Στην οικονομική «συνταγή» για τον έλεγχο των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους περιλαμβάνονται, κατά παράδοση, φορολογικές αυξήσεις και δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την ανάπτυξη. Όμως η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, πλήττοντας την επιχειρηματικότητα με οριζόντιους δασμούς σε όλες τις εισαγωγές των ΗΠΑ και προχωρώντας σε μειώσεις φόρων που ανεξάρτητοι οικονομολόγοι εκτιμούν πως θα αυξήσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα κατά τρισ. μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται σε ένα ευμετάβλητο περιβάλλον, με τον Λευκό Οίκο να οπισθοδρομεί συστηματικά μέσα σε διάστημα ημερών, για να περιορίσει τις επιπτώσεις των αποφάσεών του. Η αποδυνάμωση του δολαρίου και η άνοδος των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα καθρεφτίζουν αυτό το πλήγμα εμπιστοσύνης των επενδυτών. Ο δείκτης δολαρίου, ο οποίος προσμετρά την ισοτιμία του έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων, έχει υποχωρήσει πάνω από 7,4% από τις αρχές του έτους, ενώ οι αποδόσεις των 30ετών κρατικών ομολόγων αναρριχήθηκαν στις αρχές της εβδομάδας στο 5% από το 4,13% στα μέσα του περασμένου Σεπτεμβρίου. Αντίστοιχα, το 10ετές κόστος δανεισμού των ΗΠΑ έχει αναρριχηθεί στο 4,43% από το 3,6%. Η υποβάθμιση της αμερικανικής οικονομίας από τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody‘s την περασμένη Παρασκευή μαζί με την έγκριση μιας δέσμης νέων φορολογικών μειώσεων από την Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής των Αντιπροσώπων την Κυριακή ανάγκασαν τους επενδυτές να αντιδράσουν, επειδή ακόμα και η ισχυρότερη οικονομία οφείλει να διατηρεί υπό έλεγχο τις υποχρεώσεις της.
Προβληματισμός στη Wall Street
Παράγοντες ακόμη και της Wall Street, όπου υπερισχύουν οι προσδοκίες για την κερδοφορία των κολοσσών των ΗΠΑ, έχουν εκπλαγεί από τους ρυθμούς αύξησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ακόμα και σε περιόδους ανάπτυξης. Το 2019 το έλλειμμα στον προϋπολογισμό ήταν στο 4,6%, μετά τις μειώσεις φόρων στην πρώτη θητεία του Τραμπ, και έφτασε το 14,9% το 2020, το έτος που ξέσπασε η ανεπανάληπτη κρίση της πανδημίας. Εν συνεχεία το έλλειμμα σταθεροποιήθηκε στο 5,5% του ΑΕΠ το 2022, αλλά το 2023 αυξήθηκε ξανά στο 6,1%. Αυτές οι διαδοχικές αυξήσεις έχουν οδηγήσει στη διόγκωση του δημοσίου χρέους κατά 16,79 τρισ. δολάρια την τελευταία δεκαετία, φθάνοντας τα 36,22 τρισ. δολάρια αυτόν τον Μάιο. «Εάν τα ελλείμματα αυξάνονται έτσι, τι θα γίνει όταν η οικονομία αντιμετωπίσει προβλήματα;», είναι το ερώτημα που έθεσε στη Wall Street Journal o Κρίστοφερ Σάλιβαν, επικεφαλής επενδύσεων στην Ομοσπονδιακή Πιστωτική Ένωση των Ηνωμένων Εθνών (UNFCU), η οποία ιδρύθηκε στις ΗΠΑ από υπαλλήλους του διεθνούς οργανισμού.
Η οικονομία δεν είναι επιχείρηση, υπογραμμίζουν αναλυτές
Επιχειρηματίες και οικονομικοί αναλυτές δεν μπορούν να αποκλείσουν, εν τω μεταξύ, τον κίνδυνο ύφεσης στις ΗΠΑ, παρά την εμπορική συμφωνία Ουάσιγκτον-Πεκίνου για τη 90ήμερη μείωση δασμών κατά 115%, καθώς εξακολουθούν να ισχύουν οριζόντιοι δασμοί 10% σε όλες τις εισαγωγές των ΗΠΑ και 25% στο αλουμίνιο, τον χάλυβα και τα αυτοκίνητα. Προ ημερών η αλυσίδα λιανικού εμπορίου Walmart είπε πως θα προχωρήσει σε αύξηση των τιμών, παρά την εμπορική συμφωνία με την Κίνα, διότι ακόμη και οι υφιστάμενοι δασμοί παραμένουν υψηλοί, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ. «Ο Τραμπ νομίζει πως διευθύνει τις Trump Enterprises και όχι την οικονομία των ΗΠΑ», είπε στους Financial Times ο Στιβ Χανκ, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins. Η εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-Κίνας αναχαίτισε μια «μεγάλη ζημία», δήλωσε ο Τζέισον Φέρμαν, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Απευθυνόμενος στη βρετανική εφημερίδα, προσθέτει, ωστόσο, ότι «θα έχουμε αύξηση του πληθωρισμού και επιβράδυνση της ανάπτυξης».
Η υποβάθμιση του αξιόχρεου των ΗΠΑ από τη Moody‘s από το Αaa στο Aa1 σημαίνει, ουσιαστικά, πως η αμερικανική οικονομία εκτίθεται περισσότερο σε μελλοντικές κρίσεις, καθώς περιορίζονται τα περιθώρια ευελιξίας στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής. Το χρέος των ΗΠΑ έχει ήδη υποβαθμιστεί από τη Standard & Poor‘s τον Αύγουστο του 2011 και από τη Fitch Ratings τον Αύγουστο του 2023. Βέβαια, αυτό δεν επηρεάζει τα χαρτοφυλάκια των ισχυρών τραπεζών, που κρατούν ομόλογα για να χτίσουν την κεφαλαιακή βάση τους, καθώς υποχρεούνται να κρατούν τίτλους που να ανήκουν στην ευρύτερη κατηγορία του Α. Μια υποβάθμιση από μια βαθμίδα στην άλλη δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο, σημειώνουν αναλυτές στους Financial Times.
Όμως η εμπορική και οικονομική πολιτική των Ρεπουμπλικανών ωθεί τους επενδυτές να ζητήσουν υψηλότερη απόδοση για τις τοποθετήσεις τους και να αναζητήσουν ανεπτυγμένες αγορές που να είναι πιο προβλέψιμες. Πρόσφατα στοιχεία θέλουν ακόμη και τις αμερικανικές εταιρείες να εξετάζουν την έκδοση ομολόγων σε ευρώ, το οποίο κινείται πια στα 1,13 δολάρια από το 1,02 στα μέσα Ιανουαρίου.