Σε αναβρασμό βρίσκεται η αγορά ενεργειακής αναβάθμισης, επτά χρόνια μετά την πρώτη εφαρμογή των προγραμμάτων «Εξοικονομώ». Παρά τις βελτιώσεις στις προκαταβολές των τελευταίων προγραμμάτων που έδωσαν προσωρινή ρευστότητα σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, το σύστημα εξακολουθεί να κουβαλά βαριά «κληρονομιά» από το 2018: υπερβολική γραφειοκρατία, μεγάλους χρόνους εγκρίσεων και πληρωμών και ανεπαρκή ενημέρωση για την πορεία των αιτήσεων. Στην πράξη, μηχανικοί καταγράφουν δεκάδες περιπτώσεις όπου τα έργα έχουν ολοκληρωθεί, αλλά η διαδικασία παραμένει ανοιχτή, με ελεγκτές να ζητούν ακόμη και υπεύθυνες δηλώσεις για ΦΠΑ και προμηθευτές να μην γνωρίζουν πότε θα πληρωθούν. Σύμφωνα με επαγγελματίες της αγοράς, στο «Εξοικονομώ 2021» μόνο το 1/3 των αιτήσεων έχουν εξοφληθεί, για το «Εξοικονομώ 2023» οι πληρωμές δεν έχουν ξεκινήσει ενώ για το πρόγραμμα του 2025 δεν έχει υπάρξει οριστική λίστα με τους ωφελούμενους προκειμένου να αρχίσει να «τρέχει».
Αύξηση ρυθμού πληρωμών
Πηγές του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας σημειώνουν εντούτοις πως η αλλαγή του Οδηγού τον περασμένο Νοέμβριο έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της ροής των πληρωμών. Όπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές, στο παρελθόν μπορεί να περνούσαν τέσσερις μήνες με μόλις 700 αιτήσεις να προχωρούν σε πληρωμή. Μετά την τροποποίηση, ο ρυθμός ανέβηκε στις 3.000–4.000 πληρωμές τον μήνα.
Πρόγραμμα σε αναμονή, αγορά που στεγνώνει
Το «Εξοικονομώ» υπήρξε το βασικό εργαλείο ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών τα τελευταία χρόνια, όμως η εμπειρία από το 2018 και μετά δείχνει πως το πλαίσιο κουβαλάει χρόνιες παθογένειες. Όπως σημειώνει ο Μηχανολόγος – Μηχανικός, Βασίλης Καραργύρης από την τεχνική εταιρεία Ανάδειξη που δραστηριοποιείται σε Αθήνα, Πάτρα, Θεσσαλονίκη και σύντομα και στο Ναύπλιο, από τις πρώτες εγκρίσεις μέχρι τις τελικές εκταμιεύσεις, οι καθυστερήσεις δεν περιορίστηκαν μόνο στις πληρωμές: αφορούν και την ίδια την αξιολόγηση των φακέλων.
«Γενικά στην αγορά, και όχι μόνο σε σχέση με τη δική μας εταιρεία, έχουμε παρατηρήσει σημαντικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια. Στα πιο πρόσφατα προγράμματα, χάρη στις προκαταβολές, οι χρηματοροές έχουν βελτιωθεί αισθητά. Ωστόσο, το πρόγραμμα, που ξεκίνησε το 2018, κουβαλάει ακόμη παιδικές ασθένειες που του έχουν δημιουργήσει κακό όνομα» σημειώνει.
Όπως εξηγεί, τα χρόνια 2018, 2019, 2020, 2021 και 2023 σημαδεύτηκαν από το ίδιο βασικό πρόβλημα: τις καθυστερήσεις. «Και δεν μιλάμε μόνο για καθυστερήσεις στις πληρωμές, αλλά και στις εγκρίσεις και στις διαδικασίες γενικότερα. Ο αργός ρυθμός κουράζει τους ιδιώτες, που βρίσκουν τη διαδικασία περίπλοκη, αλλά και τους επαγγελματίες του κλάδου» αναφέρει σημειώνοντας παράλληλα πως πολλές φορές και οι ίδιοι οι μηχανικοί δεν είναι αρκετά εξειδικευμένοι, με αποτέλεσμα να μην ενημερώνουν σωστά τους πελάτες. Από την άλλη, και οι πελάτες έχουν συχνά υπερβολικές προσδοκίες — πιστεύουν ότι το πρόγραμμα είναι πιο απλό και πιο γενναιόδωρο απ’ όσο πραγματικά είναι.
Αναφερόμενος σε προηγούμενους κύκλους του προγράμματος, τονίζει πως κατά την περίοδο της πανδημίας οι μεγάλες επιδοτήσεις που προβλέπονταν στο Εξοικονομώ «κλείδωσαν» κεφάλαια μέσα στις εταιρείες, καθώς οι εκταμιεύσεις αργούσαν μήνες ή και χρόνια δημιουργώντας κακό όνομα στον κλάδο. «Η αξιοπιστία του κλάδου δέχθηκε πλήγμα και πολλές μικρές επιχειρήσεις βρέθηκαν σε οικονομική πίεση» σημειώνει συμπληρώνοντας ότι «ακόμα και σήμερα, βλέπουμε ότι αιτήσεις που κατατέθηκαν τον Μάρτιο του 2025 δεν έχουν καμία επίσημη ενημέρωση για το τι μέλλει γενέσθαι».
Επιπλέον, η αγορά εντοπίζει σημαντικές δυσλειτουργίες στις διαδικασίες που παραμένουν πολύπλοκες: πλατφόρμες που ανοίγουν με καθυστέρηση, οδηγίες που αλλάζουν την τελευταία στιγμή, «κουμπιά» που δεν ενεργοποιούνται έγκαιρα. Οι παρατάσεις δίνονται με το σταγονόμετρο και δημιουργούν ανασφάλεια σε μηχανικούς και δικαιούχους.
Οι στρεβλώσεις της αγοράς και οι «αόρατες» ευθύνες
Σημαντικό «αγκάθι» είναι η αναντιστοιχία μεταξύ πλαφόν και πραγματικών τιμών που φάνηκε κυρίως στα προηγούμενα προγράμματα. Όπως αναφέρει τεχνικός σύμβουλος που τρέχει έργα «Εξοικονομώ», στα προηγούμενα προγράμματα, στις θερμοπροσόψεις και στα κουφώματα αλουμινίου, τα ανώτατα όρια που έθετε το ΥΠΕΝ δεν έφταναν για να καλύψουν το κόστος, με αποτέλεσμα οι ιδιώτες να πρέπει να βάλουν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη. Αντίθετα, σε παρεμβάσεις όπως κλιματιστικά ή αντλίες θερμότητας οι τιμές θεωρούνται πιο ρεαλιστικές.
Διαβάστε περισσότερα στο energygame.gr