Σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο, επιτάχυνση των αδειοδοτήσεων, ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών και στοχευμένα κίνητρα στήριξης. Αυτοί είναι οι τέσσερις πυλώνες που ανέδειξαν οι άνθρωποι της αγοράς στο πλαίσιο του 3ου Hydrogen & Green Gases Forum, ως τα στοιχήματα της επόμενης ημέρας για να ξεκλειδώσει το πράσινο υδρογόνο τον ρόλο του στην ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας.
Οι εκπρόσωποι του κλάδου συμφώνησαν ότι, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, το εθνικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο παραμένει κατακερματισμένο, καθυστερώντας επενδύσεις και στέλνοντας σήματα αβεβαιότητας στην αγορά. Παρότι το νομοσχέδιο για το υδρογόνο και το βιομεθάνιο συνιστά ένα απαραίτητο πρώτο βήμα, το μήνυμα της αγοράς είναι σαφές: αν θέλουμε να καταστεί το υδρογόνο ανταγωνιστικός πυλώνας της ενεργειακής μετάβασης, χρειάζονται πιο τολμηρά μέτρα.
Η κ. Μαρία Ρίτα Γκάλι, Διευθύνουσα Σύμβουλος του ΔΕΣΦΑ, υπενθύμισε πως το υδρογόνο δεν είναι απλώς ένας καταναλωτής της περίσσειας ενέργειας από ΑΠΕ, αλλά ένας πολυδιάστατος ενεργειακός φορέας. Στην Ευρώπη κατανοούν ήδη τον ρόλο του ως καταλύτη της μετάβασης, αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι πού θα παράγεται, πού θα καταναλώνεται και πώς θα κατανεμηθεί οικονομικά, προσθέτοντας ότι το ελληνικό πλεονέκτημα βρίσκεται στο χαμηλό κόστος παραγωγής του πράσινου υδρογόνου, το οποίο μπορεί να καταστεί ανταγωνιστικό ακόμα και απέναντι στο εισαγόμενο από τη Βόρεια Αφρική. Η ίδια υπενθύμισε ότι οι αγωγοί Ελλάδας–Βουλγαρίας και Ελλάδας–Βόρειας Μακεδονίας–Ιταλίας, που εγκρίθηκαν ως PCI, επιβεβαιώνουν τον στρατηγικό ρόλο της χώρας μας ως κόμβου εξαγωγής υδρογόνου στην Ευρώπη. Ωστόσο, για να καταστεί αυτή η ευκαιρία πραγματικότητα, απαιτούνται κίνητρα και απαλλαγές που θα επιτρέψουν την οικονομικά βιώσιμη παραγωγή.
«Το υδρογόνο δεν πρέπει να το βλέπουμε ως καταναλωτή της περίσσειας ενέργειας, αλλά ως καταλύτη της μετάβασης» δήλωσε ο κ. Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, Διευθύνων Σύμβουλος της Hellenic Hydrogen. Στην κατεύθυνση αυτή, στάθηκε στην ανάγκη απαλλαγής των μονάδων παραγωγής υδρογόνου από χρεώσεις που επιβαρύνουν το κόστος ενέργειας, υπενθυμίζοντας το παράδειγμα της Γερμανίας, όπου οι μονάδες απαλλάσσονται για 20 χρόνια από χρεώσεις χρήσης δικτύου. Παράλληλα, τόνισε ότι αν δεν επιταχυνθεί η ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών οδηγιών στο εθνικό δίκαιο, το κενό μεταξύ των φιλοδοξιών της ΕΕ και των πραγματικών επιτευγμάτων θα συνεχίσει να μεγαλώνει.
Η πρόκληση της στήριξης των πρώτων επενδύσεων
Στρέφοντας το βλέμμα του στην Πολιτεία, ο κ. Χατζηφώτης τόνισε την ανάγκη να υπάρξει ένα σαφές, συνεκτικό πλαίσιο στήριξης και αξιοποίησης των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, ώστε οι πρώτες επενδύσεις να μετουσιωθούν σε βιώσιμες υποδομές και να δώσουν ώθηση στην εδραίωση του υδρογόνου ως κεντρικού πυλώνα της ενεργειακής μετάβασης.
Το υδρογόνο πρέπει να είναι μέρος ενός ευρύτερου εθνικού στρατηγικού σχεδίου με ορίζοντα το 2050, επισημαίνοντας ότι η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι μία γραμμική διαδικασία αλλά μία πολυπαραγοντική εξίσωση που απαιτεί χρόνο, πόρους και συνεκτική στρατηγική. Στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι, παρότι ο όμιλος επενδύει ήδη στην κατασκευή του πρώτου σταθμού ανεφοδιασμού πράσινου υδρογόνου στους Αγίους Θεοδώρους, το κόστος συντήρησης, πιστοποίησης και λειτουργίας των πρώιμων αυτών υποδομών επιβαρύνει αποκλειστικά την επιχείρηση, χωρίς να καταγράφεται άμεσα ως οικονομική ανταπόδοση.
Στην ίδια κατεύθυνση, υπογράμμισε ότι η χρηματοδότηση από μόνη της δεν αρκεί για να οδηγήσει στη λήψη μιας τελικής επενδυτικής απόφασης, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και περιορισμένων πόρων, και ζήτησε από την Πολιτεία να χαράξει μια σαφή στρατηγική για την αξιοποίηση των διαθέσιμων εργαλείων – από το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο έως το ΕΣΠΑ – που θα επιτρέψουν στην αγορά να επιταχύνει την ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών, να στηρίξει την υδρογονοκίνηση στα βαριά οχήματα και να καταστήσει το υδρογόνο καταλύτη της μετάβασης και της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας.
Στην Ευρώπη οι εξαγγελίες προσκρούουν στα όρια της πράξης
Το κομμάτι της στήριξης των νέων έργων ταλανίζει όλη την ευρωπαϊκή αγορά. Συγκεκριμένα, στην Ευρώπη το 99% του υδρογόνου βασίζεται στην αναμόρφωση ορυκτών καυσίμων και μόλις το 0,4% στην ηλεκτρόλυση» υπενθύμισε η κ. Ιωάννα Μπαρούνη, Research Associate της Aurora Energy Research. Παρά την προσδοκία ότι έως το 2027 θα δούμε κάποια πρώτα μικρά έργα ηλεκτρόλυσης, αυτά θα απαιτήσουν πλήρη οικονομική στήριξη για να κατασκευαστούν. Στην αγορά της ζήτησης, το κενό είναι ακόμα μεγαλύτερο: το 76% των επιδοτήσεων σήμερα αφορά την προσφορά και μόλις το 24% τη ζήτηση, περιορίζοντας την ικανότητα του κλάδου να κλείσει το κόστος ανταγωνιστικότητας και να ενταχθεί οργανικά στην αγορά.
Διαβάστε περισσότερα στο energygame.gr