Κοντά σε deal ΗΠΑ-Ελβετίας για μείωση δασμών από το 39%

Ο Τραμπ επιβεβαίωσε ότι οι δασμοί που επέβαλε τον Αύγουστο ενδέχεται να μειωθούν στο 15%, μετά τις αντιδράσεις των βιομηχάνων στην Ελβετία

Ντόναλντ Τραμπ © EPA/VINCENT THIAN

ΗΠΑ και Ελβετία βρίσκονται κοντά στην υπογραφή εμπορικής συμφωνίας που θα μειώσει σημαντικά τους δασμούς του 39% που είχε επιβάλει ο πρόεδρος Donald Trump τον Αύγουστο. Η πρόταση προβλέπει τη μείωση του δασμού στο 15%, ευθυγραμμίζοντάς τον με τα επίπεδα που ισχύουν για τις εξαγωγές της ΕΕ στις ΗΠΑ.

Η πρωτοβουλία έρχεται μετά από έντονες αντιδράσεις ελβετικών επιχειρήσεων, κυρίως στον τομέα των ρολογιών, κοσμημάτων, μηχανημάτων, σοκολάτας, ηλεκτρονικών και φαρμακευτικών προϊόντων, που επηρεάστηκαν σημαντικά από τον αρχικό δασμό, μεταδίδει το CNBC.

Η συμφωνία αναμένεται να ενισχύσει τις διμερείς εμπορικές σχέσεις, να μειώσει το κόστος για τις ελβετικές εξαγωγές και να υποστηρίξει τη διατήρηση της οικονομικής ισορροπίας μεταξύ των δύο χωρών. Οι συνομιλίες διεξάγονται σε τακτική βάση, με τον Ελβετό Υπουργό Οικονομίας Guy Parmelin να βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τις αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ.

Προτεινόμενη μείωση στο 15%

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελβετία βρίσκονται κοντά σε συμφωνία που προβλέπει σημαντική μείωση των δασμών 39% που είχε επιβληθεί τον Αύγουστο. Ο πρόεδρος Donald Trump δήλωσε ότι οι αξιωματούχοι της Λευκής Οικίας εργάζονται για την επίτευξη συμφωνίας «για να μειωθούν λίγο οι δασμοί».

Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, ο δασμός στις ελβετικές εξαγωγές θα μπορούσε να μειωθεί στο 15%, ευθυγραμμίζοντας την μεταχείριση με τις εξαγωγές της ΕΕ στις ΗΠΑ. Η συμφωνία αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός εβδομάδων, αν και οι συνομιλίες παραμένουν εμπιστευτικές.

Αντιδράσεις των Ελβετών βιομηχάνων

Ο αρχικός δασμός είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, ιδίως από επιχειρήσεις όπως οι Swatch Group και Richemont, με την ηγεσία της Breitling να χαρακτηρίζει τον φόρο «τρομερό» για την ελβετική οικονομία. Οι δασμοί 39% ήταν από τους υψηλότερους που επέβαλε φέτος ο Τραμπ κατά τη διεθνή εκστρατεία δασμών, προκαλώντας διαμάχες για τα εμπορικά ισοζύγια.

Το έλλειμμα εμπορικών αγαθών των ΗΠΑ με την Ελβετία ανήλθε πέρυσι στα 38,5 δισ. δολάρια. Η ελβετική κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι η διμερής σχέση παραμένει «σχετικά ισορροπημένη», με πλεονάσματα στις εξαγωγές αγαθών της Ελβετίας και στις υπηρεσίες των ΗΠΑ, χωρίς να εντοπίζονται αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

Η συμφωνία αναμένεται να περιορίσει τις εντάσεις, να ενισχύσει τις ελβετικές εξαγωγές και να διευκολύνει τις επενδύσεις, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι η Ελβετία παραμένει επιτυχημένος εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ.

Η πορεία προς τη συμφωνία

Οι προηγούμενες διαπραγματεύσεις είχαν λήξει με την Ελβετία να βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν τιμωρητικό δασμό 39%, αποτέλεσμα της απόφασης του Ντόναλντ Τραμπ να τιμωρήσει χώρες με υψηλά εμπορικά πλεονάσματα έναντι των ΗΠΑ. Η Ελβετία, που εξάγει πολυτελή προϊόντα, φάρμακα και ρολόγια, επλήγη περισσότερο από κάθε άλλη ανεπτυγμένη οικονομία.

