Σχεδόν 440 εκατ. ευρώ κόστισαν στους Έλληνες φορολογούμενους τα τελευταία 10 χρόνια τα ΕΛΤΑ. Και αν σε αυτά προστεθεί το κόστος παροχής της καθολικής υπηρεσίας, τότε το συνολικό ποσό που πλήρωσαν οι φορολογούμενοι την τελευταία δεκαετία για να στηριχτεί η ταχυδρομική υπηρεσία των ΕΛΤΑ πλησίασε τα 850 εκατ. ευρώ.
Συγκεκριμένα, από το 2013 που απελευθερώθηκε η ταχυδρομική αγορά μέχρι και πέρυσι, τα ΕΛΤΑ εισπράξανε από το ελληνικό Δημόσιο πάνω από 430 εκατ. ευρώ (κυρίως από τα αποθεματικά της ΕΕΤΤ), προκειμένου να προσφέρουν την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία. Επίσης, στο πλαίσιο της εξυγίανσης του 2020, διαγράφηκε το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου ύψους 340 εκατ. ευρώ προς συμψηφισμό ζημιών (129 εκατ. ευρώ) και συμψηφισμό αρνητικών αποθεματικών (212 εκατ. ευρώ), κληρονομιά του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και των ομολόγων του Δημοσίου που κουρεύτηκαν το 2012. Αν σε αυτά προστεθούν τα 100 εκατ. ευρώ που διατέθηκαν για την αύξηση του μ.κ. της εταιρείας στο σχέδιο εξυγίανσης, τότε εύκολα φτάνουμε στα 850 εκατ. ευρώ ζημία για τον Έλληνα φορολογούμενο.
Ωστόσο, ακόμη και η εξυγίανση του 2020 δεν στάθηκε ικανή να φέρει στον σωστό δρόμο τον όμιλο των ΕΛΤΑ. Μόνον πέρυσι ο όμιλος είχε καθαρές ζημίες 8 εκατ. ευρώ, ενώ το 2023 οι ζημίες ανέρχονταν σε 29 εκατ. ευρώ. Στις 31.12.2024 η εταιρεία εμφάνισε συσσωρευμένες ζημίες ύψους 228 εκατ. ευρώ και αρνητικά ίδια κεφάλαια ύψους 140 εκατ. ευρώ.
Η εταιρεία, επομένως, όπως επισημαίνει η Grant Thorton στο σημείωμα των οικονομικών καταστάσεων του 2024, χρήζει βάσει νόμου άμεσης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Οι φορολογούμενοι καλούνται να βάλουν τουλάχιστον 140 εκατ. ευρώ, φτάνοντας έτσι τον λογαριασμό στο 1 δισ. ευρώ.

Το υπεράριθμο προσωπικό
Η ζοφερή αυτή κατάσταση αποδίδεται σε δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτον, στο υπεράριθμο προσωπικό του ομίλου και, δεύτερον, στις λάθος επιλογές των κατά καιρούς διοικήσεων των ΕΛΤΑ. Το προσωπικό μέχρι και το 2020 ήταν υπέρ το δέον μεγάλο. Ξεπερνούσε τους 6.000 εργαζόμενους, με τη μισθοδοσία να φτάνει και να ξεπερνά το 70% των λειτουργικών εσόδων. Το 2016, μάλιστα, η μισθοδοσία έφτασε σε ιστορικό υψηλό 75,6%.
Το 2020 το κόστος μισθοδοσίας εξορθολογίστηκε, χάρη στην εθελούσια έξοδο που έκανε η κυβέρνηση της ΝΔ. Το σχέδιο εμπνεύσεως του τότε υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκου Πιερρακάκη, περιέλαβε τη μείωση του προσωπικού κατά 2.000, μειώνοντας τον συνολικό αριθμό των εργαζομένων στον όμιλο στις 4.000. Την περίοδο εκείνη απομακρύνθηκαν κυρίως απασχολούμενοι 50+ ετών, οι οποίοι κόστιζαν πολύ και μέσω της εθελούσιας εξόδου βρήκαν οδό διαφυγής από ένα πιθανό πιστωτικό γεγονός με την καταβολή μπόνους. Υπενθυμίζεται ότι μόλις λίγους μήνες πριν, η διοίκηση των ΕΛΤΑ, σαν «πειρατής», δεν απέδιδε στη ΔΕΗ τις εισπράξεις των λογαριασμών της, αξιοποιώντας το προϊόν τους ως ρευστότητα για τα ίδια τα ΕΛΤΑ.
Τα μπόνους προς τους εργαζόμενους του 2020 ανήλθαν σε 30.000 έως 95.000 ευρώ (κατά μέσο όρο 70.000 ευρώ) ανά εργαζόμενο, που αντιστοιχούσαν σε καθαρούς μισθούς 4 ετών. Το σχέδιο αναμφίβολα περιόρισε τη σπατάλη. Το μέσο ετήσιο έσοδο ανά εργαζόμενο από 50.000 ευρώ που ήταν την περίοδο 2014-2016 εκτοξεύθηκε πάνω από τις 70.000 ευρώ ανά εργαζόμενο την περίοδο 2021-2024. Η αύξηση αυτή συντελέστηκε παρά τη μεγάλη μείωση των εσόδων του ομίλου, από σχεδόν 400 εκατ. ευρώ το 2014 σε 300 εκατ. ευρώ το 2020.
