Το καθεστώς του Ιράν χαρακτηρίζεται συχνά ως ένα σύστημα σε αποσύνθεση: διεφθαρμένο, απονομιμοποιημένο, οικονομικά εξαντλημένο και απεχθές για τους περισσότερους πολίτες του. Μετά τα απανωτά ισραηλινά πλήγματα και τη στρατιωτική εξουδετέρωση κορυφαίων διοικητών, το ερώτημα πλέον δεν είναι μόνο πολιτικό — είναι υπαρξιακό: πλησιάζει η ώρα της κατάρρευσης;
Η απάντηση στο ερώτημα, σύμφωνα με τον Economist, δεν είναι τόσο απλή. Την ώρα που το Ισραήλ ανακοινώνει πως διαθέτει «πλήρη εναέρια κυριαρχία πάνω από την Τεχεράνη», και ο Ντόναλντ Τραμπ καλεί τους Ιρανούς σε «άμεση εκκένωση», η πραγματικότητα στο έδαφος είναι πολυεπίπεδη. Η Τεχεράνη αδειάζει από κατοίκους, με αυτοκίνητα να σχηματίζουν ουρές φυγής και τα καταστήματα να παραμένουν κλειστά. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ορισμένοι Ιρανοί πανηγυρίζουν για τον θάνατο των στρατηγών με εικονίδια… ψητού κρέατος. Η γελοιοποίηση των ηγετών τους είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων δεκαετιών, σημειώνει το δημοσίευμα.
Αλλά η ιστορία του Ιράν δείχνει πως η αντίδραση σε εξωτερικές επιθέσεις δεν είναι σχεδόν ποτέ η παράδοση. Είναι η αντίσταση. Και σε ένα κράτος που διαπνέεται από έντονο εθνικισμό και τη σιιτική ιδεολογία της μαρτυρίας, ο κίνδυνος είναι ότι ο εξευτελισμός του καθεστώτος δεν θα προκαλέσει την ανατροπή του, αλλά την αναγέννησή του μέσω μιας νέας επιθετικής πορείας — ενδεχομένως προς την απόκτηση πυρηνικών όπλων.
Ιστορικά τραύματα και εθνική μνήμη
Η στρατιωτική αδυναμία έχει πυροδοτήσει επιθέσεις στο Ιράν και στο παρελθόν. Πριν από 45 χρόνια, μέσα στο χάος που ακολούθησε την Ισλαμική Επανάσταση, ο Σαντάμ Χουσεΐν πίστεψε πως μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Ξεκίνησε τον καταστροφικό πόλεμο Ιράν-Ιράκ, ο οποίος διήρκεσε οκτώ χρόνια και κόστισε εκατοντάδες χιλιάδες ζωές. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, δεν ήταν η κατάρρευση της Ισλαμικής Δημοκρατίας αλλά η ενίσχυσή της. Η Επαναστατική Φρουρά (IRGC), το παραστρατιωτικό σκέλος του καθεστώτος, απέκτησε τεράστια δύναμη και κατέλαβε κεντρική θέση στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.
Σήμερα, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου ελπίζει πως η αποδυνάμωση αυτή τη φορά θα οδηγήσει σε εσωτερική εξέγερση. Η επιχείρησή του, με την ονομασία «Rising Lion» (Ανατέλλων Λέων), ανασύρει μνήμες από τη δυναστεία των Παχλεβί, χρησιμοποιώντας ως σύμβολο το λιοντάρι του σάχη. Με τη βοήθεια του δορυφορικού καναλιού Iran International, το μήνυμα του Νετανιάχου φτάνει στα σαλόνια των Ιρανών — και στον πυρήνα της συνείδησής τους.
Η εικόνα που προβάλλεται πλέον είναι εκείνη μιας ελίτ που αιφνιδιάστηκε, γελοιοποιήθηκε και εκτέθηκε. Παρά τις προειδοποιήσεις για επικείμενη επίθεση, η ιρανική ηγεσία δεν είχε κάνει καμία σοβαρή προετοιμασία. «Χάρτινη γάτα», σχολιάζει σκωπτικά ένας Ιρανός χρηματιστής. Οι πολίτες δεν λαμβάνουν προειδοποιήσεις για πυραυλικές επιθέσεις, σε αντίθεση με το Ισραήλ που ενεργοποιεί σειρήνες και δίνει οδηγίες για καταφύγια. Η δολοφονία στρατηγών στα ίδια τους τα σπίτια αποκαλύπτει όχι μόνο την επιχειρησιακή ικανότητα του Ισραήλ, αλλά και βαθιές διαρροές στο εσωτερικό της ιρανικής εξουσίας.
Επιφανειακή κανονικότητα, υπόγεια αναταραχή
Η ιρανική ηγεσία επιχειρεί να διατηρήσει την ψευδαίσθηση της κανονικότητας. Οι παρελάσεις για τη γιορτή του Ιντ αλ-Γκαντίρ πραγματοποιήθηκαν κανονικά, στις 14 Ιουνίου. Όμως η εικόνα στους δρόμους είναι διαφορετική. Ορισμένοι τολμηροί ντύνονται με ισραηλινές σημαίες, μοιράζουν τούρτες και κοροϊδεύουν νεκρούς στρατηγούς που θεωρούν υπεύθυνους για τη δολοφονία 500 διαδηλωτών το 2022. Η πιο ηχηρή δολοφονία, αυτή του διοικητή της αεροπορίας Αμίρ Αλί Χατζιζαντέχ στις 13 Ιουνίου, έγινε δεκτή με διαδικτυακά χειροκροτήματα: ο ίδιος δεν είχε ποτέ ζητήσει συγγνώμη για την κατάρριψη ενός ουκρανικού επιβατικού αεροσκάφους το 2020, γεμάτο με Ιρανούς φοιτητές.
