Ο Νιτσιάκος “σπάει” την κυριαρχία του εισαγόμενου μοσχαριού με ελληνικής εκτροφής

Η οικογένεια Νιτσιάκου συνεχίζει την πορεία ανάπτυξης, προχωρώντας σε ένα φιλόδοξο επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 167 εκατ. ευρώ

Κοτόπουλα Νιτσιάκος © Νιτσιάκος

Η οικογένεια Νιτσιάκου, με ιστορία δεκαετιών στον κλάδο των τροφίμων, συνεχίζει να χαράσσει πορεία ανάπτυξης, διατηρώντας τη διοίκηση και τη στρατηγική στα χέρια της δεύτερης γενιάς. Ταυτόχρονα, σε απάντηση φημολογίας που είδε τον τελευταίο καιρό το φως της δημοσιότητας, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της επιχείρησης, Κώστας Νιτσιάκος, επισήμανε ότι η εταιρεία δεν πωλείται. Αντίθετα, προχωρά σε ένα φιλόδοξο επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 167 εκατομμυρίων ευρώ, που αφορά τόσο στην πρωτογενή παραγωγή όσο και την ενίσχυση της θέσης της στην αγορά

Ο ρόλος των εταιρειών holding

Για να υλοποιηθεί το πλάνο ανάπτυξης, δημιουργήθηκαν holding εταιρείες στις οποίες θα ενταχθούν επιμέρους δραστηριότητες, o οποίες θα αφορούν στην πρωτογενή παραγωγή, χωρισμένες στα τρία αδέρφια και μέλη της δεύτερης γενιάς της επιχείρησης, Κώστα, Μαριλένα και Αγγελική Νιτσιάκου. Στόχος είναι η συγκέντρωση των επενδύσεων στην πρωτογενή παραγωγή, ιδιαίτερα στην αναπαραγωγή και την πάχυνση του κοτόπουλου. Ο όμιλος διαθέτει ήδη σφαγεία στα Γιάννενα και τη Θεσσαλονίκη, εργοστάσιο έτοιμων προϊόντων (πανέ) στην Άρτα, τέσσερα εργοστάσια ζωοτροφών, εκκολαπτήριο, αποθήκες και μονάδες πάχυνσης. Επιπλέον, λειτουργεί εργοστάσιο σκυλοτροφών και μονάδα αδρανοποίησης ζωικών υποπροϊόντων, αξιοποιώντας τα κατάλοιπα της σφαγής.

Ο οικονομικός απολογισμός δείχνει ισχυρή παρουσία καθώς το 2024 η εταιρεία κατέγραψε τζίρο 530 εκατ. ευρώ και EBITDA 43 εκατ., με δανεισμό 55 εκατ. ευρώ. Για το 2025 οι προβλέψεις ανεβάζουν τον κύκλο εργασιών στα 570 εκατ. ευρώ.

ΝΙΚΟΣ ΛΑΒΙΔΑΣ ΚΑΙ ΚΩΣΤΑΣ ΝΙΤΣΙΑΚΟΣ

Οι κ.κ. Νίκος Λαβίδας, Διευθύνων Σύμβουλος, ΑΒ Βασιλόπουλος και Κώστας Νιτσιάκος, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, Νιτσιάκος

Νιτσιάκος: Το στοίχημα του ελληνικού μοσχαριού

Η ιδέα για την παραγωγή ελληνικού μοσχαριού αποτελεί μία από τις πιο πρόσφατες κινήσεις του ομίλου Νιτσιάκου και ανήκει στον ιδρυτή της επιχείρησης, Θεόδωρο Νιτσιάκο, ο οποίος έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Το σχέδιο υλοποιήθηκε εν τέλει από τα παιδιά του, με τις πρώτες προσπάθειες να λαμβάνουν χώρα στα τέλη του 2019 και τις αρχές του 2020. Σήμερα η εταιρεία επεξεργάζεται μοσχάρια Charolais – Aubrac, προσπαθώντας να καλύψει ένα μέρος από το τεράστιο έλλειμμα της χώρας σε ντόπια παραγωγή. Σήμερα διοχετεύει σχεδόν το σύνολο των ποσοτήτων που παράγει στην ΑΒ Βασιλόπουλος, με την οποία διατηρεί αποκλειστική συνεργασία. Το 2024 οι πωλήσεις μοσχαριού από τα ψυγεία της ΑΒ ανήλθαν σε 8 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2025 προβλέπεται να αγγίξουν τα 14 εκατ. ευρώ. Το μοσχάρι συμμετέχει με 8% στον συνολικό τζίρο της Νιτσιάκος, έναντι 40% που προέρχεται από το κοτόπουλο, το οποίο παραμένει η κύρια δραστηριότητα. Η επιχείρηση δραστηριοποιείται επίσης στην παραγωγή ζωοτροφών αλλά και την επεξεργασία πρώτων υλών για ζωοτροφές. Η πραγματικότητα δείχνει ότι μόλις το 10% της κατανάλωσης μοσχαριού στην Ελλάδα προέρχεται από εγχώρια εκτροφή. Το υπόλοιπο 90% καλύπτεται από εισαγωγές, κυρίως από Γαλλία, την Ολλανδία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Νιτσιάκος καλύπτει πλέον περίπου το 50% των πεντάμηνων μοσχαριών που εισάγονται και εκτρέφονται στη χώρα μέχρι την ηλικία των 15-16 μηνών, όπου οδηγούνται σε σφαγή.

