Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, ο ανεπτυγμένος κόσμος ξεκινά μια περίοδο μαζικών αμυντικών δαπανών σε μια φρενίτιδα στρατιωτικού επανεξοπλισμού. Οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, η απειλή σύρραξης για την Ταϊβάν και η απρόβλεπτη στάση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στις συμμαχίες έχουν καταστήσει την ενίσχυση της εθνικής άμυνας άμεση προτεραιότητα, αναφέρει ο Economist.
Στις 25 Ιουνίου, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να αυξήσουν τον στόχο για στρατιωτικές δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ, εκ των οποίων το 1,5% θα αφορά ευρύτερες δαπάνες ασφάλειας (η Ισπανία απαίτησε εξαιρέσεις). Αν ο στόχος αυτός επιτευχθεί το 2035, οι συνολικές αμυντικές δαπάνες θα είναι αυξημένες κατά 800 δισ. δολάρια ετησίως σε πραγματικούς όρους, σε σχέση με τα προ του πολέμου στην Ουκρανία επίπεδα. Η τάση ξεπερνά το ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, το Ισραήλ δαπάνησε πέρυσι πάνω από 8% του ΑΕΠ του για άμυνα, ενώ ακόμη και η συνήθως ειρηνόφιλη Ιαπωνία προτίθεται να αυξήσει σημαντικά τους στρατιωτικούς της προϋπολογισμούς.
Αυτά τα τεράστια ποσά έχουν τη δύναμη να αναδιαμορφώσουν την παγκόσμια οικονομία, επιβαρύνοντας τα δημόσια οικονομικά και μετατοπίζοντας την οικονομική δραστηριότητα στο εσωτερικό των χωρών. Καθώς οι πολιτικοί προσπαθούν να πείσουν τους πολίτες για την αναγκαιότητα των εξοπλισμών, πολλοί θα υποστηρίξουν ότι οι στρατιωτικές δαπάνες θα φέρουν όχι μόνο ασφάλεια αλλά και οικονομικά οφέλη.
Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, σερ Κιρ Στάρμερ, υπόσχεται ότι η άμυνα θα προσφέρει «την επόμενη γενιά καλών, ασφαλών και καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα οφέλη θα είναι «πανευρωπαϊκά». Όσο δελεαστικά κι αν είναι αυτά τα επιχειρήματα, είναι εσφαλμένα. Η χρησιμοποίηση των αμυντικών δαπανών για την επίτευξη οικονομικών στόχων θα ήταν ένα δαπανηρό λάθος, σύμφωνα με τον Economist.
Πίεση στα δημόσια οικονομικά
Η πιο προφανής οικονομική συνέπεια των αυξημένων στρατιωτικών προϋπολογισμών θα είναι η πίεση στα δημόσια οικονομικά. Τα δημόσια χρέη είναι ήδη υψηλά, ενώ οι πιέσεις από τη γήρανση των πληθυσμών και τα υψηλά επιτόκια αυξάνονται. Κατά μέσο όρο, ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ (εξαιρουμένων των ΗΠΑ) θα χρειαστεί να αυξήσει τις ετήσιες στρατιωτικές του δαπάνες κατά 1,5% του ΑΕΠ.
Ως αποτέλεσμα, άλλες κατηγορίες δαπανών, όπως η κοινωνική πρόνοια, θα δεχθούν πιέσεις, περιορίζοντας το «μέρισμα ειρήνης» που προέκυψε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Επιπλέον, το να καλυφθεί το πλήρες κόστος είτε με περικοπές είτε με αύξηση φόρων θα είναι πολιτικά δύσκολο, με αποτέλεσμα πολλοί κρατικοί προϋπολογισμοί να διολισθήσουν σε ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα. Έτσι, οι αμυντικές δαπάνες θα τείνουν να αυξάνουν τα επιτόκια και να καθιστούν τα δημόσια οικονομικά πιο ευάλωτα, ακόμη κι αν ενισχύουν την ασφάλεια έναντι εξωτερικών απειλών.
Η επίπτωση στην ανάπτυξη
Ποια θα είναι η επίπτωση στην ανάπτυξη; Η χρηματοδότηση των εξοπλισμών μέσω ελλειμμάτων θα λειτουργήσει ως κεϊνσιανό δημοσιονομικό ερέθισμα, αλλά αυτό θα είναι μάλλον περιορισμένο—και πιθανόν ανεπιθύμητο σε μια συγκυρία χαμηλής ανεργίας και επίμονου πληθωρισμού στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Επιπλέον, οι αμυντικές δαπάνες είναι δαπανηρές και δεν βελτιώνουν άμεσα το βιοτικό επίπεδο των πολιτών.
