Σούπερ Μάρκετ: Οι ισορροπίες στην αγορά και ο ρόλος του Σκλαβενίτη

Στο 5,1% η αύξηση του τζίρου φέτος στα ταχυκίνητα αγαθά. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι τα κερδισμένα στα σούπερ μάρκετ

Σούπερ μάρκετ © freepik.com

Καθώς το σύνολο των ελληνικών σούπερ μάρκετ συνεχίζει και φέτος να κινείται ανοδικά με τις πωλήσεις στα ταχυκίνητα καταναλωτικά αγαθά να αυξάνονται στο διάστημα από τις αρχές του 2025 έως και τις 12 Οκτωβρίου του 2025 με ποσοστό 5,1%, ο Σκλαβενίτης σύμφωνα με πληροφορίες του powergame.gr, συνεχίζει να κινείται ανοδικά με ποσοστό ανόδου πάνω από το μέσο όρο της αγοράς.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η μεγαλύτερη αλυσίδα σούπερ μάρκετ της χώρας, συνεχίζει να κερδίζει μερίδιο, το οποίο εκτιμάται κοντά στο 40% του συνόλου της αγοράς σούπερ μάρκετ της χώρας, αποσπώντας ταυτόχρονα μερίδιο από τους ανταγωνιστές του. Το γεγονός αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ο όμιλος Σκλαβενίτη θα κινηθεί σε υψηλότερα επίπεδα πωλήσεων στο τέλος του 2025, από τα 5,56 δισ. ευρώ που ήταν το 2024 κινούμενος με +7,8% σε σύγκριση με το 2023, όταν ήταν 5,15 δισ. ευρώ.

Πηγές της αγοράς αναφέρουν ότι τα επόμενα δύο έως τρία χρόνια η αγορά αναμένεται να συγκεντρωθεί περαιτέρω, στα χέρια λιγότερων και ταυτόχρονα μεγαλύτερων παικτών στην ελληνική αγορά και ενώ εκτός του Σκλαβενίτη και η Lidl, συνεχίζει να κερδίζει περαιτέρω, αυξάνοντας το τζίρο και τα μερίδιά της στη χώρα μας.

Όπως σας έχει ενημερώσει σχετικά το Powergame και μέσα από τη στήλη «Game Over», ο όμιλος Σκλαβενίτη εξετάζει και την επέκτασή του εκτός Ελλάδας και συγκεκριμένα στην Πολωνία, έχοντας προσλάβει ένα στέλεχος με ισχυρό βιογραφικό και πολυεθνική εμπειρία, τον Νίκο Τσακαλάκη με καθήκοντα managing director global operations, θέση που δημιουργήθηκε ειδικά για να υποστηρίξει το άνοιγμα του ομίλου εκτός ελληνικών συνόρων. Καθοριστικό στοιχείο της διαδρομής του, η παρουσία του ως γενικός διευθυντής της Reckitt στη Βαρσοβία, όπου απέκτησε σε βάθος γνώση της πολωνικής αγοράς – της ίδιας αγοράς που, σύμφωνα με τα όσα ακούγονται στην εγχώρια αγορά, βρίσκεται στο επίκεντρο του σχεδίου εξάπλωσης του Σκλαβενίτη.

Στο 5,1% η αύξηση του τζίρου φέτος στα ταχυκίνητα αγαθά – Ανάπτυξη από αύξηση της κατανάλωσης

Σε ό,τι αφορά τη συνολική εικόνα της αγοράς κατά τη φετινή χρονιά, σημαντική άνοδο κατέγραψε η αγορά ταχυκίνητων καταναλωτικών προϊόντων (FMCG) το 2025, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Circana, καθώς οι πωλήσεις αυξήθηκαν τόσο σε αξία όσο και σε τεμάχια, συγκριτικά με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Συνολικά, οι πωλήσεις σε αξία ενισχύθηκαν κατά 5,1% στο διάστημα έως και τις 12 Οκτωβρίου, συγκρινόμενες με την αντίστοιχη χρονική περίοδο του 2024, ενώ οι πωλήσεις σε τεμάχια αυξήθηκαν κατά 3,6%. Η μέση τιμή ανά τεμάχιο σημείωσε ήπια άνοδο 1,4%, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ανάπτυξη της αγοράς προήλθε κυρίως από την αύξηση της κατανάλωσης και όχι από μεγάλες ανατιμήσεις, όπως συνέβη κατά κύριο λόγο το 2022 και το 2023, δύο έτη έντονων πληθωριστικών πιέσεων.

Προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας: ο μεγάλος κερδισμένος

Η εικόνα είναι ακόμη πιο θετική για τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (PL), των οποίων οι πωλήσεις σε αξία αυξήθηκαν κατά 6,1%, ξεπερνώντας τα επώνυμα (Branded) προϊόντα που κινήθηκαν ανοδικά κατά 4,7%. Σε τεμάχια, τα PL σημείωσαν αύξηση 3,9%, έναντι 3,5% των επώνυμων, ενώ και στη μέση τιμή ανά τεμάχιο καταγράφουν μεγαλύτερη μεταβολή (+2,1% έναντι +1,2% των Branded).

Η πορεία αυτή επιβεβαιώνει τη συνεχιζόμενη ενίσχυση της προτίμησης των καταναλωτών προς τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, καθώς οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ εμπλουτίζουν συνεχώς τις γκάμες τους και επενδύουν σε ποιότητα και συσκευασία.

Καταναλωτική ανθεκτικότητα εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων

Παρά το περιβάλλον ήπιων πληθωριστικών πιέσεων, τα στοιχεία δείχνουν ότι η κατανάλωση στα σούπερ μάρκετ παραμένει ανθεκτική. Η αύξηση των πωλήσεων σε τεμάχια καταδεικνύει ότι οι καταναλωτές συνεχίζουν να ψωνίζουν ενεργά, πιθανώς στρεφόμενοι σε οικονομικότερες λύσεις ή προσφορές.

Η θετική τάση στα FMCG αποτελεί ένδειξη σταθεροποίησης της αγοράς μετά τα έντονα πληθωριστικά κύματα των προηγούμενων ετών, ενώ η περαιτέρω άνοδος των PL προϊόντων δείχνει ότι οι καταναλωτικές συνήθειες συνεχίζουν να επαναπροσδιορίζονται υπέρ των επιλογών που εκπληρώνουν το δίπολο της σχέσης ποιότητας – τιμής.