Ωστόσο σε αυτό το εγχείρημα, οι δυσκολίες είναι πολλές, σύμφωνα με τον Κ. Νιτσιάκο. Οι τιμές αγοράς έχουν εκτιναχθεί καθώς πέρυσι τα ζωντανά μοσχάρια κοστίζαν 3,8 ευρώ το κιλό κατά την εισαγωγή τους από τη Γαλλία, ενώ σήμερα φτάνουν τα 6,5 ευρώ το κιλό. Επιπλέον, οι νεότεροι κτηνοτρόφοι δεν δείχνουν ενδιαφέρον για το μοσχάρι, γεγονός που απειλεί τη βιωσιμότητα του κλάδου σε διεθνές επίπεδο αλλά και στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, η εταιρεία επιμένει στο όραμα να προσφέρει ελληνικό μοσχάρι με ταυτότητα και προστιθέμενη αξία.

Συνεργασίες και προοπτικές για το μοσχάρι

Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία του ελληνικού μοσχαριού έχει παίξει η συνεργασία με την ΑΒ Βασιλόπουλος, σύμφωνα με τον Κώστα Νιτσιάκο. Στα καταστήματά της αλυσίδας σούπερ μάρκετ, το 60% του μοσχαριού παραμένει εισαγόμενο, αλλά το 40% προέρχεται πλέον από ελληνική εκτροφή της Νιτσιάκος, με το ελληνικό μοσχάρι να ενισχύει τις πωλήσεις του τα τελευταία χρόνια στα ψυγεία της. Η εταιρεία στοχεύει στη δημιουργία επώνυμου προϊόντος που θα αναγνωρίζεται από τον καταναλωτή και θα προσφέρει εναλλακτική λύση απέναντι στο εισαγόμενο μοσχάρι.

Μέσα από την επένδυσή της στην επεξεργασία εγχωρίως εκτρεφόμενου μοσχαριού, η Νιτσιάκος επιχειρεί να ανατρέψει την κυριαρχία του εισαγόμενου μοσχαριού, δίνοντας έμφαση στην ελληνική εκτροφή. Παρά τις αυξημένες τιμές, τα εμπόδια στην πρωτογενή παραγωγή και την απροθυμία των νέων να στραφούν στην κτηνοτροφία, η εταιρεία επενδύει μεθοδικά για να ενισχύσει την παρουσία της σε μια αγορά που διψά για προϊόντα με ταυτότητα. Με ισχυρές βάσεις στην πτηνοτροφία, νέες υποδομές και στρατηγικές συνεργασίες, φιλοδοξεί να διαμορφώσει νέα δεδομένα στον κλάδο του ελληνικού κρέατος.

Νέες επενδύσεις και προοπτικές – Το πλάνο των 167 εκατομμυρίων

Στον σχεδιασμό περιλαμβάνεται η κατασκευή νέου σφαγείου στη Βιομηχανική Περιοχή Ιωαννίνων, με δυνατότητα σφαγής 15.000 κοτόπουλων την ώρα, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει να υλοποιείται. Το έργο, που αναμένεται να ολοκληρωθεί το καλοκαίρι του 2026, θα συνοδευτεί από νέο εργοστάσιο ζωοτροφών στη Θεσσαλονίκη και ένα αναθρεπτήριο κοτόπουλων. Ο συνολικός προϋπολογισμός επενδύσεων φτάνει τα 167 εκατ. ευρώ, με το 50% να καλύπτεται μέσω χαμηλότοκου δανείου από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Το επενδυτικό πρόγραμμα έχει στόχο την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας στο κοτόπουλο, τομέα στον οποίο η εταιρεία βλέπει σταθερή ζήτηση και επενδύει διαρκώς.

Το 10% του τζίρου της εταιρείας σε εξαγωγές κοτόπουλου

Ταυτόχρονα όμως η εταιρεία προσβλέπει και στην ενίσχυση της εξαγωγικής της παρουσίας μέσω τον προαναφερόμενων επενδύσεων. Οι εξαγωγές κοτόπουλου της Νιτσιάκος αντιστοιχούν σήμερα σε περίπου 10% του τζίρου της. Η Ιταλία είναι η βασική αγορά, ενώ η εταιρεία εξάγει σε Κύπρο και Βαλκάνια, με στόχο την περαιτέρω διεύρυνση των αγορών μετά τη λειτουργία του νέου πτηνοσφαγείου.