Ρίγη προκαλεί σε όλο τον πλανήτη η προοπτική κλιμάκωσης της σύγκρουσης Ισραήλ-Ιράν, αλλάζοντας πολλά από τα δεδομένα. Τα ισραηλινά πλήγματα κατά του Ιράν και η απάντηση αναζωπυρώνουν τους φόβους για αναφλεξη στη Μέση Ανατολή και αναγκάζουν τη Δύση να επανεξετάσει τη στάση της με αφορμή το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Συνολικότερα, καθώς συνεχίζονται και κλιμακώνονται τα πλήγματα του Ισραήλ κατά του Ιράν που απαντά με χτυπήματα κατά ισραηλινών στόχων, με νεκρούς και στις δυο πλευρές, η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί μουδιασμένη τις εξελίξεις με τις ανησυχίες να εντείνονται τόσο στο γεωπολιτικό πεδίο όσο και στη σφαίρα της παγκόσμιας οικονομίας και των αγορών, σε περιβάλλον γενικευμένης αστάθειας και αβεβαιότητας, καθώς στο παιχνίδι μπαίνουν και τα Στενά του Ορμούζ.
Το Ιράν προειδοποίησε ΗΠΑ, Βρετανία, και Γαλλία ότι οι βάσεις και τα πλοία τους στην περιοχή θα γίνουν στόχος επίθεσης εάν βοηθήσουν να σταματήσουν οι επιθέσεις της Τεχεράνης στο Ισραήλ, ενώ ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας Ισραέλ Κατς απειλεί ότι “η Τεχεράνη θα καεί αν δεν σταματήσουν οι εκτοξεύσεις πυραύλων κατά Ισραηλινών αμάχων”.
Στο επίκεντρο των εξελίξεων βρίσκεται το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά στην ουσία πίσω από αυτό διακυβεύονται οι νέες ισορροπίες στην περιοχή της Μέσης Ανατολής – και όχι μόνο.
Παρά τη μεγάλης κλίμακας ισραηλινή επίθεση σε στρατιωτικές και πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, οι υπόγειες μονάδες εμπλουτισμού ουρανίου, όπως αυτές στο Νατάνζ και στο Φορντό, παραμένουν λειτουργικές, σύμφωνα με αναλύσεις ειδικών και δορυφορικές εικόνες, μεταδίδει η Washington Post. Οι ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές φαίνεται πως προκάλεσαν κυρίως ζημιές σε εγκαταστάσεις έρευνας και υποδομές, με σοβαρές βλάβες στο σύστημα ηλεκτροδότησης και εξαερισμού του Νατάνζ. Ωστόσο, ο υπόγειος πυρήνας των εγκαταστάσεων -και κυρίως οι φυγοκεντρητές- δεν φαίνεται να έχουν επηρεαστεί.
Ωστόσο, το Ισραήλ υποστηρίζει ότι οι πυρηνικές εγκαταστάσεις στις περιοχές του Ισφαχάν και της Νατάνζ του Ιράν υπέστησαν σοβαρές ζημιές και ότι θα απαιτηθεί χρόνος μεγαλύτερος από μερικές εβδομάδες για την αποκατάσταση των ζημιών, προσθέτοντας ότι από τους βομβαρδισμούς σκοτώθηκαν εννέα υψηλόβαθμοι Ιρανοί πυρηνικοί επιστήμονες. Το Ισραήλ επιτέθηκε κατά περισσότερων από 150 στόχων με τη χρήση εκατοντάδων πυρομαχικών, εξήγησε ισραηλινός αξιωματούχος, προσθέτοντας ότι ο εναέριος δρόμος προς την ιρανική πρωτεύουσα, την Τεχεράνη, έχει «αποτελεσματικά ανοίξει».
Οι πληροφορίες είναι καταιγιστικές και η στάση πολλών παικτών στη διεθνή σκηνή είναι αμφίσημη. Οι ΗΠΑ προσπαθούν να εμφανίσουν ότι εν μέρει κρατούν αποστάσεις από τη στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ, χαρακτηρίζοντας τα πλήγματα ως «μονομερή ενέργεια» και υπογραμμίζοντας πως η Ουάσινγκτον «δεν ενεπλάκη». Είναι, ωστόσο, πιθανό ότι υπήρχε κάποιος βαθμός προγενέστερης ενημέρωσης.
