Η ιταλική Ferrero Group, γνωστή κυρίως για τα ομώνυμα σοκολατάκια και την πραλίνα φουντουκιού Nutella, συγκαταλέγεται στους πανίσχυρους ομίλους, που διατηρούν τον οικογενειακό χαρακτήρα τους και δεν έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο, όπως λειτουργούν οι αμερικανικές Cargill και Koch Industries, η σουηδική ΙΚΕΑ, η ελβετο-σουηδική Vitol και η Trafigura με έδρα τη Σιγκαπούρη. Η αποχή αυτή από τη φρενίτιδα των αγορών θεωρείται πλεονέκτημα για τη Ferrero Group, που κατάφερε να υλοποιήσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης χωρίς τις πιέσεις και τις βραχυπρόθεσμες προσδοκίες των επενδυτών.
Έχοντας προχωρήσει στην εξαγορά της αμερικανικής WK Kellogg, η οποία κατέχει τις μάρκες Corn Flakes και All-Bran έναντι 2,6 δισ. ευρώ τον περασμένο Ιούλιο, η Ferrero Group ετοιμάζεται να ολοκληρώσει μια ακόμη συμφωνία μέσα στο δ’ τρίμηνο του 2025. Μέσω της θυγατρικής Ferrara Candy Company επεκτείνει περαιτέρω το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων της, με την απόκτηση του 68% που κατέχει η Eurazeo στο μετοχικό κεφάλαιο της γαλλικής CPK Group, η οποία παράγει τις σοκολάτες Terry’s και 1848 και τα γλυκίσματα Lutti και Poulain.
Ήδη κατέχει κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά προϊόντα σοκολάτας και γλυκισμάτων, όπως η Nutella, τα Ferrero Rocher, τα Kinder και τις μικροσκοπικές καραμέλες TicTac στο κλασικό κουτάκι. Συνολικά το χαρτοφυλάκιό της απαριθμεί 35 προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των Butterfinger και Keebler, που είναι δημοφιλή στις αγορές της Βορείου Αμερικής. Είναι ο τρίτος μεγαλύτερος όμιλος στην αγορά των ζαχαρωτών, με παρουσία σε 170 χώρες. Διαθέτει 37 μονάδες παραγωγής, με τη Ferrero Hazelnut Company να δραστηριοποιείται σε χώρες των πέντε ηπείρων, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, της Σερβίας, της Γεωργίας, της Χιλής και βέβαια της Ιταλίας. Συνολικά η Ferrero Group απασχολεί 47.000 εργαζομένους.
Έπειτα από μια 79ετία από το έτος ίδρυσής της, η Ferrero Group έχει εξελιχθεί από ένα οικογενειακό ζαχαροπλαστείο της Άλμπα, μια γραφική πόλη στην περιφέρεια του Πιεμόντε, σε έναν όμιλο που κατέγραψε πωλήσεις 18,4 δισ. ευρώ το 12μηνο που έληξε τον Αύγουστο του 2024, με ετήσια αύξηση 8,9%. Την ίδια περίοδο οι κεφαλαιακές δαπάνες επεκτάθηκαν κατά 18% στα 958 εκατ. ευρώ, δρομολογώντας επενδύσεις σε ΗΠΑ, Ιταλία και Γαλλία.
Ferrero: Τα πρώτα βήματα στη μεταπολεμική Ιταλία – αναζητώντας μια οικονομική συνταγή με σοκολάτα
Το 1946, ωστόσο, τέθηκαν οι βάσεις για την ίδρυση της εταιρείας του Τζιοβάνι και του Πιέτρο Φερέρο και ξεκίνησε η σταθερή ανοδική πορεία του ομίλου. Ήταν μια δύσκολη περίοδος για την Ευρώπη, που προσπαθούσε να ανακάμψει από τη μεγάλη καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα δύο αδέλφια επιχείρησαν να διαφοροποιήσουν τις κλασικές συνταγές στη ζαχαροπλαστική, διότι η σοκολάτα ήταν τότε ένα ακριβό και δυσεύρετο αγαθό στην Ιταλία. Η πλειονότητα των Ιταλών δεν είχε την οικονομική δυνατότητα για να αγοράζει παρά τα βασικά και απαραίτητα αγαθά. Οπότε οι Φερέρο επιδίωξαν να βρουν μια οικονομική λύση, που θα αύξανε τις πωλήσεις. Ο Πιέτρο σκέφτηκαν να εκμεταλλευτούν την αφθονία φουντουκιών από την τοπική παραγωγή, παρασκευάζοντας μια συμπαγή πάστα με βούτυρο κακάο και μελάσα. Ήταν η Giandujot ή Τζαντουγιότ, που σήμερα έχει καθιερωθεί και ως γεύση παγωτού.
