Μια πολύ μικρή μερίδα της παγκόσμιας ελίτ κατέχει τριπλάσιο πλούτο από το φτωχότερο μισό του παγκόσμιου πληθυσμού συνολικά, σύμφωνα με νέα μελέτη που αναδημοσιεύει το Bloomberg.
Λιγότεροι από 60.000 πολυεκατομμυριούχοι, δηλαδή το κορυφαίο 0,001% του πλανήτη, διαθέτουν κατά μέσο όρο σχεδόν 1 δισ. ευρώ ο καθένας, σύμφωνα με ανάλυση του World Inequality Lab και του Γραφείου Έκθεσης Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ.
Αντίθετα, ένα άτομο που ανήκει στο φτωχότερο 50% του πληθυσμού κατέχει κατά μέσο όρο περίπου 6.500 ευρώ.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι παρότι ο παγκόσμιος πλούτος βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, παραμένει εξαιρετικά άνισα κατανεμημένος. Το πλουσιότερο 10% συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μερίδιο του προσωπικού πλούτου και του συνολικού εισοδήματος παγκοσμίως. Προτείνουν οι κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν προοδευτική φορολογία και μεταβιβάσεις πόρων για να μειώσουν την ανισότητα.
H ακραία ανισότητα δεν είναι αναπόφευκτη
Ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο οποίος προλογίζει την έκθεση, γράφει ότι η σημερινή ακραία ανισότητα δεν είναι αναπόφευκτη. Τονίζει ότι η προοδευτική φορολογία, οι ισχυρές κοινωνικές επενδύσεις, τα δίκαια εργασιακά πρότυπα και οι δημοκρατικοί θεσμοί έχουν μειώσει τις ανισότητες στο παρελθόν και μπορούν να το κάνουν ξανά.
Η διάσταση φύλου αποτελεί ακόμη ένα ανησυχητικό σημείο. Όταν συμπεριλαμβάνεται η απλήρωτη εργασία φροντίδας και σπιτιού, οι γυναίκες καταλήγουν να κερδίζουν μόλις το ένα τρίτο από όσα κερδίζουν οι άνδρες ανά ώρα. Η διαφορά αυτή φωτίζει ένα κομμάτι της οικονομίας που παραμένει αόρατο αλλά καθοριστικό.
Η μελέτη αναφέρει επίσης ότι οι γυναίκες κερδίζουν μόλις το 32% του ωρομισθίου των ανδρών όταν λαμβάνεται υπόψη η απλήρωτη οικιακή και φροντιστική εργασία, σε σύγκριση με 62% όταν αυτά τα στοιχεία δεν υπολογίζονται.
Η μελέτη λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η συγκέντρωση πλούτου δεν είναι απλώς οικονομικός δείκτης αλλά κοινωνικό φαινόμενο με βαθιές επιπτώσεις: περιορισμένες ευκαιρίες, λιγότερη κοινωνική κινητικότητα και ένα παγκόσμιο σύστημα που μοιάζει να ευνοεί ελάχιστους σε βάρος της πλειοψηφίας.
Το ερώτημα που μένει είναι αν οι κυβερνήσεις θα θελήσουν –και θα μπορέσουν– να αλλάξουν αυτή την πορεία πριν οι ανισότητες γίνουν ακόμη πιο ακραίες.