκ στην ΕΕ στον τεχνολογικό τομέα, το Bloomberg μεταδίδει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση προγραμματίζει να υποβάλει μέχρι το τέλος της εβδομάδας μια πρόταση νόμου που θα καταργεί πλήρως τους δασμούς σε όλα τα βιομηχανικά προϊόντα από τις ΗΠΑ. Αυτή η κίνηση γίνεται κατόπιν απαίτησης του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θέτει ως προϋπόθεση την άρση αυτών των δασμών ώστε η Ουάσιγκτον να μειώσει τους δασμούς στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα που εξάγονται στις ΗΠΑ. Η Κομισιόν προτίθεται επίσης να προσφέρει προνομιακούς δασμούς σε συγκεκριμένα αλιευτικά και αγροτικά προϊόντα της Ευρώπης. Αν και οι Βρυξέλλες αναγνωρίζουν ότι η συμφωνία ευνοεί περισσότερο τις ΗΠΑ, τη θεωρούν απαραίτητη για να διασφαλιστεί η σταθερότητα στις εμπορικές συναλλαγές.
Είναι προ των πυλών ο «αιώνας της ταπείνωσης» για την Ευρώπη;
Από την πλευρά του, το Politico υποστηρίζει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση αναπτύσσει μια «ανίσχυρη» σχέση με τις ΗΠΑ λόγω της στρατιωτικής και τεχνολογικής υπεροχής των Αμερικανών, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να αποδεχτεί επιζήμιους όρους και δασμούς, γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη της για επενδύσεις σε ασφάλεια, τεχνολογία και ενίσχυση της ενιαίας αγοράς, καθώς και την αναζήτηση εναλλακτικών εμπορικών εταίρων, προκειμένου να διατηρήσει την επιρροή και την οικονομική της αυτονομία στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Ο Μάριο Ντράγκι πάντως, δεν είναι ο μοναδικός που έχει εκφράσει τον προβληματισμό του για τη δυναμική της ΕΕ στο παγκόσμιο στερέωμα. Ο επίτροπος Εμπορίου της Ε.Ε., Μάρος Σέφτσοβιτς, παραδέχθηκε ότι η συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ αντικατοπτρίζει τη στρατηγική αδυναμία της Ευρώπης, η οποία δεν επένδυσε επαρκώς στην ασφάλεια και την τεχνολογία εδώ και δύο δεκαετίες. Οι ευρωπαϊκές χώρες, επιπλέον, παραμένουν εξαρτημένες από τον αμερικανικό στρατό λόγω της μείωσης των αμυντικών δαπανών μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, γεγονός που επιτείνει την αδυναμία τους.
Για να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση, το Politico και άλλοι αναλυτές προτείνουν ότι η Ε.Ε. πρέπει να υιοθετήσει στρατηγική βάσει τριών πυλώνων: την προετοιμασία αντιποίνων, την αναζήτηση εναλλακτικών εμπορικών εταίρων (όπως χώρες της Νότιας Αμερικής, Ινδονησία, Ινδία, CPTPP) και την ενίσχυση της ενιαίας αγοράς της. Επίσης, είναι απαραίτητες μαζικές επενδύσεις στην τεχνολογία αιχμής, όπως τεχνητή νοημοσύνη, κβαντική υπολογιστική και πράσινες τεχνολογίες.
Η Ευρώπη καλείται να αντιληφθεί το επιχειρηματικό της περιβάλλον ως γεωπολιτικό πλεονέκτημα, να ενισχύσει τις υποδομές της, να μειώσει το κόστος ενέργειας και να αξιοποιήσει καλύτερα τα αποθέματά της, ώστε να διατηρήσει τη θέση της στον παγκόσμιο εμπορικό ανταγωνισμό. Η επιλογή είναι σαφής: ή θα γίνει κόμβος ελεύθερου εμπορίου σε έναν κόσμο με υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης, ή θα μετατραπεί σε πεδίο μάχης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Το σίγουρο πάντως, είναι πως τίποτα δεν έληξε με τη συμφωνία, με τον Τραμπ να φαίνεται να κρατάει «και το καρπούζι και το μαχαίρι».