Σύμφωνα με την Washington Post, «Ισραηλινοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι ο Νετανιάχου υπέγραψε τις διαταγές για την επίθεση τη Δευτέρα. Την ίδια ημέρα μίλησε τηλεφωνικά με τον πρόεδρο Τραμπ». Είναι πολύ πιθανό ότι το θέμα συζητήθηκε, έστω και σε γενικές γραμμές, στην τηλεφωνική επικοινωνία της 9ης Ιουνίου. Στις ημέρες που ακολούθησαν, οι ΗΠΑ μείωσαν τη διπλωματική και στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή, μειώνοντας την έκθεσή τους σε αντίποινα.
Η Διεύθυνση Ναυτιλιακών Επιχειρήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου (UKMTO) εξέδωσε στις 11 Ιουνίου μια ασυνήθιστα σαφή προειδοποίηση προς τα πλοία στην περιοχή: «Η UKMTO έχει ενημερωθεί για αυξημένες εντάσεις στην περιοχή, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κλιμάκωση στρατιωτικής δραστηριότητας με άμεσες συνέπειες για τους ναυτικούς. Τα πλοία καλούνται να διαπλέουν τον Περσικό Κόλπο, τον Κόλπο του Ομάν και τα Στενά του Ορμούζ με προσοχή».
Δεδομένου του εύρους της ανταλλαγής πληροφοριών και της διπλωματικής συνεργασίας ανάμεσα στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ, και μεταξύ ΗΠΑ, Βρετανίας και ευρωπαϊκών συμμάχων, η ύπαρξη κάποιου βαθμού προειδοποίησης είναι σχεδόν βέβαιη. Οι διπλωματικοί χειρισμοί και οι προειδοποιήσεις προς τα πλοία υποδεικνύουν ότι οι ΗΠΑ είχαν σημαντική πρότερη γνώση της επιχείρησης, ακόμη και αν το Ισραήλ δεν κοινοποίησε το ακριβές χρονοδιάγραμμα ή τα επιχειρησιακά σχέδια, αναφέρουν αναλυτές στο Reuters.
Η σιωπηρή στήριξη
Είναι απίθανο το Ισραήλ να ζήτησε επισήμως αμερικανική υποστήριξη ή οι ΗΠΑ να έδωσαν το πράσινο φως, καθώς αυτό θα εμπόδιζε την αμερικανική πλευρά να διατηρήσει κάποιο βαθμό εύλογης άρνησης. Ωστόσο, το Ισραήλ προχώρησε στην επίθεση μόνο εφόσον είχε την πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκοί σύμμαχοι θα παρείχαν τελικά –σιωπηρή και εκ των υστέρων– πολιτική στήριξη, ιδίως μέσω μέτρων ανάσχεσης της ιρανικής αντίδρασης.
Η στάση των ΗΠΑ παραμένει προς το παρόν αμφίσημη στην επίσημη σκηνή. Μέσω της μερικής αποστασιοποίησης, επιδιώκουν να παρουσιάσουν τη σύγκρουση ως διμερή υπόθεση Ισραήλ–Ιράν, ώστε να αποφευχθούν επιθέσεις εναντίον αμερικανικού προσωπικού και συμφερόντων στην περιοχή. Ωστόσο, δεν έχουν καταδικάσει την επιχείρηση και είναι πιθανό να παράσχουν στο Ισραήλ υποστήριξη για την απόκρουση των αναμενόμενων ιρανικών αντιποίνων, σχολιάζουν οι ίδιοι αναλυτές, όπως και φαίνεται να έγινε το Σάββατο.
Οι ΗΠΑ και οι ευρωπαίοι σύμμαχοι επιχειρούν να παρουσιάσουν τη συνδρομή τους ως «αμυντική», με στόχο να αποφευχθεί περαιτέρω κλιμάκωση και να διατηρηθεί ο χώρος για επανέναρξη των διπλωματικών συνομιλιών για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Σε απάντηση των επιθέσεων, το Ιράν αναμένεται να διακόψει τη συνεργασία του με τη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) και να αναστείλει ή να αποχωρήσει από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων (NPT). Η Τεχεράνη έχει προειδοποιήσει επανειλημμένα ότι ενδεχόμενη επίθεση στις πυρηνικές εγκαταστάσεις της θα οδηγήσει στην αποχώρησή της από τη Συνθήκη και πλέον δεν διακρίνει όφελος από τη συνέχιση της συμμετοχής της. Η αποχώρηση θα αποτελέσει ισχυρό συμβολικό μήνυμα και θα επιβάλει διπλωματικό κόστος στις ΗΠΑ και στους ευρωπαίους συμμάχους για τη στήριξή τους προς το Ισραήλ, σύμφωνα με αναλυτές στο Reusters.
