«Πρέπει να του μιλήσεις και όχι να μιλήσεις γι’ αυτόν» δήλωσε ο Γερμανός καγκελάριος, Φρίντριχ Μερτς, όταν ερωτήθηκε την Παρασκευή για τον τρόπο αντιμετώπισης της απρόβλεπτης ιδιοσυγκρασίας του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ. Μόλις προσγειώθηκε στο Βερολίνο μετά την πρώτη επίσημη επίσκεψη του στην Ουάσινγκτον την Πέμπτη, ο Μερτς φάνηκε πως προτιμά μια εποικοδομητική παρά μια συγκρουσιακή σχέση με τον Τραμπ. Πρόκειται για μια πρόκληση αν αναλογιστεί κανείς πως η Γερμανία μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη καλούνται να διατηρήσουν ισορροπίες με τις ΗΠΑ σε τρία βασικά μέτωπα: την Ουκρανία, το ΝΑΤΟ και τους δασμούς.
Θεωρητικά, προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα με την κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων, είναι προτιμότερο να βρεθούν κοινά σημεία παρά να προβάλλονται οι διαφωνίες. Πρακτικά, όμως, διακυβεύονται η ασφάλεια και η οικονομική ευημερία της Ε.Ε, με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τις Βρυξέλλες να πρέπει να πείσουν τον Αμερικανό πρόεδρο πως ένα αλληλέγγυο ΝΑΤΟ και οι ομαλές εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού είναι προς το συμφέρον και των ΗΠΑ. Διότι ο Τραμπ, μαζί με την κυβέρνησή του, διατηρούν σταθερά την πεποίθηση πως οι ΗΠΑ αδικούνται από το εμπορικό έλλειμμα με την Ε.Ε και εγγυώνται εδώ και χρόνια την ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου χωρίς οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να κάνουν ισάξιες αμυντικές δαπάνες στο πλαίσιο αμοιβαίων δεσμεύσεων του ΝΑΤΟ.
Αυτό, όμως, που προβληματίζει βαθιά τους κυβερνώντες στην Ευρώπη είναι η εγγύτητα του Τραμπ με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν. Σε αρκετές περιπτώσεις, ο Αμερικανός πρόεδρος φαίνεται να επιρρίπτει ευθύνες στην κυβέρνηση του Κιέβου για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, δηλώνοντας μάλιστα πως θα πρέπει να παραχωρηθεί η Κριμαία και εδάφη στο ανατολικό τμήμα της χώρας αν είναι να τερματιστεί ο πόλεμος. Μόνον όταν έγινε ξεκάθαρο πως η Μόσχα δεν προτίθεται να συναινέσει σε εκεχειρία με το Κίεβο, εντατικοποιώντας μάλιστα τους βομβαρδισμούς σε άμαχο πληθυσμό, ο Τραμπ εξέφρασε δημόσια την απορία και την αγανάκτησή του για τον Πούτιν. Μολονότι, όμως, έχει αναφερθεί στο ενδεχόμενο επιβολής δευτερογενών κυρώσεων έως και 500% σε όσες χώρες αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο -οι οποίες προτάθηκαν διακομματικά από το Κογκρέσο- ο Τραμπ έχει διστάσει να υλοποιήσει αυτήν την απειλή. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, είχε πει ότι έτσι «οι Ρώσοι θα σταματήσουν να μιλούν».
Η συνέχιση της στήριξης στην Ουκρανία και ο απαραίτητος ρόλος των ΗΠΑ για την ασφάλεια στην Ευρώπη ήταν τα θέματα που υπερτόνισε με ήπιο τόνο ο Γερμανός καγκελάριος σε μια συνάντηση στον Λευκό Οίκο, όπου το ενδιαφέρον μονοπώλησε η σύγκρουση του Τραμπ με τον Αμερικανό δισεκατομμυριούχο, Έλον Μασκ. Διατηρώντας χαμηλούς τόνους, ο Μερτς είπε πως είναι βέβαιος ότι η Ουάσινγκτον θα συνεχίσει να στηρίζει το ΝΑΤΟ και αναγνώρισε πως εδώ και χρόνια η Ευρώπη είχε επαναπαυθεί για την ασφάλεια της στον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ. Η σύνοδος κορυφής των G7 από τις 15 έως τις 17 Ιουνίου και η συνάντηση του ΝΑΤΟ στη Χάγη στις 24 με 25 Ιουνίου θα κρίνουν τι κλίμα θα παγιωθεί έστω και βραχυπρόθεσμα μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Ήδη, ο Μαρκ Ρούτε, πρώην πρωθυπουργός της Ολλανδίας και γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα πως οι περισσότεροι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ αποδέχονται την απαίτηση του Αμερικανού προέδρου για την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ.
Επειδή, όμως, ο Τραμπ δεν έχει κρύψει τη σύγχυσή του για την πορεία των εμπορικών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι φοβούνται μήπως οι ΗΠΑ ασκήσουν πιέσεις σε ένα μέτωπο για να αποκομίσουν οφέλη σε ένα άλλο. Αυτήν την ανησυχία εξέφρασε προ ημερών ο Ζοζέπ Μπορέλ, ο πρώην επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, στους Financial Times. «Όλες αυτές οι κρίσεις, όλες μαζί», είπε ο Μπορέλ, συμπληρώνοντας ότι «μπορεί να μας πει: αν δεν μου δώσετε μια καλή συμφωνία, τότε δεν θα στηρίξουμε την Ουκρανία. Ή αν με πιέσετε με τη στήριξη της Ουκρανίας, τότε θα προσθέσουμε ως προϋπόθεση του ΝΑΤΟ την απαίτηση να αυξήσουμε τις αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ».
Αν και παράγοντες των αγορών υποστηρίζουν πως ο Τραμπ τελικά οπισθοδρομεί από τις απειλές του, με παράδειγμα την πρόσφατη συμφωνία με την Κίνα για μείωση των δασμών από το 145% στο 30%, ο ίδιος δεν δίστασε λίγο μετά να διπλασιάσει στο 50% τους οριζόντιους δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο παρά εκτιμήσεις πως έτσι θα αυξήσει κατά 100 δισ. δολάρια τις δαπάνες για τους εισαγωγείς της χώρας του. Με την κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων να διατηρεί ακράδαντα την πεποίθηση πως αυτή η δασμολογική πολιτική, η οποία επιφέρει βαριές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, θα έχει μακροπρόθεσμα οφέλη, η Ε.Ε θα πρέπει να λειτουργεί πυροσβεστικά για να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο το οικονομικό πλήγμα στα κράτη-μέλη. Οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ε.Ε.
Σε αυτή τη φάση των εμπορικών διαπραγματεύσεων παραμένει «παγωμένη» η απειλή του Τραμπ για αύξηση των δασμών στο 50% εις βάρος της Ε.Ε από το 10% που ισχύει σήμερα και το 20% που ανεστάλη προσωρινά για 90 ημέρες από τον Απρίλιο. Ας μην λησμονείται, επίσης, η φορολόγηση με 25% όλων των εισαγωγών αυτοκινήτων, ένα μέτρο που αποτελεί μεγάλο χτύπημα για τις αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας – όπως και το πρόσφατο 50% στον χάλυβα και το αλουμίνιο. Ο Μερτς εξασφάλισε μια δέσμευση από τον Λευκό Οίκο για μεγαλύτερο συντονισμό στα μέτρα που αφορούν τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Όμως, η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ευρώπη θα είναι να διατηρήσει ένα κοινό μέτωπο στις συνομιλίες με τις ΗΠΑ.