Έκτοτε, η κυβέρνηση στη Βέρνη προσπαθεί να επιτύχει καλύτερους όρους. Η προσπάθεια αυτή επιταχύνθηκε την περασμένη εβδομάδα, όταν ομάδα Ελβετών δισεκατομμυριούχων και κορυφαίων επιχειρηματιών συναντήθηκε με τον Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο. Μεταξύ αυτών, σύμφωνα με πληροφορίες, βρέθηκαν στελέχη της Rolex και της Partners Group, που μετέφεραν προσωπικά στον Αμερικανό πρόεδρο τις ανησυχίες τους για τον αντίκτυπο των δασμών.

Η συνάντηση φέρεται να πήγε εξαιρετικά καλά, σε τέτοιο βαθμό που ο Τραμπ έδωσε άμεσα εντολή στον Εμπορικό Αντιπρόσωπο των ΗΠΑ, Τζέιμιζον Γκριρ, να εντείνει τις διαπραγματεύσεις με τους Ελβετούς ομολόγους του. Οι συνομιλίες συνεχίστηκαν σε θετικό κλίμα την Παρασκευή, με στόχο μια συμφωνία που θα μπορούσε να ανακοινωθεί μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου.

Πίσω από τη διπλωματική κινητικότητα, εξηγεί το Bloomberg, βρίσκεται η επικεφαλής εμπορικής πολιτικής της Ελβετίας, Ελένε Μπουντλίγκερ Αρτιέντα, η οποία έχει πραγματοποιήσει αλλεπάλληλα ταξίδια στην Ουάσιγκτον τις τελευταίες εβδομάδες, συνδυάζοντας τις επίσημες συνομιλίες με μια «επιχειρηματική επίθεση γοητείας» από τον ελβετικό ιδιωτικό τομέα.

Εάν επιτευχθεί συμφωνία στο 15%, το ποσοστό αυτό θα ευθυγραμμιστεί με τον δασμό που ισχύει ήδη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποκαθιστώντας έτσι ένα στοιχειώδες επίπεδο ισότητας στις εμπορικές σχέσεις της Ελβετίας με τις ΗΠΑ. Παράλληλα, θα ανακουφίσει σημαντικά τους εξαγωγικούς κλάδους της χώρας, από τα ρολόγια μέχρι τα φαρμακευτικά προϊόντα.

Η επιβολή του 39% την 1η Αυγούστου -ημέρα της εθνικής εορτής της Ελβετίας- θεωρήθηκε μεγάλη προσβολή, καθώς πολλοί αξιωματούχοι στη Βέρνη πίστευαν πως είχαν ήδη συμφωνήσει σε καλύτερους όρους με την Ουάσιγκτον, οι οποίοι απλώς περίμεναν την τελική έγκριση του Τραμπ. Η αιφνιδιαστική ανακοίνωση προκάλεσε σοκ στις αγορές και έντονες αντιδράσεις από τον επιχειρηματικό κόσμο.

Η επόμενη μέρα

Ο αρχικός δασμός συνδέθηκε με την άποψη του Τραμπ ότι υπάρχει «αθέμιτο εμπορικό έλλειμμα» ύψους περίπου 40 δισ. δολαρίων σε βάρος των ΗΠΑ, καθώς οι εισαγωγές ελβετικών αγαθών υπερτερούν σημαντικά των αμερικανικών εξαγωγών προς τη χώρα. Οι Ελβετοί είχαν αντιτάξει ότι το έλλειμμα αυτό αντισταθμίζεται από τις εισαγωγές υπηρεσιών, όμως τα επιχειρήματά τους δεν βρήκαν ανταπόκριση.

Η ζημιά στην πραγματική οικονομία έχει ήδη αρχίσει να γίνεται αισθητή. Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας προειδοποιεί ότι οι προοπτικές «έχουν επιδεινωθεί σημαντικά» λόγω των αυξημένων αμερικανικών δασμών, ενώ τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομία πιθανότατα συρρικνώθηκε το τρίτο τρίμηνο. Η ανεργία, αν και παραμένει χαμηλή σε σχέση με τα διεθνή δεδομένα, έχει φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων ετών.

Η επίτευξη συμφωνίας με τις ΗΠΑ θα αποτελούσε πολιτικό και οικονομικό θρίαμβο για τη Βέρνη, αλλά και ένδειξη ότι ο Τραμπ είναι διατεθειμένος να επιδείξει ευελιξία απέναντι σε παραδοσιακούς συμμάχους. Αντιθέτως, αποτυχία των συνομιλιών θα επιβάρυνε περαιτέρω τις σχέσεις με την Ουάσιγκτον και θα αύξανε την πίεση στις ελβετικές επιχειρήσεις.

Προς το παρόν, η προσοχή στρέφεται στο επόμενο δεκαπενθήμερο, όταν αναμένεται να φανεί αν η πολυπόθητη μείωση στο 15% θα γίνει πραγματικότητα ή θα αποδειχθεί ακόμη μια χαμένη ευκαιρία για την Ελβετία.