Μια μεγάλη αλλαγή παρατηρείται στον πετρελαϊκό κλάδο της Λιβύης, μια χώρα που παραμένει διαιρεμένη μεταξύ δυο αντιπάλων κυβερνήσεων, με τους πολίτες να αδικούνται από ένα σύστημα επιδοτήσεων στα καύσιμα που ωφελεί ένα τεράστιο δίκτυο λαθρεμπόρων.
Μετά από χρόνια, οι ExxonMobil, Chevron, BP, Shell, Total Energies και Eni ξαναεμφανίζονται στη χώρα επειδή η Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου (NOC) δέχεται προσφορές για την αξιοποίηση 22 κοιτασμάτων, σύμφωνα με την εξειδικευμένη ιστοσελίδα Energy News Beat.
Πάνω από 37 εταιρείες έχουν προ επιλεγεί για να συμμετάσχουν στους διαγωνισμούς της NOC, με την τελική επιλογή των εταιρειών να εκτιμάται πως θα ανακοινωθεί από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 2026. Αυτός ο συγχρονισμός στην επέλαση των δυτικών πετρελαϊκών συμπίπτει με την πρόθεση της NOC να αυξήσει την παραγωγή από περίπου 1,4 εκατ. βαρέλια, ημερησίως, σε 2,1 εκατ. βαρέλια μέχρι τον επόμενο χρόνο. Πληροφορίες θέλουν να έχουν απλουστευθεί οι όροι των συμβολαίων και να μειώνεται η γραφειοκρατία. Θα συμβάλει, όμως, η παρουσία των ξένων πετρελαϊκών στη δημιουργία ενός πιο διαφανούς πλαισίου στον πετρελαϊκό κλάδο της χώρας;
Προς το παρόν ακμάζει το λαθρεμπόριο καυσίμων, με τις προσόδους που εξασφαλίζονται στο ανατολικό τμήμα της χώρας, εκεί όπου κυριαρχεί ο στρατάρχης Χαφτάρ, να χρησιμοποιούνται για τον εξοπλισμό των στρατευμάτων του. Παρά το ότι είναι διχοτομημένη η χώρα, η NOC μπορεί και λειτουργεί στο δυτικό και ανατολικό τμήμα.
Το εμπόριο πετρελαίου της Λιβύης γίνεται ακόμη πιο σκοτεινό λόγω της χαμηλής ικανότητας διύλισης που αναγκάζει τη Λιβύη να εισάγει επεξεργασμένο πετρέλαιο. Πηγές του πρακτορείου Bloomberg είχαν αποκαλύψει πως μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Λιβύη λειτουργεί ως μεσάζοντας για τη διοχέτευση πετρελαίου από τη Ρωσία στις διεθνείς αγορές, παρακάμπτοντας τις δυτικές κυρώσεις.
Το λαθρεμπόριο πετρελαίου διευκολύνεται με τη «βιτρίνα» του συστήματος των κρατικών επιδοτήσεων. Σκοπός των επιδοτήσεων της Λιβύης είναι να διατηρούνται οι τιμές των καυσίμων σε χαμηλά επίπεδα προκειμένου να επωφελούνται όλοι οι πολίτες από τον ορυκτό πλούτο της βορειοαφρικανικής χώρας. Υποτίθεται ότι οι τιμές είναι τόσο γενναιόδωρες που κινούνται στα επίπεδα της δεκαετίας του ΄70. Όμως οι ελλείψεις στην αγορά είναι τακτικές και οι πολίτες αναγκάζονται να προμηθεύονται καύσιμα στη μαύρη αγορά με υψηλότερο κόστος και περιορισμούς στην κατανάλωση.
Λιμάνι της Βεγγάζης: Αύξηση των δρομολογίων και καταγγελίες για ανάμειξη αξιωματούχων
Ο λόγος; Το παράνομο δίκτυο εξάγει πετρέλαιο στο εξωτερικό, όπου οι τιμές είναι σαφώς υψηλότερες, με αποτέλεσμα οι επιδοτήσεις να λειτουργούν προς όφελος των λαθρεμπόρων. Το φαινόμενο αυτό έχει οξυνθεί τα τελευταία χρόνια.
