Από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η γερμανική οικονομία περνά μια μεγάλη δοκιμασία. Αρχικά έχασε το συγκριτικό πλεονέκτημα που είχαν οι βιομηχανίες της, δηλαδή το φθηνό φυσικό αέριο που ελάμβανε από τη Gazprom. Από τις αρχές του έτους προστέθηκε μια ακόμη πρόκληση. Ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ σε όλον τον κόσμο, με οριζόντιους δασμούς 10% σε όλες τις εισαγωγές και 25% στον χάλυβα, το αλουμίνιο και τα αυτοκίνητα.
Επί πλέον, η επιδίωξη του Τραμπ να συνάπτει εμπορικές συμφωνίες υπό την απειλή των «αμοιβαίων» δασμών που έχουν ανασταλεί μέχρι τον Ιούλιο έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον μόνιμης αβεβαιότητας. Το πρακτορείο Bloomberg αποκάλυψε πως η Ε.Ε έστειλε στην Ουάσιγκτον ένα πακέτο με προτάσεις για την επίτευξη μιας εμπορικής συμφωνίας με σκοπό να παγώσουν μόνιμα οι αμοιβαίοι δασμοί 20% εις βάρος των κρατών-μελών, αλλά οι προθέσεις των Ρεπουμπλικάνων έχουν γίνει δυσανάγνωστες στη 2η θητεία του Τραμπ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν είναι να απορεί κανείς που το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας προέβλεψε μηδενική ανάπτυξη για την ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης από το 0,4% που είχε αναφερθεί στην έκθεση του Νοεμβρίου. Πρόκειται για μια «παρατεταμένη περίοδο αδυναμίας» καθώς έχει προηγηθεί συρρίκνωση της οικονομίας τα δυο προηγούμενα έτη, συμπαρασύροντας σε χαμηλότερα επίπεδα τις επιδόσεις της υπόλοιπης Ευρωζώνης. Η Γερμανία αντιπροσωπεύει το 24,3% του συνολικού ΑΕΠ στην Ευρωζώνη και η Γαλλία το 16,2%, αντίστοιχα.
Οι προβλέψεις των πέντε «σοφών» της γερμανικής οικονομίας συγκλίνουν με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία επίσης αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις για την Ευρωζώνη στο 0,9% για το 2025 από το 1,3% του Νοεμβρίου, κυρίως λόγω των δασμών του Τραμπ, με τη Γερμανία να δέχεται το μεγαλύτερο πλήγμα και την ανάπτυξης να παραμένει στάσιμη. Η απειλή του Αμερικανού προέδρου για την επιβολή αμοιβαίων δασμών 20% σε όλες τις εισαγωγές από την Ε.Ε και η προσωρινή αναστολή τους έχει προκαλέσει μεγάλη σύγχυση, ανάλογη των «πιο σκοτεινών ημερών της πανδημίας της νόσου Covid-19» είπε την περασμένη Δευτέρα ο επίτροπος Οικονομίας της Ε.Ε, Βάλντις Ντομπρόβσκις.
Υπάρχουν, ωστόσο, περιθώρια βελτίωσης του τοπίου για τη γερμανική οικονομία. Το δημοσιονομικό πακέτο που ψηφίστηκε πρόσφατα από το κοινοβούλιο της χώρας, όπου προβλέπονται δημόσιες επενδύσεις στην άμυνα και τις υποδομές, τονώνει τις προσδοκίες για το 2026, με τις προβλέψεις για ρυθμό ανάπτυξης να φτάνουν το 1%, σύμφωνα με το Συμβούλιο των Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων. Δυο είναι οι βασικοί παράγοντες που θα επηρεάσουν τη Γερμανία: η δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ και το δημοσιονομικό πακέτο, δήλωσε την Πέμπτη η πρόεδρος του συμβουλίου, Μόνικα Σνίτσερ. Ας μην λησμονείται πως οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος για τη Γερμανία, με το διμερές εμπόριο να ανέρχεται πέρσι στα 253 δισ. ευρώ. «Ακόμη και να μειωθούν οι δασμοί και ο Τραμπ πετύχει το κλείσιμο οικονομικών συμφωνιών και συνεχιστεί το εμπόριο χωρίς υψηλούς δασμούς, έχει καταφέρει να προκαλέσει τεράστια αβεβαιότητα στο σύστημα», είπε η Ουλρίκε Μάλμεντιερ, ένα ακόμη μέλος του πενταμελούς συμβουλίου των σοφών.
Η Σνίτσερ τόνισε πως είναι αναγκαίο να εγκριθούν και να δρομολογηθούν άμεσα μέτρα που θα διευκολύνουν την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων. Τον περασμένο Μάρτιο, το κοινοβούλιο έδωσε το πράσινο φως σε δαπάνες 500 δισ. ευρώ για την ανανέωση των υποδομών στο πλαίσιο ενός ειδικού ταμείου και εξαιρέθηκαν οι αμυντικές δαπάνες από τον δημοσιονομικό κανόνα για το «φρένο χρέους». Πηγές του πρακτορείου Reuters αποκάλυψαν αυτήν την εβδομάδα πως ο νέος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Λαρς Κλίνγκμπεϊλ, εντείνει τις προετοιμασίες για τους προϋπολογισμούς του 2025 και του 2026. Σε σχετικό έγγραφο θέτονται τρεις βασικές προτεραιότητες: επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό της Γερμανίας, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και μείωση των βαρών στο δημόσιο χρέος. Το προσχέδιο για τον προϋπολογισμό για το 2025 αναμένεται να εγκριθεί τέλη Ιουνίου, με την επιτροπή προϋπολογισμού να οριστικοποιεί τις λεπτομέρειες τον Σεπτέμβριο. Και το πρώτο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2026 θα έχει εγκριθεί τέλη Ιουλίου. Η Γερμανία είχε πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο και έτσι δεν ήταν δυνατή η χάραξη του φετινού προϋπολογισμού νωρίτερα.