Η συμφωνία ΗΠΑ-Κίνας για την αποκλιμάκωση του εμπορικού πολέμου με τη μείωση των δασμών εκατέρωθεν κατά 115% για 90 ημέρες ήταν τόσο απρόσμενη, όσο αιφνίδια ήταν η απόφαση της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ μόλις ενάμιση μήνα πριν να φορολογήσει υπέρμετρα τις εισαγωγές από τη δεύτερη ισχυρότερη οικονομία του κόσμου. Το γεγονός ότι, στο ουδέτερο έδαφος της Ελβετίας, οι ΗΠΑ δέχτηκαν να μειώσουν τους δασμούς εις βάρος της Κίνας από το 145% στο 30% και η Κίνα εις βάρος των ΗΠΑ από το 125% στο 10% μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο ενισχύει τις πιθανότητες προόδου μέσα στο επόμενο διάστημα.
Έτσι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ μπορεί να επιχειρηματολογήσει πως ανταποκρίνεται στην ανησυχία των αμερικανικών επιχειρήσεων για σοβαρές ελλείψεις προϊόντων και των επενδυτών για την απώλεια της αξιοπιστίας των ΗΠΑ ως διεθνές επενδυτικό καταφύγιο. Την ίδια ώρα, όμως, δημιουργούνται ορισμένα ερωτήματα για το εάν αυτή η αρχική συμφωνία έχει γερά θεμέλια ή εάν τα ζητήματα που έχουν μείνει ανοικτά μπορεί να γκρεμίσουν την εύθραυστη εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.
Καθώς οι χρηματιστηριακοί δείκτες και το δολάριο ανακτούν το χαμένο έδαφος των προηγούμενων εβδομάδων και ενώ ο χρυσός, ένα διαχρονικό επενδυτικό καταφύγιο, σημείωνε χθες πτώση σχεδόν 3%, ο Άλαν Μπίτι των Financial Times επισημαίνει πως τόσο η εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-Βρετανίας, όσο και αυτή μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, δεν είναι δεσμευτικές. Η Capital Economics αναγνωρίζει πως το θετικό κλίμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου στη Γενεύη σηματοδοτεί μια σοβαρή αποκλιμάκωση της μεταξύ τους αντιπαράθεσης, αλλά τονίζει πως οι δασμοί των ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι υψηλότεροι εις βάρος της Κίνας σε σχέση με κάθε άλλη χώρα.
Εκτός των αμοιβαίων δασμών που είχαν επιβληθεί την «Ημέρα της Απελευθέρωσης» στις 2 Απριλίου και ανέβασαν τον πήχη στο 145% έως και τη Δευτέρα, οι κινεζικές εισαγωγές εξακολουθούν να φορολογούνται από την πρώτη θητεία του Τραμπ (2017-2021) και με ένα επιπλέον 20% που είχε ανακοινωθεί αρχές Φεβρουαρίου λόγω του παράνομου εμπορίου φαιντανύλης. Με τα σημερινά δεδομένα, οι δασμοί των ΗΠΑ εις βάρος της Κίνας κινούνται στο 40% και αντίστροφα περιορίζονται στο 25%, επισημαίνει η Capital Economics. Πέραν τούτου, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν παγώσει τις απαλλαγές από τελωνειακές επιβαρύνσεις στα μικρά πακέτα, δηλαδή όσα δεν ξεπερνούν τα 800 δολάρια. Έτσι, η ευρωστία των ομίλων φθηνών προϊόντων Temu και Shein παραμένει αμφίβολη, μαζί με την οικονομική επιβίωση των εργολάβων και εργατών στην Κίνα.
Συν τοις άλλοις, η Ουάσιγκτον φαίνεται πως παρακινεί άλλες χώρες να θέσουν περιορισμούς στις εμπορικές συναλλαγές τους με την Κίνα και έτσι να μειώσουν την επιρροή της στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εμπορική συμφωνία να συνάφθηκε την περασμένη Πέμπτη ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Η κυβέρνηση των Ρεπουμπλικανών θέτει στο Λονδίνο όρο για την άρση των δασμών στα φάρμακα, το αλουμίνιο και τον χάλυβα, να «ανταποκριθεί άμεσα στις απαιτήσεις των ΗΠΑ» σχετικά με την ασφάλεια και την ιδιοκτησία των σχετικών εγκαταστάσεων παραγωγής, μια πρόβλεψη που θεωρείται πως «φωτογραφίζει» την Κίνα.
Ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί του Πεκίνου είναι περιορισμοί στις εξαγωγές ορισμένων κατηγοριών σπάνιων γαιών και μαγνητών που χρησιμοποιούνται στην άμυνα, την ενέργεια και τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Αν και οι περιορισμοί αυτοί δεν είναι άμεση απαγόρευση, οι εταιρείες πρέπει να υποβάλουν αίτημα στις αρμόδιες αρχές του Πεκίνου για να προχωρήσουν σε εξαγωγές, γεγονός που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως τροχοπέδη στο στοίχημα του Τραμπ να εξελιχθεί η χώρα του σε υπερδύναμη της Τεχνητής Νοημοσύνης. Η Κίνα ελέγχει το 90% της επεξεργασίας σπάνιων γαιών και το 60% των αποθεμάτων παγκοσμίως.
Ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς, με τις ΗΠΑ να βρίσκονται σε πυρετό διαπραγματεύσεων όχι μόνο για την αποκλιμάκωση του εμπορικού πολέμου με την Κίνα, αλλά επίσης για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, την ανάσχεση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, τη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή και τις εμπορικές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. Αναλυτές που μίλησαν στο CNN τονίζουν πως το μεγάλο ερώτημα είναι εάν οι ΗΠΑ θα καταφέρουν να ενισχύσουν τη στρατηγική τους θέση στον κόσμο, βελτιώνοντας το κλίμα με εμπορικούς αντιπάλους, αλλά χωρίς να απομονώνονται από ιστορικές συμμαχίες, όπως με την Ευρώπη και την Ιαπωνία.
Μια ακόμη έμμεση παράμετρος που θα μπορούσε να βλάψει τις επαφές ΗΠΑ-Κίνας είναι η πιθανότητα να επιβάλλουν οι Ρεπουμπλικανοί δευτερογενείς δασμούς 500% εις βάρος των χωρών που αγοράζουν πετρέλαιο από τη Ρωσία ως μοχλό πίεσης στο Κρεμλίνο για να παύσει τις εχθροπραξίες στην Ουκρανία. Μετά την εισβολή που διέταξε η Μόσχα στην Ουκρανία και τις κυρώσεις της Δύσης, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής πετρελαίου από τη Ρωσία.
Πάντως, ο τόνος του Τραμπ γίνεται πιο συγκαταβατικός. Ο Αμερικανός πρόεδρος είπε τη Δευτέρα πως «δεν επιδιώκουμε να πλήξουμε την Κίνα», προσθέτοντας ότι «η Κίνα επλήγη πολύ, πολύ άσχημα. Έκλειναν εργοστάσια». Άφησε, δε, ανοιχτό το ενδεχόμενο να συνομιλήσει με τον Κινέζο ομόλογο του, Σι Τζινπίνγκ, στα τέλη της εβδομάδας. Αν και η αρχική συμφωνία είναι ένα θετικό βήμα, με τις αγορές να επικροτούν τη βελτίωση του κλίματος μεταξύ των δύο χωρών, οι συνθήκες είναι ακόμη ρευστές.
Ουδείς μπορεί να γνωρίζει εάν αυτή η αποκλιμάκωση σηματοδοτεί την αποκατάσταση της σταθερότητας στο διεθνές περιβάλλον ή εάν προμηνύονται νέες αναταραχές στο μέλλον. Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, άφησε να εννοηθεί πως οι διαβουλεύσεις για μια πιο ολοκληρωμένη συμφωνία θα λάβουν χώρα έπειτα από ένα δεκαπενθήμερο, αποκλείοντας ωστόσο το ενδεχόμενο να μειωθούν οι δασμοί κάτω από το 10% εις βάρος της Κίνας.