Περίπου 20 εκατ. λίτρα πετρελαίου εξαφανίζονταν καθημερινά από τη Λιβύη την περίοδο 2021-24, σύμφωνα με την μη κυβερνητική οργάνωση The Sentry. Οι οικονομικές επιπτώσεις είναι ολέθριες για μια χώρα που δεν έχει ακόμη ορθοποδήσει από την κατάρρευση του δικτάτορα Μουαμάρ Καντάφι το 2011. Το λαθρεμπόριο πετρελαίου στη Λιβύη στέρησε έσοδα 20 δισ. δολαρίων στο λιβυκό κράτος τη διετία 2022-24, με τη The Sentry να αποδίδει ευθύνες σε πολιτικούς και υπεύθυνους για την ασφάλεια της χώρας καθώς είναι οι «αρχιτέκτονες» αυτής της μαύρης αγοράς.
Έρευνα του ειδησεογραφικού δικτύου Lloyd’s List αποκάλυψε, επίσης, ότι 42 τάνκερ πραγματοποίησαν τουλάχιστον 195 δρομολόγια στο λιμάνι της Βεγγάζης στα ανατολικά της Λιβύης τη διετία 2022-24, αναλογώντας σε 1,4 εκατ. dwt, μια μονάδα που ορίζει τη μέγιστη ασφαλή μεταφορική ικανότητα ενός πλοίου. Η Lloyd’s List εικάζει πως ο αριθμός των δρομολογίων μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερος διότι αρκετά πετρελαιοφόρα καταφέρνουν να διαφεύγουν από τα ραντάρ.
Από την κατάρρευση του καθεστώτος Καντάφι, η Λιβύη είναι διχοτομημένη ανάμεσα στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (GNU) στο δυτικό σκέλος της χώρας και την Κυβέρνηση Εθνικής Σταθερότητας (GNS) του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ στα ανατολικά. Ακόμη και η κεντρική τράπεζα της Λιβύης λειτουργεί με ανταγωνιστικά παραρτήματα μεταξύ των δυο αντίπαλων πόλων της χώρας.
Όπως εξηγείται στην έκθεση «Μια κόλαση για τον Λίβανο είναι παράδεισος για τους λαθρέμπορους», η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2020 αλλά παραμένει επίκαιρη, η μάχη για τον έλεγχο των πετρελαϊκών πόρων της Λιβύης βρίσκεται στην καρδιά της πολιτικής διχόνοιας στη Λιβύη. Η GNU στα δυτικά της χώρας έχει το μονοπώλιο στις εξαγωγές και εισαγωγές πετρελαίου. Η GNS του Χαφτάρ με έδρα τη Βεγγάζη ελέγχει το 80% των κοιτασμάτων πετρελαίου που βρίσκονται στα ανατολικά.
Μεγάλη αύξηση της παράνομης διακίνησης την τελευταία διετία
Αναλυτές που συνεργάστηκαν με τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό The Sentry επισημαίνουν, ωστόσο, πως οι πρόσοδοι αυξήθηκαν κατακόρυφα μετά το 2022, έπειτα από μια αλλαγή στην ηγεσία της NOC. Η NOC εισήγαγε τότε ένα σύστημα με το οποίο το άφθονο λιβυκό αργό πετρέλαιο ανταλλάσσεται με εισαγόμενα επεξεργασμένα καύσιμα, τα οποία, αντί να καταναλωθούν στην αγορά της Λιβύης σε επιδοτούμενες τιμές, μεταπωλούνταν στο εξωτερικό με τεράστιο κέρδος.
Μέχρι τα τέλη του 2024, οι εισαγωγές καυσίμων της NOC είχαν αυξηθεί σε 41 εκατ. λίτρα, ημερησίως, από περίπου 20,4 εκατ. λίτρα στις αρχές του 2021. Καμία γνήσια αύξηση της εγχώριας ζήτησης για επεξεργασμένη βενζίνη δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τόσο μεγάλη αύξηση. Η The Sentry ισχυρίζεται ότι πάνω από το ήμισυ της εισαγόμενης επεξεργασμένης βενζίνης έχει μεταπωληθεί από εγκληματικά δίκτυα.
Η Lloyd’s List θεωρεί πως το λιμάνι της Βεγγάζης είναι το επίκεντρο του παράνομου εμπορίου, το οποίο στερεί επίσης κρίσιμα έσοδα σε δολάρια από την κεντρική τράπεζα της Λιβύης.
Σύμφωνα με την The Sentry, συνιδρυτής της οποίας είναι ο ηθοποιός και ακτιβιστής Τζορτζ Κλούνεϊ, υπονομεύεται επίσης η ακεραιότητα της NOC, της οποίας οι εξαγωγές υδρογονανθράκων αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά το σύνολο των εσόδων της Λιβύης.