Μπορεί στις ΗΠΑ, η βιομηχανική πολιτική να θεωρούνταν απαράδεκτη, ωστόσο, υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, η αμερικανική κυβέρνηση συμμετέχει σε όλο και περισσότερες εταιρείες. Ο Τραμπ εξετάζει πλέον ακόμη και τη δημιουργία ενός δικού του κρατικού ταμείου. Παρόλα αυτά, στην πραγματικότητα δεν έχει χρήματα για να το κάνει πράξη.
Στις ΗΠΑ, στην πιθανότατα πιο καπιταλιστική χώρα του κόσμου, υπάρχει ένα μάντρα που άντεξε για πολλές δεκαετίες, σημειώνει η Die Welt: όσο το δυνατόν περισσότερη επιχειρηματική ελευθερία, όσο το δυνατόν μικρότερη κρατική παρέμβαση. Στις ΗΠΑ, συχνά παρακολουθούν με έκπληξη την πίστη στο κράτος, που επικρατεί σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία. Κατά κανόνα.
Στην πραγματικότητα, στις Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίζεται πρόσφατα μια εναλλακτική μορφή οικονομικής δραστηριότητας, την οποία ορισμένοι οικονομολόγοι έχουν ήδη χαρακτηρίσει ως κρατικό καπιταλισμό. Επικεφαλής της είναι, όχι τυχαία, ο Ντόναλντ Τραμπ. Το πιο γνωστό μέχρι στιγμής παράδειγμα της οικονομικής πολιτικής του Τραμπ 2.0 είναι η εταιρεία κατασκευής μικροτσίπ Intel. Μέσω της κρατικής εισόδου, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έγινε ο μεγαλύτερος μέτοχος και κατέχει πλέον 10%. Ο Τραμπ απαίτησε, και έλαβε, μια συμμετοχή με αντάλλαγμα 11 δισεκατομμύρια κρατικές επιδοτήσεις.
Το υπόβαθρο της συμφωνίας στην προκειμένη περίπτωση είναι ο ανταγωνισμός με την Κίνα και ο αγώνας για την κυριαρχία στην τεχνητή νοημοσύνη. Για τον σκοπό αυτό, ο Τραμπ θέλει κυρίως να ενισχύσει την παραγωγή μικροτσίπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ώστε να γίνει πιο ανεξάρτητος από την Ταϊβάν. Η βιομηχανία μικροτσίπ μπορεί να αποτελεί μια ειδική περίπτωση – αλλά δεν είναι εξαίρεση στα σχέδια του Τραμπ.
Ο κρατικός καπιταλισμός 2.0 σε όλο και περισσότερους τομείς
Ακόμη και σε μεγάλες εταιρείες εξοπλισμών όπως η Lockheed Martin, η κυβέρνηση Τραμπ έχει υποσχεθεί κρατική συμμετοχή. Το επιχείρημα: η κυβέρνηση των ΗΠΑ και, κατά συνέπεια, ο φορολογούμενος, αποτελούν ήδη το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας. «Η Lockheed Martin έχει 97% του τζίρου της από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, είναι ουσιαστικά μια επέκταση του βραχίονα της κυβέρνησης», δήλωσε πρόσφατα ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λούτνικ στο CNBC.
Το γεγονός ότι αυτή η λογική θα μπορούσε να γίνει ευρέως αποδεκτή προκαλεί πονοκέφαλο σε πολλούς Αμερικανούς μάνατζερ – όχι μόνο στον κλάδο των εξοπλισμών. Παρόμοια επιχειρήματα θα μπορούσαν τελικά να ισχύσουν και για τις κυρίαρχες εταιρείες ΑΙ. Ήδη, η κυβέρνηση Τραμπ απαιτεί από τους κατασκευαστές μικροτσίπ και τους κερδισμένους της ΑΙ, Nvidia και AMD, την καταβολή του 15% των εσόδων που επιτυγχάνουν στην Κίνα. Προς το παρόν δεν υπάρχει νομική βάση γι’ αυτό, υπενθυμίζει η Die Welt.