Το Ιράν αναμένεται επίσης να αναστείλει ή να τερματίσει τις συνομιλίες με τις ΗΠΑ και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία), καθώς δεν βλέπει πλέον πλεονεκτήματα στη συνέχισή τους. Από τη σκοπιά της Τεχεράνης, σκοπός των διαπραγματεύσεων ήταν η αποτροπή ενός στρατιωτικού πλήγματος στις πυρηνικές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις της. Είναι απίθανο να συμφωνήσει στην επανέναρξη συνομιλιών χωρίς σαφή διαβεβαίωση από την Ουάσινγκτον ότι θα συγκρατήσει το Ισραήλ από περαιτέρω στρατιωτικές ενέργειες.
Αεροπορικά πλήγματα και διπλωματία
Τα ισραηλινά πλήγματα εναντίον της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν θέτουν ένα δύσκολο ερώτημα για τη διεθνή κοινότητα: είναι εφικτή μια νέα διπλωματική προσέγγιση με το Ιράν, όταν η κυβέρνηση της Τεχεράνης βρίσκεται σε τόσο ευάλωτη θέση και έχει υποστεί βαρύ πλήγμα στο γόητρο και στην πυρηνική της υποδομή;
Οι αεροπορικές επιδρομές μπορεί να θεωρηθούν από ορισμένους Δυτικούς παράγοντες ως αναγκαίο προοίμιο για μια νέα διαπραγματευτική διαδικασία, επιβεβαιώνοντας το επιχείρημα ότι οι συνομιλίες είναι αποτελεσματικές μόνο όταν η άλλη πλευρά τελεί υπό πίεση. Ωστόσο, η άποψη αυτή ενέχει κινδύνους: το Ιράν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η διπλωματία έχει αποτύχει πλήρως και ότι μόνο η απόκτηση πυρηνικής αποτροπής θα αποτρέψει μελλοντικά πλήγματα. Σε αυτό το ενδεχόμενο, η αποτροπή γίνεται αυτοεκπληρούμενη προφητεία: η στρατιωτική πίεση αντί να συγκρατήσει, ωθεί προς περαιτέρω κλιμάκωση.
Το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας, το οποίο εδώ και δύο δεκαετίες αποτελεί αντικείμενο διαρκούς διεθνούς ανησυχίας, δεν είναι πια απλώς υπό επιτήρηση – είναι ενεργά στοχοποιημένο. Αυτό ίσως ενισχύσει τα επιχειρήματα των πιο σκληροπυρηνικών φωνών εντός του καθεστώτος, που υποστηρίζουν ότι μόνο μια πλήρης πυρηνική αποτροπή θα διασφαλίσει την κυριαρχία και την επιβίωση του Ιράν.
Παράλληλα, όμως, είναι πιθανό οι ισραηλινοί να θεωρούν ότι τα πλήγματα αυτά δημιουργούν το έδαφος για μια «διαπραγμάτευση από θέση ισχύος», ιδιαίτερα εάν οι ζημιές στο Νατάνζ καθυστερήσουν σοβαρά την τεχνική πρόοδο του ιρανικού προγράμματος, αναφέρει ο Γίντεον Ράχμαν στους Financial Times. Η παραδοσιακή άποψη ότι μόνο η στρατιωτική πίεση καθιστά αποτελεσματική τη διπλωματία φαίνεται να καθοδηγεί την ισραηλινή στάση.
Το Ισραήλ πίεζε εδώ και καιρό για στρατιωτική λύση στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Την Παρασκευή δήλωσε ότι η Τεχεράνη προωθούσε ένα «μυστικό πρόγραμμα ενός πυρηνικού όπλου» και ήταν πιο κοντά από ποτέ στην απόκτησή του. Το Ιράν επανειλημμένα υποστηρίζει ότι δεν κατασκευάζει πυρηνική βόμβα και ότι το πυρηνικό του πρόγραμμα προορίζεται αποκλειστικά για ενεργειακή χρήση.
Πολλές χώρες εκτός Δύσης θα ερμηνεύσουν την επίθεση ως επίδειξη της παγιωμένης ανισορροπίας ισχύος στη Μέση Ανατολή. Η μονομερής στρατιωτική δράση του Ισραήλ χωρίς συνέπειες μπορεί να ενισχύσει την πεποίθηση πως η διεθνής τάξη λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά – γεγονός που ενδέχεται να δυσχεράνει περαιτέρω τις δυτικές κυβερνήσεις στο να εξασφαλίσουν διεθνή υποστήριξη για τη μη διάδοση τωνπυρηνικών.
