Η διείσδυση των κινεζικών εξαγωγών σε αγορές εκτός των ΗΠΑ δίνουν πλεονέκτημα στο Πεκίνο κατά την εκκίνηση των εμπορικών διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ σήμερα στη Γενεύη. Αποκλεισμένοι, ουσιαστικά, από την αμερικανική οικονομία λόγω των δασμών 145% που επέβαλε ο Λευκός Οίκος από τις 2 Απριλίου σε όλα τα προϊόντα τους, οι Κινέζοι εξαγωγείς βρίσκουν νέους πελάτες σε άλλα σημεία του κόσμου, γεγονός που δίνει στο επιτελείο του προέδρου Σι Τζινμπινγκ, μεγαλύτερα περιθώρια διαπραγμάτευσης απ’ ότι αναμένονταν.
H Moody‘s Analytics υπογραμμίζει στους Financial Times πως, αν και το εμπόριο της Κίνας με τις ΗΠΑ υποχώρησε κατά 21% τον Απρίλιο από πέρσι, αυξήθηκε σε ανάλογο ποσοστό με κράτη της νοτιο-ανατολικής Ασίας και κατά 8% με την Ε.Ε. θέση. Η μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών από την Κίνα σημειώθηκε στην Ινδονησία, την Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των τελωνειακών αρχών του Πεκίνου. Εντούτοις, οι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν υποστεί πλήγμα από τους δασμούς Τραμπ, όπως και οι Αμερικανοί πελάτες τους που εδώ και χρόνια προμηθεύονται πληθώρα προϊόντων από νεροπίστολα μέχρι εξαρτήματα αυτοκινήτων και ηλεκτρονικές συσκευές.
Μολονότι δεν είναι εφικτή η απόλυτη αναπλήρωση της αμερικανικής αγοράς, το Πεκίνο κρατά ένα ακόμη άσο στο μανίκι του. Πρόκειται για τους περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών προς τις ΗΠΑ, μια κίνηση που αφήνει μετέωρα τα σχέδια των ΗΠΑ για παγκόσμια πρωτοκαθεδρία στην τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ), η οποία θεωρείται πως θα φέρει την επόμενη βιομηχανική επανάσταση. Απώτερος στόχος των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη είναι η σύναψη μιας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των δυο ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου.
Οι προσδοκίες, όμως, είναι εξαιρετικά συγκρατημένες και το τοπίο ρευστό λόγω της απρόβλεπτης ιδιοσυγκρασίας του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, σε ένα τεταμένο γεωπολιτικό κλίμα μεταξύ των δυο χωρών. Ένας άμεσος συμβιβασμός είναι εξαιρετικά δύσκολος, γεγονός που μπορεί να πλήξει περαιτέρω τις οικονομίες τους που ήδη κοπιάζουν από τον εμπορικό πόλεμο. Ωστόσο, αν και οι ΗΠΑ επιδιώκουν να εξασφαλίσουν σπάνιες γαίες από αλλού, η Κίνα ελέγχει το 90% της επεξεργασίας τους και περίπου το 60% των παγκόσμιων αποθεμάτων.
Πληροφορίες του Bloomberg αποκάλυψαν πως το επιτελείο του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, και του αντιπροσώπου Εμπορίου, Τζέιμισον Γκριρ, εξετάζει να προσφέρει στην Κίνα μια μείωση των δασμών μέχρι το 60%, επιδιώκοντας παράλληλα την απομάκρυνση των περιορισμών που επέβαλαν οι Κινέζοι ως αντίποινα στις εξαγωγές σπάνιων γαιών. Αυτά τα μεταλλικά στοιχεία δεν είναι απαραίτητα μόνον για να λειτουργήσουν τα κέντρα επεξεργασίας δεδομένων ΑΙ που δρομολογούν οι τεχνολογικοί κολοσσοί αλλά και άλλες βιομηχανίες που σήμερα «αντιμετωπίζουν κίνδυνο να εξαλειφθούν», τόνισαν αναλυτές στο Bloomberg. Την Κίνα, στο μεταξύ, θα εκπροσωπήσει στη Γενεύη ο αναπληρωτής πρωθυπουργός, Χε Λίφενγκ. Πηγές του Reuters τονίζουν πως ο Κινέζος αξιωματούχος εντυπωσίασε τους επικεφαλής κάποιων από τις ισχυρότερες εταιρείες του κόσμου σε επιχειρηματικό φόρουμ που έλαβε χώρα στο Πεκίνο τον περασμένο μήνα.
Οι απότομες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο διεθνές εμπόριο και στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων λόγω ενός καταιγισμού δασμών από τον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, εις βάρος των μικρών και μεγάλων χωρών, ωθεί τους επιχειρηματίες να περιορίσουν άμεσα την εξάρτησή τους στην κατανάλωση των ΗΠΑ που απορροφούσε το μέγιστο των εξαγωγών από όλον τον κόσμο. Σκοπός της κυβέρνησης των Ρεπουμπλικάνων είναι να εξαλείψουν το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, το οποίο ξεπέρασε πέρσι τα 900 δισ. δολάρια.
Όμως, με την οριζόντια φορολόγηση πάσης φύσεως προϊόντων, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει προκαλέσει μια ανεπανάληπτη αναστάτωση των εφοδιαστικών αλυσίδων. Το μένος του αμερικανικού προστατευτισμού στρέφεται, κυρίως, στην Κίνα, με αποτέλεσμα το Πεκίνο να αντεπιτίθεται και με δασμούς 125% σε αμερικανικά προϊόντα που τέθηκαν σε ισχύ μαζί με τους περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών μετά την «Ημέρα της Απελευθέρωσης» του Τραμπ στις 2 Απριλίου. Έτσι ο Λευκός Οίκος ξεκίνησε ένα διαπραγματευτικό παιχνίδι που, όμως, δεν είναι βέβαιο ότι θα ωφελήσει τις ΗΠΑ, προειδοποιούν αναλυτές και οικονομολόγοι.