Γιατί δεν περνά στις τελικές τιμές ρεύματος η φθηνή ενέργεια των ΑΠΕ

Άνθρωποι της αγοράς εξηγούν γιατί η φθηνή ενέργεια των ΑΠΕ δεν φτάνει τελικά στους λογαριασμούς ρεύματος των καταναλωτών

Τιμολόγια ρεύματος © Pixabay

Τις αιτίες που εκτοξεύουν τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, παρά το κυρίαρχο πλέον «πράσινο χρώμα» στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, ανέδειξαν εκπρόσωποι της αγοράς και θεσμικοί παράγοντες, επιχειρώντας να απαντήσουν στη βασική πρόκληση που δοκιμάζει την αποτελεσματικότητα της ενεργειακής μετάβασης: τους ακριβούς λογαριασμούς ρεύματος σε συνθήκες κατά τα άλλα πλεονάζουσας και φθηνής ανανεώσιμης παραγωγής.

Οι παρεμβάσεις τους στο πλαίσιο του 7ου Renewable Storage Forum αποκάλυψαν ότι η φθηνή ενέργεια από ΑΠΕ δεν περνά στις τελικές τιμές, καθώς το συνολικό κόστος του συστήματος μετατοπίζεται σε άλλες αγορές – στην εξισορρόπηση, στα δίκτυα, στις εφεδρείες και στις επενδύσεις ευελιξίας που απαιτούνται για να διατηρηθεί η ευστάθεια του συστήματος. Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά που λειτουργεί με όρους μετάβασης, αλλά κοστολογείται ακόμη σαν να εξαρτάται από τα ορυκτά καύσιμα.

Φούρλαρης (ΡΑΑΕΥ): «Η φθηνή παραγωγή δεν σημαίνει φθηνό σύστημα»

Ο αντιπρόεδρος Κλάδου Ενέργειας της ΡΑΑΕΥ, Δημήτρης Φούρλαρης, περιγράφει με ακρίβεια τα αίτια αυτής της αντίφασης, που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη. Όπως εξηγεί, η προσδοκία ήταν εύλογη: όσο αυξάνει το μερίδιο των ΑΠΕ τόσο θα έπρεπε να μειώνεται και το κόστος ενέργειας, αφού πρόκειται για πηγές με σχεδόν μηδενικό μεταβλητό κόστος και χωρίς εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. «Ωστόσο», τονίζει, «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για έργα που έχουν κι αυτά ένα κόστος επένδυσης, το οποίο πρέπει να αποσβεστεί σε πολύ μικρότερο χρόνο από τις συμβατικές μονάδες». Παρά ταύτα, στην πράξη βλέπουμε κάτι διαφορετικό.

Ο ίδιος περιγράφει χαρακτηριστικά φαινόμενα που, μέσα στην ίδια μέρα, παρατηρούνται αρνητικές τιμές χονδρικής το μεσημέρι λόγω υπερπαραγωγής από φωτοβολταϊκά -όπως συνέβη τον Αύγουστο του 2025- και αργότερα το βράδυ οι τιμές εκτοξεύονται ξανά, καθώς το σύστημα καλύπτει τη ζήτηση με ακριβές μονάδες, κυρίως φυσικού αερίου. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πάνω από το 50% της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται πλέον από ΑΠΕ, ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό έχει ξεπεράσει το 45%, με ορισμένες ημέρες η παραγωγή από ήλιο και άνεμο να καλύπτει σχεδόν το σύνολο της ζήτησης.

«Η διείσδυση των ΑΠΕ μειώνει το κόστος παραγωγής ενέργειας», σημειώνει, «όμως δεν μειώνει εξ ορισμού το συνολικό κόστος του συστήματος». Για να συνδεθούν τα έργα ΑΠΕ στο δίκτυο απαιτούνται πρόσθετες επενδύσεις, και εδώ ξεκινά η ανάλυση των αιτιών.

Πρώτος παράγοντας είναι το φυσικό αέριο ως καύσιμο αναφοράς για τη διαμόρφωση της ωριαίας τιμής. Παρά την αυξημένη συμμετοχή των ΑΠΕ, το φυσικό αέριο παραμένει καθοριστικός παίκτης στην κάλυψη της ζήτησης. «Λόγω του μοντέλου της οριακής τιμολόγησης», λέει ο κ. Φούρλαρης, «η τιμή καθορίζεται από την ακριβότερη μονάδα που απαιτείται για να ισορροπήσει το σύστημα».

Δεύτερος παράγοντας είναι οι ίδιες οι υποδομές και το κόστος κεφαλαίου. «Η ενεργειακή μετάβαση προϋποθέτει τεράστιες επενδύσεις – σε δίκτυα μεταφοράς και διανομής, αποθήκευση, έξυπνους μετρητές, ψηφιακή εποπτεία. Αυτές οι επενδύσεις δεν είναι δωρεάν και χρηματοδοτούνται με κεφάλαια που έχουν υψηλό κόστος, λόγω των αυξημένων επιτοκίων στην Ευρωζώνη».

