«Διείσδυση στα Δυτικά Βαλκάνια αλλά και ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού» υποστηρίζουν κύκλοι της αγοράς πως θα προσφέρει η επαναλειτουργία του πετρελαιπου συνδέει τα διυλιστήρια της Helleniq Energy στη Θεσσαλονίκη με τη Βόρεια Μακεδονία. Την κουβέντα για το έργο άνοιξε εκ νέου ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, Ανδρέας Σιάμισιης, στο πλαίσιο του 8ου Athens Investment Forum, επισημαίνοντας τον στρατηγικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα στη νέα ενεργειακή γεωγραφία των Βαλκανίων.
Το συνολικό μήκος του φτάνει τα 213 χιλιόμετρα – εκ των οποίων τα 69,7 χιλιόμετρα βρίσκονται στο ελληνικό έδαφος, ενώ πρόκειται για αγωγό διαμέτρου 16 ιντσών και πίεσης σχεδιασμού 102 barg, με μέγιστη δυναμικότητα μεταφοράς 2,5 εκατομμύρια τόνους ετησίως.
Ο πετρελαιαγωγός Θεσσαλονίκης–Βόρειας Μακεδονίας αποτελεί ένα από τα πρώτα μεγάλα έργα ελληνικής ενεργειακής παρουσίας στα Δυτικά Βαλκάνια. Κατασκευάστηκε το 2002, έπειτα από την εξαγορά, το 1999, του 81,51% της ΟΚΤΑ – της εταιρείας που λειτουργούσε το μοναδικό τότε διυλιστήριο της Βόρειας Μακεδονίας – από την ΕΛΠΕΤ Βαλκανική, θυγατρική των Ελληνικών Πετρελαίων (νυν Helleniq Energy). Σκοπός του έργου ήταν να συνδέσει απευθείας τα διυλιστήρια της Θεσσαλονίκης με το διυλιστήριο της ΟΚΤΑ στη Βόρεια Μακεδονία.
Η λειτουργία του αγωγού συνεχίστηκε κανονικά έως το 2013, όταν η διοίκηση των Ελληνικών Πετρελαίων αποφάσισε να αναστείλει τη δραστηριότητα διύλισης στην ΟΚΤΑ, κρίνοντάς τη οικονομικά ασύμφορη. Έκτοτε, η Βόρεια Μακεδονία τροφοδοτείται οδικώς με καύσιμα, γεγονός που έχει αυξήσει σημαντικά το κόστος ανεφοδιασμού και έχει ενισχύσει τον κίνδυνο λαθρεμπορίου, με απώλεια φορολογικών εσόδων για το Δημόσιο.
Στο μεταξύ, ο αγωγός έχει καθαριστεί πλήρως, καθώς πλέον δεν προορίζεται για τη μεταφορά αργού πετρελαίου. Στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής της Helleniq Energy, προβλέπεται ότι μετά την αναβάθμισή του θα χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά τελικών προϊόντων διύλισης — κυρίως πετρελαίου κίνησης (diesel), αλλά και βενζίνης ή κηροζίνης — από τη Θεσσαλονίκη προς τη Βόρεια Μακεδονία. Με αυτόν τον τρόπο, η χώρα θα εξασφαλίσει προμήθειες υψηλής ποιότητας με χαμηλότερο κόστος, ενώ η Helleniq Energy θα μπορέσει να αξιοποιήσει τις εγκαταστάσεις της ΟΚΤΑ ως κέντρο αποθήκευσης και διακίνησης καυσίμων για ολόκληρη την περιοχή, με προοπτική επέκτασης προς το Κόσοβο και τη Σερβία.
Ωστόσο, η επανεκκίνηση του έργου καθυστέρησε επί σειρά ετών εξαιτίας νομικών και οικονομικών εκκρεμοτήτων μεταξύ της Helleniq Energy και του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας. «Αγκάθι» αποτέλεσε η διένεξη για αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων από την πλευρά των Σκοπίων, που αφορούσαν τη δέσμευση αγοράς τουλάχιστον 500.000 τόνων πετρελαίου ετησίως. Για την περίοδο 2008–2011, το ποσό των αποζημιώσεων που διεκδίκησε η ελληνική πλευρά ανήλθε περίπου σε 32 εκατ. ευρώ.
Η υπόθεση οδηγήθηκε στο Διαιτητικό Δικαστήριο του Παρισιού (ICC Tribunal), το οποίο δικαίωσε την Helleniq Energy, επιδικάζοντας αποζημίωση ύψους 12,98 εκατ. δολαρίων. Αν και η απόφαση αυτή ενίσχυσε τη νομική θέση της εταιρείας, η μη καταβολή του ποσού από το βορειομακεδονικό Δημόσιο αποτέλεσε για χρόνια τροχοπέδη στην πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων των δύο πλευρών και στην τελική αδειοδότηση του έργου.
Σήμερα, με τις διμερείς σχέσεις να έχουν εξομαλυνθεί και με τη στήριξη των κυβερνήσεων Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, το σχέδιο επαναλειτουργίας του αγωγού επανέρχεται στο προσκήνιο. Η ολοκλήρωσή του εκτιμάται ότι θα μειώσει δραστικά το κόστος εφοδιασμού της χώρας, θα περιορίσει το παράνομο εμπόριο καυσίμων και θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια στα Δυτικά Βαλκάνια, ενώ παράλληλα θα τοποθετήσει τη Helleniq Energy στο επίκεντρο της περιφερειακής αγοράς πετρελαιοειδών.
Η καθυστέρηση στην επανεκκίνηση του αγωγού αποδίδεται, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, σε έναν συνδυασμό ρυθμιστικών, διοικητικών και οικονομικών παραγόντων που για χρόνια εμπόδισαν την οριστική αδειοδότησή του. Μεταξύ αυτών, αναφέρεται και η πολυπλοκότητα των συμφερόντων που είχαν διαμορφωθεί γύρω από την οδική μεταφορά καυσίμων.
Πλεονεκτήματα, προοπτικές και η γεωπολιτική διάσταση
Η επαναλειτουργία του αγωγού προσφέρει πολλαπλά οφέλη και στις δύο πλευρές:
Για τη Βόρεια Μακεδονία, διασφαλίζει σταθερό και αξιόπιστο εφοδιασμό με καύσιμα υψηλής ποιότητας, μειώνει το κόστος ανεφοδιασμού και ενισχύει την ενεργειακή της ασφάλεια. Παράλληλα, της δίνει τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε περιφερειακό κόμβο διακίνησης καυσίμων για γειτονικές αγορές.
Διαβάστε περισσότερα στο energygame.gr