Η Ελβετία βρίσκεται ένα βήμα πριν εξασφαλίσει σημαντική ελάφρυνση στους δασμούς Τραμπ, καθώς Ουάσιγκτον και Βέρνη φαίνεται να πλησιάζουν σε συμφωνία για τη μείωση του επιβαλλόμενου τέλους στο 15%. Η εξέλιξη θα αποτελούσε μεγάλη ανάσα για τη χώρα, που από τον Αύγουστο υπέστη έναν εξαιρετικά βαρύ δασμό 39% στις εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ — τον υψηλότερο που έχει επιβληθεί ποτέ σε ανεπτυγμένο κράτος.
Σύμφωνα με πηγές που μίλησαν στο Bloomberg, η συμφωνία ενδέχεται να ολοκληρωθεί μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες. Ωστόσο, προειδοποιούν ότι τίποτα δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί και οι διαπραγματεύσεις μπορεί να καταρρεύσουν, όπως συνέβη στα τέλη Ιουλίου, όταν οι συνομιλίες ανάμεσα στους διαπραγματευτές των δύο πλευρών οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο.
Εκπρόσωπος της ελβετικής κυβέρνησης αρνήθηκε να σχολιάσει, όπως και ο Λευκός Οίκος, ενώ το Γραφείο του Αμερικανού Εμπορικού Αντιπροσώπου δεν απάντησε άμεσα σε αιτήματα για δηλώσεις.
Η πορεία προς τη συμφωνία
Οι προηγούμενες διαπραγματεύσεις είχαν λήξει με την Ελβετία να βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν τιμωρητικό δασμό 39%, αποτέλεσμα της απόφασης του Ντόναλντ Τραμπ να τιμωρήσει χώρες με υψηλά εμπορικά πλεονάσματα έναντι των ΗΠΑ. Η Ελβετία, που εξάγει πολυτελή προϊόντα, φάρμακα και ρολόγια, επλήγη περισσότερο από κάθε άλλη ανεπτυγμένη οικονομία.
Έκτοτε, η κυβέρνηση στη Βέρνη προσπαθεί να επιτύχει καλύτερους όρους. Η προσπάθεια αυτή επιταχύνθηκε την περασμένη εβδομάδα, όταν ομάδα Ελβετών δισεκατομμυριούχων και κορυφαίων επιχειρηματιών συναντήθηκε με τον Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο. Μεταξύ αυτών, σύμφωνα με πληροφορίες, βρέθηκαν στελέχη της Rolex και της Partners Group, που μετέφεραν προσωπικά στον Αμερικανό πρόεδρο τις ανησυχίες τους για τον αντίκτυπο των δασμών.
Η συνάντηση φέρεται να πήγε εξαιρετικά καλά, σε τέτοιο βαθμό που ο Τραμπ έδωσε άμεσα εντολή στον Εμπορικό Αντιπρόσωπο των ΗΠΑ, Τζέιμιζον Γκριρ, να εντείνει τις διαπραγματεύσεις με τους Ελβετούς ομολόγους του. Οι συνομιλίες συνεχίστηκαν σε θετικό κλίμα την Παρασκευή, με στόχο μια συμφωνία που θα μπορούσε να ανακοινωθεί μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου.
Πίσω από τη διπλωματική κινητικότητα, εξηγεί το Bloomberg, βρίσκεται η επικεφαλής εμπορικής πολιτικής της Ελβετίας, Ελένε Μπουντλίγκερ Αρτιέντα, η οποία έχει πραγματοποιήσει αλλεπάλληλα ταξίδια στην Ουάσιγκτον τις τελευταίες εβδομάδες, συνδυάζοντας τις επίσημες συνομιλίες με μια «επιχειρηματική επίθεση γοητείας» από τον ελβετικό ιδιωτικό τομέα.
Εάν επιτευχθεί συμφωνία στο 15%, το ποσοστό αυτό θα ευθυγραμμιστεί με τον δασμό που ισχύει ήδη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποκαθιστώντας έτσι ένα στοιχειώδες επίπεδο ισότητας στις εμπορικές σχέσεις της Ελβετίας με τις ΗΠΑ. Παράλληλα, θα ανακουφίσει σημαντικά τους εξαγωγικούς κλάδους της χώρας, από τα ρολόγια μέχρι τα φαρμακευτικά προϊόντα.
Η επιβολή του 39% την 1η Αυγούστου -ημέρα της εθνικής εορτής της Ελβετίας- θεωρήθηκε μεγάλη προσβολή, καθώς πολλοί αξιωματούχοι στη Βέρνη πίστευαν πως είχαν ήδη συμφωνήσει σε καλύτερους όρους με την Ουάσιγκτον, οι οποίοι απλώς περίμεναν την τελική έγκριση του Τραμπ. Η αιφνιδιαστική ανακοίνωση προκάλεσε σοκ στις αγορές και έντονες αντιδράσεις από τον επιχειρηματικό κόσμο.
Ο αρχικός δασμός συνδέθηκε με την άποψη του Τραμπ ότι υπάρχει «αθέμιτο εμπορικό έλλειμμα» ύψους περίπου 40 δισ. δολαρίων σε βάρος των ΗΠΑ, καθώς οι εισαγωγές ελβετικών αγαθών υπερτερούν σημαντικά των αμερικανικών εξαγωγών προς τη χώρα. Οι Ελβετοί είχαν αντιτάξει ότι το έλλειμμα αυτό αντισταθμίζεται από τις εισαγωγές υπηρεσιών, όμως τα επιχειρήματά τους δεν βρήκαν ανταπόκριση.
Η ζημιά στην πραγματική οικονομία έχει ήδη αρχίσει να γίνεται αισθητή. Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας προειδοποιεί ότι οι προοπτικές «έχουν επιδεινωθεί σημαντικά» λόγω των αυξημένων αμερικανικών δασμών, ενώ τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομία πιθανότατα συρρικνώθηκε το τρίτο τρίμηνο. Η ανεργία, αν και παραμένει χαμηλή σε σχέση με τα διεθνή δεδομένα, έχει φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων ετών.
Η επόμενη μέρα
Η επίτευξη συμφωνίας με τις ΗΠΑ θα αποτελούσε πολιτικό και οικονομικό θρίαμβο για τη Βέρνη, αλλά και ένδειξη ότι ο Τραμπ είναι διατεθειμένος να επιδείξει ευελιξία απέναντι σε παραδοσιακούς συμμάχους. Αντιθέτως, αποτυχία των συνομιλιών θα επιβάρυνε περαιτέρω τις σχέσεις με την Ουάσιγκτον και θα αύξανε την πίεση στις ελβετικές επιχειρήσεις.
Προς το παρόν, η προσοχή στρέφεται στο επόμενο δεκαπενθήμερο, όταν αναμένεται να φανεί αν η πολυπόθητη μείωση στο 15% θα γίνει πραγματικότητα ή θα αποδειχθεί ακόμη μια χαμένη ευκαιρία για την Ελβετία.