Τη μεταπολεμική εποχή ήταν μια προσιτή λιχουδιά. Πωλούνταν σε σχήμα τούβλου τυλιγμένο σε λαδόκολλα και οι καταναλωτές το έκοβαν σε λεπτές φέτες και το έτρωγαν με ψωμί. Αυτή η ευφυής λύση μείωσε δραστικά το κόστος παραγωγής ενός γλυκού με γεύση σοκολάτας και έκανε το προϊόν των Φερέρο εξαιρετικά δημοφιλές.
Το 1949 ο Πιέτρο Φερέρο απεβίωσε, αλλά η οικογενειακή επιχείρηση συνέχισε να αναπτύσσεται. Το 1951 ο γιος του, Μικέλε, βελτίωσε τη συνταγή της Giandujot, κάνοντάς την πιο κρεμώδη, ώστε να αλείφεται εύκολα, δίνοντάς της το όνομα Supercrema. Αυτή ήταν η πρώτη κρέμα φουντουκιού, που έπειτα αποτέλεσε ένα από πιο χαρακτηριστικά προϊόντα της μεταπολεμικής Ευρώπης: τη Nutella. Η Nutella κυκλοφόρησε το 1964, τα Ferrero Rocher το 1982 και τα Kinder Bueno το 1990.
«Έχουν μια πολύ αποφασιστική στρατηγική εδώ και δέκα χρόνια για να επεκτείνουν την παρουσία τους στα σούπερ μάρκετ, παραμένοντας ταυτόχρονα σε κατηγορίες απόλαυσης», εξηγεί ο Ζαν-Φιλίπ Μπερτσί, αναλυτής στην επενδυτική εταιρεία Vontobel. «Καθώς δεν είναι εισηγμένοι στο χρηματιστήριο, μπορούν να διατηρήσουν αυτήν τη μακροπρόθεσμη στρατηγική, παρά το περίπλοκο περιβάλλον για τα καταναλωτικά προϊόντα», συμπληρώνει ο ίδιος σε άρθρο της Le Figaro.
Η Ferrero Hazelnut Company και το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής φουντουκιού
Κομβικό ρόλο στην ανάπτυξη του ομίλου είναι η καθετοποίηση της παραγωγής μέσω της Ferrero Hazelnut Company (HCo), την οποία ίδρυσαν το 2015 μετά την εξαγορά της ιταλικής Stelliferi Group το 2012 και της τουρκικής Otlan Group το 2014. Με τις κινήσεις αυτές «αποκτήσαμε νέες δεξιότητες και βαθύτερη γνώση των διάφορων σταδίων επιλογής και επεξεργασίας του φουντουκιού», όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του ομίλου. H HCo απασχολεί πάνω από 3.000 άτομα σε όλο τον κόσμο, ελέγχοντας την παραγωγή από την πρώτη ύλη. Πηγές στον διεθνή Τύπο υποστηρίζουν πως ο όμιλος διαχειρίζεται έτσι κοντά στο 33% της παγκόσμιας προσφοράς φουντουκιών.
Πίσω από τη στρατηγική αυτήν βρίσκεται ο Τζιοβάνι Φερέρο, ο οποίος ανέλαβε ολοκληρωτικά τη διοίκηση του ομίλου από το 2011. Ο πατέρας του, Μικέλε Φέρερο, είχε ήδη παραδώσει τα ηνία στον Τζιοβάνι και τον αδελφό του, Πιέτρο τζούνιορ. Αλλά ο Πιέτρο απεβίωσε πρόωρα, το 2011, από καρδιακή προσβολή που υπέστη όσο έκανε ποδήλατο σε διαδρομή της Νοτίου Αφρικής. Ο Τζιοβάνι Φερέρο απέκρουσε φήμες που τον ήθελαν να ενώνει τις δυνάμεις του με τη Nestle ή τη Mars τη δεκαετία του 2000 ή να εξαγοράζεται ο όμιλος από τη βρετανική Cadbury. Σήμερα πια η οργανική ανάπτυξη της Ferrero φαίνεται να είναι ασταμάτητη, την ώρα που αναδιπλώνονται οι βαριές βιομηχανίες στην Ευρώπη. Πρόσφατα ο όμιλος ανακοίνωσε επένδυση 100 εκατ. ευρώ σε εργοστάσιό του στη Βιλέρ-Εκάλ, μια περιοχή στη Νορμανδία, προκειμένου να ανταποκριθεί στη μεγάλη ζήτηση.