Πρόσφατα, το αμερικανικό κράτος εισήλθε και στον τομέα των εξορύξεων και απέκτησε συμμετοχή στην καλιφορνέζικη εταιρεία Mountain Pass, η οποία εξορύσσει οξείδιο του δημητρίου και άλλες σπάνιες γαίες στην Έρημο Μοχάβε: πρώτες ύλες εξαιρετικά σημαντικές για τον τεχνολογικό τομέα και την κατασκευή ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Κάποιοι εμπλεκόμενοι, σύμφωνα με τους Financial Times, επικρίνουν το εγχείρημα, λέγοντας ότι θυμίζει τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Πράγματι, η Κίνα είναι άμεσος ανταγωνιστής και στις σπάνιες γαίες, με τις ΗΠΑ να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις προμήθειές της. Ωστόσο, η κριτική από τον κλάδο λέει ότι κανείς στις ΗΠΑ δεν μπορεί να θέλει μια κρατικά υποστηριζόμενη και κατευθυνόμενη βιομηχανία, όπως αυτή του αντιπάλου.
Η νέα στρατηγική του Τραμπ είναι πράγματι ένα πολιτισμικό σοκ για τους Αμερικανούς. Οι ΗΠΑ ήταν ανέκαθεν ένα καταφύγιο της ελεύθερης οικονομίας και της χαμηλής ρύθμισης. Η υποστήριξη για τον πρόεδρο έρχεται επομένως από μια ασυνήθιστη πλευρά: Ο Μπέρνι Σάντερς, ένας έντονος επικριτής του Τραμπ και αριστερός Δημοκρατικός, υποστηρίζει ρητά την κρατική είσοδο.
Οι οικονομολόγοι είναι πιο επικριτικοί: «Οι κρατικές συμμετοχές σε εταιρείες είναι προβληματικές για πολλούς λόγους», λέει ο Κλέμενς Φουστ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Ifo, στη WELT AM SONNTAG. Ο ίδιος βλέπει με σκεπτικισμό περαιτέρω εισόδους της κυβέρνησης των ΗΠΑ. «Είναι ένα εργαλείο που έχει νόημα κυρίως σε περιόδους κρίσης, αλλά όχι κατά τα άλλα». Η Σαμίνα Σουλτάν, από την άλλη πλευρά, μπορεί τουλάχιστον εν μέρει να κατανοήσει τα σχέδια. «Υπάρχουν σίγουρα λόγοι, όπως η εθνική ασφάλεια, για τους οποίους η συμμετοχή στην Intel μπορεί να έχει νόημα», λέει η ειδικός στο εξωτερικό εμπόριο στο Ινστιτούτο της Γερμανικής Οικονομίας (IW). Υπενθυμίζει τις γενναιόδωρες χρηματοδοτήσεις, που είχε ήδη διανείμει ο προκάτοχος του Τραμπ, Τζο Μπάιντεν, στους κατασκευαστές μικροτσίπ. «Προβληματική είναι όμως η συνολική εικόνα του τρόπου με τον οποίο η τωρινή κυβέρνηση των ΗΠΑ παρεμβαίνει στον ιδιωτικό τομέα», λέει.
Η Σουλτάν βλέπει μια ρήξη με την παραδοσιακή θέση των ΗΠΑ ως υπέρμαχων της ελεύθερης αγοράς. «Με φόντο τις συχνά άτακτες ενέργειες του προέδρου των ΗΠΑ, είναι απίθανο πίσω από τη συμμετοχή στην Intel να υπάρχει ένα στρατηγικά καλά μελετημένο σχέδιο που θα επιτρέψει στην εταιρεία να αποκτήσει ξανά κέρδη μακροπρόθεσμα με δικές της δυνάμεις», λέει.
Το σχέδιο για κρατικό ταμείο και το πρόβλημα του χρέους
Αλλά τι συμβαίνει όταν οι εταιρείες με κρατική συμμετοχή δεν αποδίδουν κέρδη; «Σε αυτή την περίπτωση, είναι αρκετά πιθανό το κράτος, και κατά συνέπεια οι φορολογούμενοι, να αναλάβουν τις ζημίες», λέει η Σουλτάν. Ωστόσο, οι κρατικές διασώσεις στις ΗΠΑ είναι πιο ασυνήθιστες απ’ ό,τι στην Ευρώπη. Στο παρελθόν, συζήτηση για τα χρήματα των φορολογουμένων γινόταν μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, όπως με τις μεγάλες τράπεζες που χαρακτηρίστηκαν συστημικά σημαντικές κατά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.
