Μέτρα που είναι κρίσιμα για τη βιωσιμότητα των προϋπολογισμών αλλά επιφέρουν τεράστιο πολιτικό κόστος παλεύουν να περάσουν τα ισχυρότερα κράτη της Ευρώπης. Παγιδευμένες στις Συμπληγάδες του κοινοβουλίου και αγορών, οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Γερμανίας προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα σκληρό διαπραγματευτικό παιχνίδι. Στο επίκεντρο βρίσκονται η φορολόγηση των υψηλότερων εισοδημάτων και οι συντάξεις.
Στη Γαλλία απορρίφθηκαν και οι δυο εκδοχές του «φόρου Ζίκμαν» για τους πλουσίους και «μπήκε στο συρτάρι» επίμαχη μεταρρύθμιση για την αύξηση του κατώτατου ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη μέχρι το 2027. Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Σεμπαστιάν Λεκορνί, βρίσκεται σε πυρετό διαπραγματεύσεων με τους Σοσιαλιστές για να βρεθεί μια κοινώς αποδεκτή φόρμουλα για τον προϋπολογισμό που μένει μετέωρος για το 2026.
Στη Βρετανία, η υπουργός Οικονομικών μελετά μια δέσμη φορολογικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένου ενός «τέλους εξόδου» για τους εύπορους πολίτες που επιθυμούν να εγκαταλείψουν τη χώρα και αυξήσεων στους φόρους των ακριβών κατοικιών. Σκοπός της Ρέιτσελ Ριβς είναι να αυξήσει τα δημόσια έσοδα αλλά και να θωρακίσει το «προφίλ» της κυβέρνησης των Εργατικών, οι οποίοι δέχονται μεγάλο σφυροκόπημα στις δημοσκοπήσεις ενάμιση χρόνο μετά τη θριαμβευτική εκλογική νίκη τους.
Αντάρτικο σηκώνουν οι νέοι της Χριστιανικής Ένωσης στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση
Εύθραυστος είναι, επίσης, ο κυβερνητικός συνασπισμός της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) και των Σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία. Το νομοσχέδιο για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς απειλείται από μια ομάδα 18 νεαρών κοινοβουλευτικών μελών της Χριστιανικής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του 28χρόνου Γιοχάνες Φόλμαν που είναι εγγονός του Χέλμουτ Κολ. Οι νέοι πολιτικοί αντιδρούν σε πρόταση του νομοσχεδίου που θέλει τη βασική σύνταξη να φτάνει στο 48% των πρότερων εισοδημάτων μέχρι το 2031.
Βασικό τους επιχείρημα είναι ότι οδηγεί σε πρόσθετες ετήσιες δαπάνες 10 με 15 δισ. ευρώ που θα πρέπει να καλυφθούν από τις επόμενες γενιές. Με αυτήν την πρόταση, όμως, ο Μερτζ κατάφερε να γεφυρώσει το χάσμα με τους Σοσιαλδημοκράτες. Εάν ανακαλεστεί τότε μπορεί να καταρρεύσει ολόκληρη η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση της χώρας.
Δεν είναι να απορεί κανείς που το ένα τρίτο των ψηφοφόρων στη Γερμανία εκτιμά πως αυτός ο κυβερνητικός συνασπισμός δεν θα καταφέρει να επιβιώσει μέχρι την ολοκλήρωση της θητείας του, το 2029, σύμφωνα με δημοσκόπηση που διενήργησε η Insa για την εφημερίδα Bild. Εκτός των άλλων, η Γερμανία βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση λόγω του ενεργειακού κόστους που παραμένει υψηλό σχεδόν μια τετραετία μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και των δασμών που έχουν επιβληθεί από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Κλάδοι της χώρας, όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι όμιλοι χημικών, κινδυνεύουν σε οδηγηθούν σε αδιέξοδο καθώς ανατρέπονται οι ισορροπίες στο παγκόσμιο εμπόριο.
Γαλλία και Βρετανία απέναντι στον «εχθρό» του υψηλού δημοσίου χρέους
Ωστόσο, η Γαλλία και η Βρετανία αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες προκλήσεις καθώς καλούνται να διαχειριστούν ένα υπέρογκο δημόσιο χρέος και ένα διογκούμενο δημοσιονομικό έλλειμμα. Με τις υποχρεώσεις του γαλλικού δημοσίου να έχουν κορυφωθεί στο 113% με 114% του ΑΕΠ και να εκτιμάται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πως θα φτάσουν στο 116% του ΑΕΠ, οι επενδυτές ζητούν απόδοση άνω του 3,4% για να κρατήσουν τα 10ετή ομόλογα της χώρας.