Σε μια ένδειξη απελπισίας, η κυβέρνηση περιόρισε την πρόσβαση στα κοινωνικά δίκτυα σε ολόκληρη τη χώρα.
Το σενάριο του Νετανιάχου μοιάζει να επαναλαμβάνει την επιτυχημένη τακτική του εναντίον της Χεζμπολάχ στον Λίβανο το 2024: πρώτα η εξόντωση των στρατιωτικών ηγετών, μετά η πολιτική διάλυση. Ελπίζει ότι το κενό εξουσίας θα οδηγήσει είτε σε εμφύλιο μεταξύ φατριών εντός του καθεστώτος είτε σε επανάσταση στις μεγάλες πόλεις, όπως εκείνη που απέτυχε το 2023.
Αλλά παρά το αρχικό σοκ —ένα «Περλ Χάρμπορ» σύμφωνα με έναν αναλυτή— το καθεστώς ανασυγκροτήθηκε σε 18 ώρες. Μια νέα γενιά στρατηγών αντεπιτέθηκε με εκατοντάδες πυραύλους. Οι καθημερινοί άνθρωποι, εν τω μεταξύ, δεν έχουν αντοχές για άλλη μία αποτυχημένη εξέγερση. Το κίνημα διαμαρτυρίας δεν έχει ηγέτη ή συνεκτικό όραμα. Η γενιά του 1979 εξακολουθεί να επαναλαμβάνει συνθήματα για «θάνατο στους εχθρούς», ενώ η νέα γενιά αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην απόγνωση και τη φυγή.
Αν το Ισραήλ διακόψει νερό ή ηλεκτρικό στην Τεχεράνη μέσα στο αποπνικτικό καλοκαίρι, η αγανάκτηση μπορεί να δώσει τη θέση της στον πατριωτισμό. Όπως σημείωσε ο πρώην φοιτητής και ακτιβιστής Αλί Αφσαρί, «η ανεξαρτησία του Ιράν δεν μπορεί να θυσιαστεί για το μίσος προς τη σημερινή κυβέρνηση».
Οι κινήσεις του Χαμενεΐ στο Ιράν
Ο ανώτατος ηγέτης Αλί Χαμενεΐ, μπροστά στον κίνδυνο διάσπασης του συστήματος, προσπαθεί να συγκολλήσει τα κομμάτια του. Επέλεξε για πρόεδρο τον μεταρρυθμιστή γιατρό Μασούντ Πεζεσκιάν και προώθησε χαλαρότερες θρησκευτικές πολιτικές. Μια από τις πιο εμβληματικές μεταρρυθμίστριες, η Φαεζέ Χασεμί Ραφσαντζανί —κόρη πρώην προέδρου και πρώην πολιτική κρατούμενη— υποστήριξε δημόσια τον γιο του Χαμενεΐ, Μοτζτάμπα, για διάδοχο. Τον παρομοίασε μάλιστα με τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας: αυταρχικός, αλλά εκσυγχρονιστής.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Χαμενεΐ έχει αφήσει να εννοηθεί πως η αποχώρησή του θα μπορούσε να επιφέρει χάος. Η αποκαθήλωσή του ίσως ανοίξει τον δρόμο για στρατιωτικούς ή φιλόδοξους εθνικιστές που θα επιδιώξουν γρήγορη πυρηνική εξοπλιστική ανατροπή. Ο ίδιος ο σάχης, άλλωστε, ήταν αυτός που ξεκίνησε το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα τη δεκαετία του ’70.
Ένα μετα-Χαμενεϊκό Ιράν ίσως δει μειονότητες, όπως οι Κούρδοι και οι Αζέροι, να ξανασηκώνονται. Το φάντασμα ενός εμφυλίου, όπως στη Συρία ή στο Ιράκ, δεν είναι θεωρητικό. Είναι ορατό.
Ιράν: Μια κοινωνία που αδειάζει
Η αρχική ειρωνεία που κατέκλυσε τα social media αντικαθίσταται από σιωπηλή αγωνία. Χάρτες εκκένωσης κυκλοφορούν κρυφά, οι βόμβες πέφτουν κοντά σε σπίτια, και η κρατική τηλεόραση είναι πλέον ένας στόχος. Η κυβέρνηση μοιράζει βενζίνη με δελτίο. «Νιώθουμε πως είμαστε οι τελευταίοι που μείναμε εδώ», λέει μια φροντιστής.
Το δίλημμα που κυριαρχεί πλέον δεν είναι πολιτικό αλλά υπαρξιακό: «Θα πέσει το καθεστώς ή θα πέσουμε όλοι μαζί του;». Και ενώ οι φωνές για αλλαγή δεν σιγούν, πληθαίνουν εκείνοι που —μέσα στον τρόμο— αναρωτιούνται μήπως το γνώριμο κακό είναι καλύτερο από το άγνωστο χάος.
Ένα καθεστώς με την πλάτη στον τοίχο, χωρίς τίποτα να χάσει, ίσως αποδειχθεί η μεγαλύτερη απειλή απ’ όλες — όχι μόνο για τους αντιπάλους του, αλλά και για τον ίδιο του τον λαό.