Ή με την General Motors: Σε αυτή την αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία αντιμετώπισε δυσκολίες στον απόηχο της τότε κρίσης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανέλαβε μερίδιο περίπου 60%. Στο τέλος, 12.000εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους και οι φορολογούμενοι περίπου 12 δισ. δολάρια.
Έτσι, τα νεότερα σχέδια της κυβέρνησης Τραμπ αντιμετωπίζουν κριτική ακόμη και από τους κομματικούς του φίλους. Ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί, όπως ο γερουσιαστής Rand Paul από το Κεντάκι, βλέπουν «σοσιαλισμό» πίσω από την κρατική συμμετοχή στην Intel. Και τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης βλέπουν τα σχέδια του Τραμπ με κριτικό μάτι: Ο πρόεδρος θέλει να παρέμβει βαθιά στην αμερικανική οικονομία με μεθόδους κρατικοδίαιτης οικονομίας – ωστόσο, για να της προσδώσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στις διεθνείς αγορές και να κάνει το κράτος μέτοχο στα κέρδη, σύμφωνα με την ερμηνεία σχολιαστών κοντά στον Τραμπ. Ταυτόχρονα, μέσω του Κρατικού Καπιταλισμού 2.0, αυξάνεται η προσωπική εξουσία του Τραμπ και του περιβάλλοντός του.
Μεγαλύτερη, ωστόσο, είναι η αποδοχή του σχεδίου του Τραμπ να δημιουργήσει ένα είδος νέου κρατικού ταμείου πλούτου. Το πρότυπο είναι χώρες όπως η Νορβηγία ή η Σαουδική Αραβία, όπου οι πολίτες επωφελούνται από τα κέρδη των κρατικών επενδύσεων και έτσι, για παράδειγμα, αποσυμφορίζεται το συνταξιοδοτικό σύστημα. Αν και στις ΗΠΑ ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού εξασφαλίζει ιδιωτικά τα γηρατειά του απ’ ό,τι, για παράδειγμα, στη Γερμανία. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι δεν υπάρχει νόμιμο συνταξιοδοτικό σύστημα που να προστατεύει σοβαρά από τη φτώχεια κατά την τρίτη ηλικία για πολλές επαγγελματικές ομάδες.
Τα ήδη υπάρχοντα συνταξιοδοτικά ταμεία που λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο, διαχειρίζονται ως επί το πλείστον από χρηματοπιστωτικούς παρόχους όπως η Vanguard. Ωστόσο, ένα αμερικανικό κρατικό ταμείο δεν θα γεμιζόταν από γενναιόδωρα κέρδη από κοιτάσματα πετρελαίου, αλλά από χρέη. Ένα παρόμοιο σχέδιο είχε κάποτε και ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ, με το «Κεφάλαιο Γενεών». Όμως το σχέδιο της «κρατικής μετοχικής σύνταξης» δεν προχώρησε, επειδή η κυβέρνηση κατέρρευσε πριν από την ίδρυση του ταμείου.
Η κατάσταση στην Αμερική είναι ανησυχητική κυρίως επειδή οι ΗΠΑ είναι υπερχρεωμένες εδώ και χρόνια. Μόλις στα τέλη του 2024, το «shutdown» –δηλαδή το κλείσιμο της κυβέρνησης, λόγω έλλειψης χρημάτων– αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή: Ωστόσο, ο κίνδυνος να υπάρξει σύντομα νέα κλιμάκωση δεν έχει αποτραπεί – αντιθέτως: Το κρατικό χρέος έχει υπερδιπλασιαστεί μέσα σε μια δεκαετία. Ακόμη και υπό τον Ντόναλντ Τραμπ – ο οποίος είχε υποσχεθεί το αντίθετο – συνεχίζει να αυξάνεται.
Το χρέος ανέρχεται πλέον στα 37 τρισ. δολάρια. Αντίστοιχα, αυξάνεται και το βάρος των τόκων. Φέτος αναμένεται να καταβληθούν τόκοι ύψους 794 δισ. δολαρίων. Αν συνεχιστεί έτσι, σύντομα μπορεί να ξεπεραστεί το όριο του 1 τρισ. δολαρίων. Αν η Ουάσιγκτον όντως δημιουργούσε ένα κρατικό ταμείο, θα αγόραζε τις μετοχές με δάνειο.