Όπως επισημαίνουν αναλυτές στο πρακτορείο Bloomberg, το χειρότερο σενάριο για τα γαλλικά ομόλογα θα ήταν η παραίτηση του Προέδρου Μακρόν. Το δεύτερο χειρότερο θα ήταν μία ακόμη κατάρρευση της κυβέρνησης που θα οδηγούσε σε πρόωρες εκλογές. Ακόμη και αν δεν επιβεβαιωθεί κανένα από τα δύο, τα διαρκή πολιτικά και δημοσιονομικά ζητήματα στη χώρα καταδεικνύουν πόσο δύσκολο είναι να μπορέσει η κυβέρνηση να τιθασεύσει το έλλειμμα, το οποίο μπορεί να φτάσει το 6% του ΑΕΠ το 2026.
Οι συμβιβασμοί του Λεκορνί
Ο Λεκορνί αναγκάστηκε να περιορίσει τα μέτρα στον προϋπολογισμό από τα 44 δισ. ευρώ του προκατόχου του, Φρανσουά Μπαϊρού, στα 30 δισ. ευρώ ώστε να κερδίσει τη συναίνεση των Σοσιαλιστών και έτσι να αποφευχθεί η κήρυξη νέων, πρόωρων εκλογών μόλις ενάμιση χρόνο μετά τις προηγούμενες.
Ήδη πέρασαν 2.500 τροπολογίες την περασμένη εβδομάδα για τον προϋπολογισμό του 2026, απορρίπτοντας τον «φόρο Ζικμάν» για τη φορολόγηση περιουσιών άνω των 100 εκατ. ευρώ με 2% ή με 3% τις περιουσίες άνω των 10 εκατ. ευρώ που προτάθηκε ως εναλλακτική. Σε αυτή τη φάση, η κυβέρνηση Λεκορνί συνομιλεί κεκλεισμένων των θυρών με μέλη του κοινοβουλίου για να αποφύγει τη μοίρα όχι μόνον του Μπαϊρού αλλά και όλων των υπολοίπων έξι πρωθυπουργών του Εμανουέλ Μακρόν που έχουν παραιτηθεί από το 2017.
Τα σχέδια της Ριβς και η άνοδος της ακροδεξιάς
Παρόμοια είναι η κατάσταση στη Βρετανία, με το 10ετές κόστος δανεισμού να κινείται στο 4,4% που ναι μεν είναι το χαμηλότερο από τον Δεκέμβριο του 2024 αλλά θεαματικά υψηλότερο από το 3,14% προ τριετίας. Η υπουργός Οικονομικών κρατά χαμηλούς τόνους για τα επόμενα φορολογικά μέτρα, αναμένοντας τον τελικό απολογισμό για το ύψος των εσόδων που απαιτούνται για τον επόμενο προϋπολογισμό. Οι αρχικές εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ένα δημοσιονομικό κενό 35 δισ. στερλινών, με το δημόσιο χρέος να υπερβαίνει το 95% του ΑΕΠ.
Αν και η κυβέρνηση των Εργατικών έχει ήδη δεχτεί κριτική για την κατάργηση του καθεστώτος Non-Dom που προέβλεπε ευνοϊκή φορολογία για τους πλούσιους κατοίκους του εξωτερικού, πληροφορίες θέλουν την Ρέιτσελ Ριβς να μην αποκλείει την αύξηση των φορών στα ακριβά ακίνητα ή τη φορολόγηση ακόμη και με 20% όσων Βρετανών με περιουσίες θα θελήσουν να αποχωρήσουν από τη χώρα, σύμφωνα με δημοσίευμα των Times.
Η κρισιμότητα των μέτρων αυτών καθρεπτίζεται μόνον από τις δυσκολίες των μετριοπαθών κομμάτων να βρουν μια μέση οδό προς όφελος της ακροδεξιάς. Δεν είναι τυχαίο που τα ποσοστά της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), της Εθνικής Συσπείρωσης στη Γαλλία και του Reform UK στη Βρετανία έχουν ενισχυθεί σε μια περίοδο κλιμακώνονται οι πιέσεις στους προϋπολογισμούς και τις κοινωνίες.