Μια παλιά αλλά απολύτως νόμιμη πρακτική, γνωστή ως «κανόνας πρώτης πώλησης», γνωρίζει ξανά άνθιση στις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς οι επιχειρήσεις ψάχνουν τρόπους να περιορίσουν το κόστος των δασμών.
Ειδικά, όπως εξηγεί το CNBC, ο κανόνας επιτρέπει στους εισαγωγείς να δηλώνουν για τελωνειακούς σκοπούς την τιμή της πρώτης συναλλαγής ενός προϊόντος —συχνά αυτή μεταξύ εργοστασίου και ενδιάμεσου προμηθευτή— και όχι την τελική τιμή με την οποία αυτοί αγοράζουν το προϊόν. Το αποτέλεσμα; Λιγότεροι δασμοί, περισσότερα κέρδη.
Πώς λειτουργεί ο κανόνας πρώτης πώλησης
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ένα εργοστάσιο στην Κίνα πουλάει ένα μπλουζάκι σε διανομέα στο Χονγκ Κονγκ για 5 δολάρια. Ο διανομέας το μεταπωλεί σε εταιρεία λιανικής στις ΗΠΑ για 10 δολάρια. Η τελική τιμή στο κατάστημα είναι 40 δολάρια.
Χάρη στον κανόνα πρώτης πώλησης, ο Αμερικανός εισαγωγέας μπορεί να υπολογίσει τους δασμούς με βάση τα 5 δολάρια (την τιμή της πρώτης πώλησης), και όχι τα 10, παρακάμπτοντας το περιθώριο κέρδους του μεσάζοντα. «Οι κανονισμοί επιτρέπουν τη χρήση της αρχικής τιμής εργοστασίου ως βάση για τους δασμούς», εξηγεί ο Μπράιαν Γκλάιχερ, νομικός και στέλεχος της Miller & Chevalier, στο CNBC.
Πώς επανήλθε στο προσκήνιο
Ο κανόνας θεσπίστηκε το 1988, αλλά κέρδισε εκ νέου την προσοχή υπό την πρώτη διακυβέρνηση Τραμπ και, ακόμη περισσότερο στην παρούσα κατάσταση, καθώς η κατάσταση στο δασμολογικό καθεστώς των Ηνωμένων Πολιτειών παραμένει ρευστή.
Για να ισχύσει ο κανόνας, πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια:
- Να υπάρχουν τουλάχιστον δύο ξεχωριστές πωλήσεις
- Οι εμπλεκόμενοι να είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους
- Να τεκμηριώνεται πως το προϊόν προορίζεται για τις ΗΠΑ
- Να υπάρχουν αποδείξεις για την αρχική τιμή πώλησης
Το τελευταίο, όμως, συχνά είναι δύσκολο, καθώς οι προμηθευτές ενδιάμεσων προϊόντων ίσως να μη θέλουν να αποκαλύψουν την αρχική τιμή.
«Ο εισαγωγέας πρέπει να έχει στοιχεία για την πρώτη πώληση», λέει ο Γκλάιχερ. «Και οι πωλητές μπορεί να μην είναι διατεθειμένοι να δώσουν τέτοιες πληροφορίες».
Ποιοι τον χρησιμοποιούν
Το όφελος από τον κανόνα πρώτης πώλησης είναι ιδιαίτερα αισθητό σε κλάδους με μεγάλα περιθώρια κέρδους, όπως η πολυτελής μόδα ή τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα.
Η ιταλική φίρμα Moncler ανέφερε ότι η πολιτική αυτή έχει «σημαντικό όφελος» για τη δομή κόστους της. «Η πρώτη τιμή είναι σχεδόν το 50% της τιμής ενδοομιλικής πώλησης», δήλωσε ο διευθυντής εφοδιαστικής αλυσίδας Λουτσιάνο Σαντέλ σε πρόσφατη ενημέρωση επενδυτών.
Αντίστοιχα, η ελβετική Kuros Biosciences ανακοίνωσε ότι αλλάζει τον τρόπο λειτουργίας της ώστε να μπορεί να εφαρμόσει τον κανόνα, ενώ και αμερικανικές εταιρείες όπως η Traeger (ψησταριές) και η Fictiv (κατασκευές) αναφέρθηκαν στην πρακτική αυτή ως μέσο μείωσης του κόστους δασμών.
Αν και ο κανόνας πρώτης πώλησης είναι απολύτως νόμιμος, ενδέχεται να υπονομεύει τις προσπάθειες της αμερικανικής κυβέρνησης να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή μέσω υψηλότερων δασμών, εξηγεί το CNBC. Ο Λευκός Οίκος δεν απάντησε σε σχετικό ερώτημα του μέσου, ενώ οι τελωνειακές αρχές ανέφεραν ότι δεν μπορούν να παρέχουν στοιχεία για το πόσο συχνά χρησιμοποιείται σήμερα η συγκεκριμένη πρακτική.