Η δολοφονία του Τσάρλι Κερκ αποτέλεσε ένα ακόμη βαθύ τραύμα στην ήδη πολωμένη αμερικανική κοινωνία. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα από τον θάνατό του, οι πολιτικές παρατάξεις είχαν ήδη περιχαρακωθεί στις διαμετρικά αντίθετες αφηγήσεις τους, αποτυπώνοντας μια εθνική πραγματικότητα όπου η ενότητα μοιάζει μακρινή και απίθανη.
Παρά τις εκκλήσεις για ηρεμία, όπως αυτή του κυβερνήτη της Γιούτα, Σπένσερ Κοξ, ο οποίος κάλεσε τους πολίτες να «αποσυνδεθούν από τα social media και να κάνουν καλό στην κοινότητα», η ελπίδα για συνεννόηση δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Οι δομές που καθορίζουν τη σύγχρονη πολιτική και μιντιακή πραγματικότητα των ΗΠΑ ενισχύουν τον διχασμό. Οι υποψήφιοι επιβραβεύονται όταν απευθύνονται στο σκληροπυρηνικό κοινό τους, ενώ τα μέσα ενημέρωσης αμείβονται όταν προκαλούν ένταση και οργή. Σε αυτό το πλαίσιο, οι φωνές που προτείνουν μετριοπάθεια περιθωριοποιούνται.
Η πολιτική βία δεν είναι νέο φαινόμενο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα, πρόεδροι, πολιτικοί και ακτιβιστές έχουν γίνει στόχοι. Οι δολοφονίες των Κένεντι, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, οι απόπειρες κατά του Τζέραλντ Φορντ και του Ρόναλντ Ρίγκαν, καθώς και οι πιο πρόσφατες επιθέσεις κατά πολιτικών προσώπων, αποδεικνύουν ότι η βία χρησιμοποιείται επανειλημμένα ως εργαλείο πολιτικής έκφρασης.
Τα social media ενισχύουν την πόλωση
Ωστόσο, αυτό που διαφοροποιεί τη σημερινή εποχή από τις προηγούμενες, είναι ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ο κυβερνήτης Κοξ κατηγόρησε ανοιχτά τις πλατφόρμες αυτές για άμεση εμπλοκή στις επιθέσεις των τελευταίων ετών, χαρακτηρίζοντας τις επιπτώσεις τους πιο τοξικές και από καρκίνο για την αμερικανική κοινωνία. Παράλληλα, ο Έλον Μασκ υποστήριξε ότι η «ριζοσπαστική αριστερά» πανηγύρισε τον θάνατο του Κερκ και δήλωσε ότι η ενότητα είναι αδύνατη με ανθρώπους που επικροτούν τη βία.
Στο ίδιο κλίμα, νεότερες γενιές πολιτικά ενεργών πολιτών, όπως η πρόεδρος του παραρτήματος του Turning Point USA στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα, ανέφεραν ότι δεν είναι πλέον δυνατός ο διάλογος ανάμεσα σε άτομα με αντίθετες πολιτικές απόψεις, γεγονός που χαρακτηρίστηκε ως τραγικό.
Ο Κερκ, αν και αυτοπαρουσιαζόταν ως υπερασπιστής της ελευθερίας του λόγου, συχνά κατηγορούνταν ότι συνέβαλε στον πολιτικό διχασμό με τις ακραίες δηλώσεις του που όχι μόνο ήταν πρακτικά αδύνατο να βρίσκουν πάντα σύμφωνο το ακροατήριό του, αλλά δημιουργούσαν και έτρεφαν περισσότερο μίσος και αντίδραση. Ο θάνατός του, αντί να ανοίξει δρόμο για συμφιλίωση, φαίνεται πως οδήγησε σε περαιτέρω σκλήρυνση των θέσεων.
Προσπάθειες εξήγησης του ακραίου διχασμού
Στη δημόσια σφαίρα, το αφήγημα διχάζεται. Από τη μία πλευρά, εξετάζεται η πιθανότητα ο δράστης να είχε ριζοσπαστικοποιηθεί από διαδικτυακές κοινότητες. Από την άλλη, υποστηρίζεται ότι πρόκειται για οργανωμένη επίθεση της αριστεράς. Η ιδέα της συνεννόησης δεν τίθεται ως προτεραιότητα από καμία πλευρά.
Ερευνητές του φαινομένου του εξτρεμισμού επισημαίνουν ότι η σημερινή πόλωση δεν εξηγείται επαρκώς από τον παραδοσιακό διαχωρισμό μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Προτείνεται αντ’ αυτού να εξεταστούν τα βαθύτερα αίτια που καθιστούν μεγάλο μέρος της κοινωνίας «μη κυβερνήσιμο».