Ενώ το Ισραήλ, το Πακιστάν και η Ινδία –όλα τα κράτη εκτός του Συμφώνου Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων (NPT)– διαθέτουν ήδη πυρηνικά όπλα, το Ιράν υφίσταται σκληρές κυρώσεις και δέχεται στρατιωτικά πλήγματα για ένα πρόγραμμα που –επισήμως τουλάχιστον– είναι ειρηνικό.
Η εικόνα αυτή περιπλέκει τις προσπάθειες των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων να εμφανιστούν ως εγγυητές μιας παγκόσμιας τάξης βασισμένης σε κανόνες. Ενδέχεται να ενισχυθούν οι φωνές που θεωρούν ότι η πολυπολικότητα –με Ρωσία και Κίνα σε ρόλο αντισταθμιστικών πόλων– είναι πιο ρεαλιστική και ίσως πιο δίκαιη.
Μια επίθεση με διεθνείς διαστάσεις
Παράλληλα, η απόφαση του Ισραήλ να προχωρήσει σε αεροπορικά πλήγματα κατά του Ιράν χωρίς να έχει προηγηθεί συντονισμός με τις ΗΠΑ ή άλλες δυτικές δυνάμεις τοποθετεί την Ουάσινγκτον σε δύσκολη θέση. Ενώ η κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ είχε υιοθετήσει σκληρή γραμμή έναντι της Τεχεράνης, η παρούσα συγκυρία αναδεικνύει την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ της υποστήριξης προς το Ισραήλ και της ανάγκης να αποφευχθεί μια γενικευμένη σύρραξη στη Μέση Ανατολή.
Ανώτεροι αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, μιλώντας ανεπισήμως, επισημαίνουν ότι η ισραηλινή επίθεση «δεν είχε την έγκριση των ΗΠΑ», αλλά αποφεύγουν κάθε δημόσια καταδίκη. Ευρωπαίοι διπλωμάτες, από την πλευρά τους, εκφράζουν ανησυχία για την πιθανότητα εκτροχιασμού κάθε μελλοντικής προσπάθειας επανεκκίνησης των συνομιλιών για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Αβεβαιότητα και ανακατατάξεις
Το επόμενο διάστημα αναμένεται κρίσιμο για το κατά πόσο η κατάσταση θα οδηγηθεί σε ευρύτερη στρατιωτική σύγκρουση ή σε νέες διπλωματικές πρωτοβουλίες. Η στάση της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Τουρκίας θα έχει σημασία, καθώς όλες αυτές οι χώρες παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις και επαναπροσδιορίζουν τη στρατηγική τους.
Το Ιράν ενδέχεται να επιδιώξει στενότερη συνεργασία με τη Ρωσία και την Κίνα, ενισχύοντας τις αντιδυτικές του συμμαχίες και επιταχύνοντας τη μετατόπισή του προς έναν εναλλακτικό, μη δυτικό γεωοικονομικό άξονα. Το ενδεχόμενο αυτό ανησυχεί ιδιαίτερα την Ευρώπη, η οποία προσπαθεί να διατηρήσει δίαυλο επικοινωνίας με την Τεχεράνη στο πλαίσιο της συμφωνίας JCPOA (Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης).
Καμπή ή προοίμιο
Η επίθεση στο Νατάνζ δεν είναι απλώς ένα πολεμικό επεισόδιο. Είναι πιθανώς το σημείο καμπής σε μια αντιπαράθεση που μετρά δύο δεκαετίες και έχει παγκόσμιες συνέπειες. Εάν πρόκειται για την αρχή μιας νέας φάσης σύγκρουσης ή για το αναγκαίο σοκ που θα οδηγήσει σε πραγματικές διαπραγματεύσεις, θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των ηγεσιών –στην Τεχεράνη, το Τελ Αβίβ, την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες– να αξιολογήσουν με ψυχραιμία το διακύβευμα: έναν νέο πόλεμο στη Μέση Ανατολή ή μια εύθραυστη ευκαιρία επανεκκίνησης της διπλωματίας.
Σε κάθε περίπτωση, το διπλωματικό πεδίο αλλάζει. Το Ιράν μπορεί να επιδιώξει στενότερους δεσμούς με συμμάχους όπως η Ρωσία και η Κίνα, εντείνοντας τη στροφή προς ένα πολυπολικό γεωπολιτικό περιβάλλον, στο οποίο οι περιφερειακές συγκρούσεις καθίστανται πιο δύσκολο να ελεγχθούν από τις ΗΠΑ ή την Ευρώπη.