Οι χωριστοί δρόμοι ΕΛΤΑ και ΕΛΤΑ Courier
Το δεύτερο κολοσσιαίο λάθος των ΕΛΤΑ ήταν οι λάθος αποφάσεις των διοικήσεων. Από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας είχε διαφανεί ότι η ταχυδρομική αγορά πεθαίνει, ενώ η αγορά των δεμάτων (courier) είναι το μέλλον. Γι’ αυτό, άλλωστε, δημιουργήθηκαν τα ΕΛΤΑ Courier το 2001, ως θυγατρική 100% των ΕΛΤΑ.
Όμως παρά τη στενή σχέση τους και αντί να αναπτύξουν συνέργειες, οι διοικήσεις των δύο επιχειρήσεων επί σχεδόν μια 20ετία δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Αντίθετα, ανταγωνίζονταν η μία την άλλη. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές περιπτώσεις η θυγατρική εταιρεία άνοιγε υποκαταστήματα μια ανάσα από τα υποκαταστήματα της μητρικής εταιρείας, ενώ η καθεμία υλοποιούσε το δικό της επιχειρησιακό σχέδιο, σαν να ήταν αυτόνομες επιχειρήσεις.
Το σκηνικό αυτό δεν ήταν πρωτόγνωρο για τον ελληνικό κρατικοδίαιτο καπιταλισμό. Το έχουμε δει και στον ΟΣΕ με την ΕΡΓΟΣΕ. Η δεύτερη αγνοούσε τις εντολές της μητρικής και η πρώτη αρνούνταν να παραλάβει τα έργα που υλοποιούσε η θυγατρική της. Η βασικότερη αιτία γι’ αυτόν τον εκφυλισμό εταιρικής κουλτούρας ήταν φυσικά ο κομματισμός και η άντληση ισχύος κάθε διοίκησης από το εποπτεύον υπουργείο. Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΛΤΑ Courier, όπως και της ΕΡΓΟΣΕ, αναφερόταν στον υπουργό που τον διόρισε και όχι στη μητρική εταιρεία, όπως ορίζουν οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης.
Είναι ο ίδιος κομματισμός που δημιούργησε τους υπεράριθμους εργαζόμενους και την ιδιαίτερα χαμηλή παραγωγικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι των ΕΛΤΑ και των ΕΛΤΑ Courier προέρχονταν από τις εκλογικές περιφέρειες των εκάστοτε εποπτευόντων υπουργών. Και καθώς οι δύο επιχειρήσεις δεν χρειάζονταν και ιδιαίτερες γνώσεις εργασίας, στον όμιλο διορίζονταν το λιγότερο εξειδικευμένο προσωπικό της χώρας, που διατηρούσε πελατειακές σχέσεις με το σύστημα. Η μήτρα του κακού στον όμιλο ήταν ο κομματισμός και το πελατειακό κράτος.
Χρειάστηκαν σχεδόν 25 χρόνια χωριστών δρόμων προτού οι δύο εταιρείες, ΕΛΤΑ και ELTA Courier, ενωθούν σε μία. Μόλις το 2024 αποφασίσθηκε η συγχώνευση των εταιρειών και αφού ο όμιλος είχε κοστίσει μερικές εκατοντάδες εκατ. ευρώ στους Έλληνες φορολογούμενους. Μόνον το 2001, προ της εισόδου της χώρας στο ευρώ, τα ΕΛΤΑ συμψήφισε ζημίες ύψους 48 δισ. δρχ. (περίπου 141 εκατ. ευρώ). Το 2009 επίσης το Ελληνικό Δημόσιο συμψήφισε μέσω αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου υποχρεώσεις των ΕΛΤΑ προς το Δημόσιο ύψους 52 εκατ. ευρώ.
Ο τρίτος συμψηφισμός ζημιών ήρθε το 2020, που προαναφέρθηκε, με το σχέδιο Πιερρακάκη. Ωστόσο, φαίνεται ότι το σχέδιο Πιερρακάκη δεν έλυσε το πρόβλημα και ότι απλά καθυστέρησε κατά 4 χρόνια την ημερομηνία λήξης των ΕΛΤΑ. Τα έσοδα συνέχισαν να μειώνονται και οι ζημίες να διατηρούνται, αν όχι να αυξάνονται. Η ανάγκη για νέα περικοπή κόστους είναι ορατή, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση επιχειρεί τώρα με μανούβρες να μετριάσει τις πολιτικές αντιδράσεις που προκλήθηκαν από το σχέδιο που έφερε το υπερταμείο και η διοίκηση των ΕΛΤΑ.