Αντιθέτως, η έρευνα και ανάπτυξη (R&D) στον αμυντικό τομέα μπορεί να αποφέρει ευρύτερα οφέλη. Η δημόσια χρηματοδότηση καινοτομίας έχει αποδειχθεί ότι πυροδοτεί και την ιδιωτική καινοτομία. Σύμφωνα με μια πρόσφατη εκτίμηση, όταν οι δαπάνες για αμυντικό R&D αυξάνονται κατά 1% του ακαθάριστου προϊόντος ενός κλάδου, η ετήσια παραγωγικότητα αυξάνεται κατά 8,3%. Το Ίντερνετ και η πυρηνική ενέργεια αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα τεχνολογιών που γεννήθηκαν από στρατιωτική έρευνα.
Οι στρατιωτικές προμήθειες θα αλλάξουν επίσης την κατανομή της ζήτησης εντός της οικονομίας. Οι πολιτικοί ελπίζουν ότι αυτό θα αντισταθμίσει τη βιομηχανική αποδιάρθρωση, όμως μάλλον θα απογοητευτούν. Η παραγωγή αμυντικού εξοπλισμού, όπως και η υπόλοιπη μεταποίηση, είναι πλέον έντονα εξειδικευμένη και αυτοματοποιημένη.
Τι σημαίνει για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας
Συνεπώς, η αναθέρμανση των εξοπλισμών είναι πιθανό να δημιουργήσει πολύ λιγότερες θέσεις εργασίας απ’ όσες χάνονται λόγω τεχνολογίας ή διεθνούς ανταγωνισμού. Σε σχετική εκτίμηση, η αύξηση των αμυντικών δαπανών στις ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να δημιουργήσει περίπου 500.000 θέσεις εργασίας—ένας πολύ μικρός αριθμός μπροστά στους 30 εκατομμύρια εργαζόμενους στη μεταποίηση στην ΕΕ.
Η φύση του σύγχρονου πολέμου μειώνει ακόμη περισσότερο τις πιθανότητες για μαζική δημιουργία θέσεων εργασίας, αναφέρει ο Economist. Η Ουκρανία δείχνει ότι μια χώρα δεν χρειάζεται εκτεταμένη βιομηχανική πολιτική για να προετοιμαστεί για πόλεμο. Η κατασκευή drones—που προκαλούν τη μεγαλύτερη φθορά στα πεδία των μαχών—είναι σχετικά απλή. Και όσο περισσότερο αναπτύσσεται η τεχνητή νοημοσύνη, για παράδειγμα για την καθοδήγηση και λειτουργία των drones, τόσο λιγότερες θέσεις εργασίας δημιουργούνται στις γραμμές παραγωγής, ενώ περισσότερα κέρδη συγκεντρώνονται σε τεχνολογικές εταιρείες.
Οι απαιτήσεις επιχειρήσεων και συνδικάτων και τα εθνικά όρια στην παραγωγή
Οι μεγάλοι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί θα αναγκάσουν τις κυβερνήσεις να ισορροπήσουν μεταξύ ασφάλειας, αποτελεσματικότητας και ισότητας. Καθώς οι προϋπολογισμοί αυξάνονται, τοπικοί αξιωματούχοι, επιχειρήσεις και συνδικάτα θα απαιτήσουν να κατευθυνθούν πόροι προς αυτούς. Όμως η υποχώρηση σε αυτές τις πιέσεις θα ήταν λάθος.
Ακροβασία μεταξύ ασφάλειας, αποτελεσματικότητας και ισότητας
Ένα από τα διαχρονικά προβλήματα της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής είναι ότι πάρα πολλές χώρες θέλουν να κατασκευάζουν το δικό τους εξοπλισμό. Για παράδειγμα, τα κράτη-μέλη της ΕΕ διαθέτουν 12 διαφορετικά είδη αρμάτων μάχης, ενώ οι ΗΠΑ παράγουν μόνο ένα. Αυτή η πολυδιάσπαση είναι αναποτελεσματική και υπονομεύει τη διαλειτουργικότητα των ενόπλων δυνάμεων.
Οι κυβερνήσεις δεν έχουν πιο ιερή υποχρέωση από το να διασφαλίσουν την ασφάλεια των πολιτών τους. Η εύθραυστη κατάσταση των δημόσιων οικονομικών απαιτεί τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα στη διαχείριση των φόρων. Η διασπορά πόρων σε ευνοούμενους τομείς ή περιοχές θα οδηγήσει μόνο σε περαιτέρω φορολογική επιβάρυνση ή περικοπές κοινωνικών δαπανών.
Για να πετύχει η προσπάθεια μαζικών στρατιωτικών επανεξοπλισμών, οι κυβερνήσεις πρέπει να είναι ειλικρινείς με τους πολίτες: πρόκειται για δαπάνη με αποκλειστικό στόχο την ασφάλεια. Αν επιχειρήσουν να πετύχουν τα πάντα με έναν προϋπολογισμό, δεν θα πετύχουν τίποτα. Δεν έχει νόημα να ενισχυθεί η οικονομική ανάπτυξη, αν το τίμημα είναι η εθνική ήττα.