Η πρόσφατη ματαίωση των αμοιβαίων δασμών που επέβαλε αρχές Απριλίου ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, εις βάρος δεκάδων χωρών και της οριζόντιας φορολόγησης 10% όλων των εισαγωγών, έπειτα από απόφαση του Δικαστηρίου Διεθνούς Εμπορίου των ΗΠΑ, στις 28 Μάιου, δεν σηματοδοτεί το τέλος της επιθετικής εμπορικής πολιτικής του Λευκού Οίκου. Οι σχέσεις των ΗΠΑ, ιδιαίτερα με χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, αναμένεται να παραμείνουν ασταθείς και περίπλοκες. Η Ουάσιγκτον, άλλωστε, εξετάζει ήδη τρόπους για να διατηρήσει τη δασμολογική πολιτική της. Οπότε όσες κυβερνήσεις βρίσκονται απέναντι στις ΗΠΑ του Τραμπ δεν έχουν παρά να βρίσκονται σε ετοιμότητα.
Δίνονται, ωστόσο, περιθώρια στους εταίρους των ΗΠΑ να διαπραγματευτούν με μεγαλύτερη ευελιξία μια εμπορική συμφωνία. Σε ένα τοπίο εξαιρετικά ρευστό, η Ε.Ε συνεχίζει τις διαβουλεύσεις με την Ουάσιγκτον. Ο επίτροπος Εμπορίου, Μάρος Σέφτσοβιτς, πρόκειται να συναντηθεί με τους Αμερικανούς ομολόγους την επόμενη εβδομάδα στις παρυφές της συνάντησης των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ στο Παρίσι. Όπως δήλωσε στους Financial Times ο Ιγκνάσιο Γκαρσία Μπερσέρο, πρώην αξιωματούχος της Ε.Ε και νυν συνεργάτης στο κέντρο ερευνών Bruegel, θα ήταν «λάθος» για τις Βρυξέλλες να χρησιμοποιήσουν μια δικαστική απόφαση ως δικαιολογία να αποσυρθεί από διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε.
Το Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου των ΗΠΑ απέρριψε την αιτιολογία της κυβέρνησης των Ρεπουμπλικάνων πως οι δασμοί ήταν αναγκαίοι επειδή οι ΗΠΑ βρίσκονται σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Ωστόσο, η υπόθεση παραμένει σε εκκρεμότητα καθώς ο Λευκός Οίκος άσκησε έφεση, η οποία έγινε δεκτή, διατηρώντας έτσι την ισχύ των δασμών. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως αυτή η δικαστική υπόθεση δεν επηρεάζει τους δασμούς 25% που ισχύουν για το αλουμίνιο, τον χάλυβα και τα αυτοκίνητα που εισέρχονται στις ΗΠΑ. Χθες, μάλιστα, ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε πως θα διπλασιάσει τους δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο.
Παράλληλα, το επιτελείο του Τραμπ, υπό τον Πήτερ Ναβάρο, διερευνά τρόπους για να υπερπηδήσει την αρνητική απόφαση του ομοσπονδιακού δικαστηρίου, η οποία θα μπορούσε να «παγώσει» δασμολογικά μέτρα. Πληροφορίες της Wall Street Journal αποκάλυψαν πως ο Λευκός Οίκος εξετάζει τη χρήση ενός εμπορικού νομοσχεδίου που ψηφίστηκε το 1974. Αυτό το νομοσχέδιο επιτρέπει την επιβολή δασμών έως και 15% για 150 ημέρες, με σκοπό την αντιμετώπιση εμπορικών «ανισορροπιών» με άλλες χώρες. Το σκεπτικό της δασμολογικής πολιτικής του Τραμπ είναι πως το εμπορικό έλλειμμα της χώρας αντανακλά την εκμετάλλευση των Αμερικανών καταναλωτών και την υπονόμευση της εγχώριας μεταποίησης. Μια άλλη «φόρμουλα» που διερευνά ο Λευκός Οίκος είναι ακολουθηθούν οι νομοθετικές διαδικασίες του Κογκρέσου, όπως άλλωστε προβλέπονται για εμπορικά και φορολογικά ζητήματα από το σύνταγμα της χώρας.
Η κυβέρνηση Τραμπ θεμελιώνει μια συγκρουσιακή σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο
Η διεθνής κοινότητα συνειδητοποιεί πως η νυν κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων προκρίνει μια συγκρουσιακή σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο κατοχυρώνει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε διαπραγματεύσεις με άλλες χώρες. Χαρακτηριστικό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στη Γενεύη στις 12 Μάιου. Οι δυο πλευρές συμφώνησαν για μια προσωρινή μείωση των δασμών κατά 115% εκατέρωθεν, με την προοπτική να συνεχιστούν οι διαβουλεύσεις. Ωστόσο, το θετικό κλίμα ανατράπηκε λίγες ημέρες μετά, καθώς η Ουάσιγκτον προειδοποίησε τις εταιρίες σε όλον τον κόσμο πως η χρήση τσιπ τεχνητής νοημοσύνης από την κινεζική Huawei μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση των ελέγχων των ΗΠΑ στις εξαγωγές.
Επιπλέον, ο Τραμπ κατηγόρησε την Παρασκευή το Πεκίνο ότι παραβιάζει την εμπορική ανακωχή με τις ΗΠΑ, καθυστερώντας με τις συνομιλίες. «Έκανα μια ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ με την Κίνα για να τους σώσω από μια κατάσταση που εγώ πίστευα πως θα ήταν πολύ κακή και δεν ήθελα να το δω», έγραψε ο Αμερικανός πρόεδρος στην πλατφόρμα του κοινωνικής δικτύωσης Truth Social. Πρόσθεσε πως «η Κίνα, χωρίς να εκπλήσσει ορισμένους, ΕΧΕΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕ ΕΜΑΣ».
Στα τέλη Μάιου, μια ακόμη εξέλιξη θορύβησε τη Wall Street που διανύει μια εξαιρετικά ευμετάβλητη περίοδο λόγω της εμπορικής και δημοσιονομικής πολιτικής του Τραμπ. Στο επίμαχο φορολογικό νομοσχέδιο που πέρασε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, προτείνεται η επιβολή πρόσθετων φόρων από τις ΗΠΑ σε εταιρείες και επενδυτές που προέρχονται από χώρες που θεωρείται πως έχουν «τιμωρητικές φορολογικές πολιτικές». Μια τέτοια πρόβλεψη καθρεπτίζει, παραδείγματος χάριν, την κριτική που έχει ασκηθεί από την Ουάσινγκτον για τους ψηφιακούς φόρους που ισχύουν σε κράτη-μέλη της Ε.Ε, καθώς οι ΗΠΑ ισχυρίζονται πως σκοπεύουν αυτοί σκοπεύουν να θίξουν τους τεχνολογικούς κολοσσούς των ΗΠΑ.
Παράγοντες της Wall Street φοβούνται πως έτσι θα πληγεί ο χρηματοοικονομικός κλάδος των ΗΠΑ που αποτελεί πόλο έλξης κεφαλαίων από όλον τον κόσμο καθώς οι επενδυτές ενδεχομένως να αναθεωρήσουν τις τοποθετήσεις τους. «Αυτό είναι ένα συμβάν που τρομάζει τις αγορές, πλήττοντας την εμπιστοσύνη που είναι ήδη εύθραυστη, ιδιαίτερα μεταξύ των επενδυτών από το εξωτερικό», σχολίασε ο Γκρεγκ Πήτερς, διευθυντικό στέλεχος στην PGIM Fixed Income.