Η ανεπάρκεια των δικτύων αποτελεί το τρίτο κρίσιμο εμπόδιο. «Παράγουμε φθηνή πράσινη ενέργεια, αλλά δεν μπορούμε να τη μεταφέρουμε ή να την αποθηκεύσουμε επαρκώς», εξηγεί. Οι περικοπές παραγωγής έχουν γίνει πλέον συχνό φαινόμενο τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με την ενέργεια να χάνεται και το κόστος να το επωμίζεται ο καταναλωτής.

Και φυσικά, στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και ο τρόπος διαμόρφωσης της τιμής στη χονδρεμπορική αγορά: «Το μοντέλο της ωριαίας τιμολόγησης λειτουργεί αποτελεσματικά σε συνθήκες ομαλότητας, όμως σε περιόδους έντασης ή έλλειψης ΑΠΕ οδηγεί σε δυσανάλογα υψηλές τιμές».

Ο κ. Φούρλαρης καταλήγει σε τέσσερις πυλώνες: αποθήκευση, διαχείριση ζήτησης, ενίσχυση δικτύων και αναθεώρηση της αγοράς, ώστε «να περάσουμε από μια αγορά που οδηγείται από τη μεταβλητότητα των τιμών σε μια αγορά που καθοδηγείται από την αξία της παραγωγής».

Ασλάνογλου (ΕΣΠΕΝ): «Χωρίς PPAs η φθηνή ενέργεια μένει στα χαρτιά»

Τη σκυτάλη πήρε ο Μίλτος Ασλάνογλου, γενικός διευθυντής του ΕΣΠΕΝ, που εστιάζει στη δομή της αγοράς και στη σύνδεση των ΑΠΕ με την προμήθεια. «Το ζήτημα του re-dispatching είναι εξαιρετικά σύνθετο και θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο τα επόμενα χρόνια», σημείωσε, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για έναν από τους βασικούς μηχανισμούς που κρατούν τη φθηνή ενέργεια εγκλωβισμένη στο στάδιο παραγωγής.

Ο επικεφαλής του ΕΣΠΕΝ σχολίασε ότι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους προέρχεται από τη χονδρεμπορική αγορά και από τον τρόπο με τον οποίο παράγεται και διακινείται η ενέργεια, συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών εξισορρόπησης. «Αυτήν τη στιγμή κάποιος πρέπει να τιμολογήσει πριν ακόμη γνωρίζει ποιο είναι το τελικό κόστος – αυτό από μόνο του δημιουργεί κόστος», είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι η προβλεψιμότητα πρέπει να ενισχυθεί μέσω ρυθμιστικών προσαρμογών.

Στο ερώτημα γιατί η φθηνή ενέργεια των ΑΠΕ δεν περνά στον τελικό καταναλωτή, ο Μίλτος Ασλάνογλου απάντησε ευθέως: «Ο ελέφαντας στο δωμάτιο είναι ακριβώς αυτός – η είσοδος των ΑΠΕ στο μείγμα και το πώς η φθηνότητά τους θα φτάσει στην τελική κατανάλωση». Όπως εξήγησε, όλα τα υπόλοιπα λειτουργούν σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά το πρόβλημα εντοπίζεται στη δομή της αγοράς και στον τρόπο λειτουργίας της τιμολόγησης.

Για τον ίδιο η απάντηση βρίσκεται στα PPAs: «Πρέπει να βρούμε τρόπους να περάσει η φθηνή ενέργεια στην τελική κατανάλωση και ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος, με βάση τη σημερινή οργάνωση των αγορών, είναι μέσω των PPAs». Σύμφωνα με τον Ασλάνογλου, το μερίδιο των merchant PPAs στην Ελλάδα δεν ξεπερνά το 5% της παραγωγής, «όταν για να λειτουργήσει πραγματικά η αγορά θα έπρεπε να φτάνουν το 70%–80% του χαρτοφυλακίου των προμηθευτών». Η χαμηλή ρευστότητα, η απουσία ανταγωνισμού και η υπερσυγκέντρωση ενέργειας στον ΔΑΠΕΕΠ, που ρίχνει μαζικά τις ποσότητες στην day-ahead αγορά, εμποδίζουν τη μείωση των τελικών τιμών.

«Το σημαντικότερο», κατέληξε, «είναι να βρούμε τρόπους ώστε η φθηνή ενέργεια των ΑΠΕ να περάσει σταδιακά στον τελικό καταναλωτή. Όταν το κάνουν όλοι, θα το κάνουμε κι εμείς. Το ζητούμενο είναι να μη μείνουμε πίσω».

Διαβάστε περισσότερα στο energygame.gr