Η ανάγκη για αποκλιμάκωση χαρακτηρίζεται επιτακτική, όμως θεωρείται ότι απαιτείται περισσότερο θάρρος απ’ όσο επιδεικνύεται σήμερα από την πολιτική ηγεσία, η οποία όχι μόνο δεν φαίνεται να κινείται πιο διπλωματικά και καθησυχαστικά αλλά σε κάποιες περιπτώσεις ενισχύει τα κομματικά φαινόμενα αντίδρασης που πυροδοτούν επιπλέον αντιδράσεις.
Ο σημερινός πρόεδρος δεν ανταποκρίνεται σε ρόλο συμφιλίωσης
Σε αυτό το πλαίσιο, τίθεται το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει πολιτική ηγεσία ικανή να αποδεσμεύσει τη χώρα από τη δυναμική των αλγορίθμων που ενισχύουν τον φανατισμό και να προωθήσει τη συμφιλίωση. Αναλυτές επισημαίνουν ότι, ιστορικά, μόνο ένας πρόεδρος έχει τη δύναμη να συντονίσει μια τέτοια αλλαγή.
Όμως, ο σημερινός πρόεδρος δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται σε αυτό τον ρόλο. Ο Ντόναλντ Τραμπ, τόσο στις δημόσιες τοποθετήσεις του όσο και στη ρητορική του μετά τη δολοφονία του Κερκ, επέλεξε να κατηγορήσει συνολικά τη «ριζοσπαστική αριστερά» για πολιτική βία, ενισχύοντας τη ρητορική της σύγκρουσης.
Οι δηλώσεις του επαναλήφθηκαν και από αξιωματούχους του Λευκού Οίκου, όπως ο Στίβεν Μίλερ, ο οποίος δεσμεύτηκε ότι η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα για να διαλύσει τα υποτιθέμενα δίκτυα πίσω από τη βία. Οι προτροπές αυτές έχουν οδηγήσει σε αμέτρητες διώξεις και απολύσεις επικριτών του Κερκ, τόσο από το δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Την ίδια στιγμή, πολυετείς έρευνες για πολιτικά υποκινούμενη βία δείχνουν ότι οι περισσότερες σχετικές ενέργειες προέρχονται από την ακροδεξιά, αν και τονίζεται ότι απαιτούνται επιπλέον δεδομένα για οριστικά συμπεράσματα.
Οι περιπτώσεις απολύσεων Κόλμπερτ και Κίμελ
Ταυτόχρονα φαινόμενα φίμωσης πολιτικών σχολιαστών και παρουσιαστών σε μεγάλα αμερικανικά ΜΜΕ, ακόμα και με εντολές απόλυσης, μέσω παρασκηνιακού επηρρεασμού σταθμών και καναλιών, ώστε να διωχθούν ανεπιθύμητοι που δεν ταιριάζουν με το κυβερνητικό αφήγημα, δημιουργούν επιπλέον ανησυχίες. Οι πρόσφατες περιπτώσεις Κόλμπερτ και Κίμελ μόνο τυχαίες δεν μπορούν να θεωρηθούν και δεν μοιάζουν να οφείλονται «σε έλλειψη δημοσιογραφικού ταλέντου και ακριβά συμβόλαια», όπως επεχείρησε να εξηγήσει ο Αμερικανός πρόεδρος σε ανάρτησή του στο Truth Social.
Παρά τις απαισιόδοξες διαπιστώσεις, ορισμένοι πολιτικοί και σχολιαστές επιχειρούν να αντλήσουν ελπίδα από το παρελθόν. Υπενθυμίζεται ότι ακόμη και κατά τις πιο σκοτεινές περιόδους, όπως τα χρόνια του πολέμου στο Βιετνάμ και του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν τελικά να προχωρήσουν. Τονίζεται επίσης η πρόοδος που έχει σημειωθεί σε κοινωνικά ζητήματα, όπως τα φυλετικά δικαιώματα.
Ωστόσο, η έξοδος από τη σημερινή κρίση δεν είναι ορατή. Η χώρα μοιάζει παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο, όπου η κάθε τραγωδία χρησιμοποιείται για να ενισχύσει την ιδεολογική γραμμή του εκάστοτε στρατοπέδου. Και όσο το πολιτικό σύστημα συνεχίζει να ανταμείβει την πόλωση αντί για τη συνεργασία, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και του διαλόγου θα παραμένει άπιαστος στόχος.