Seagull: Το δικαστήριο κρίνει την εξυγίανση της εταιρείας

Το καλοκαίρι του 2022 η EOS Capital του Απόστολου Ταμβακάκη είχε αποκτήσει το 49% της εταιρείας logistics και μεταφορών Seagull

Logistics © freepik

Τον δρόμο της Δικαιοσύνης λαμβάνει και τυπικά πλέον η υπόθεση εξυγίανσης της εταιρείας logistics και μεταφορών, Seagull, η οποία αντιμετωπίζει σημαντικά ζητήματα ρευστότητας και υποχρεώσεων. Η εταιρεία κατέθεσε στη Δικαιοσύνη το σχέδιο εξυγίανσης που έχει συμφωνήσει με τους πιστωτές της, ζητώντας τη δικαστική επικύρωσή του και την αναδιάρθρωση των οικονομικών της υποχρεώσεων. Η σχετική αίτηση εξυγίανσης κατατέθηκε μόλις την περασμένη Παρασκευή και η εταιρεία ζητεί από το αρμόδιο Δικαστήριο την άμεση επικύρωση της συμφωνίας που έχει συνάψει με τους συμμετέχοντες πιστωτές, καθώς και με εκείνους των οποίων η συναίνεση τεκμαίρεται σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 2 του νόμου 4738 του 2020.

Η συμφωνία υποστηρίζεται από πιστωτές που εκπροσωπούν ποσοστό 60,26% των θιγόμενων απαιτήσεων και καλύπτει τις απαιτήσεις του νομοθετικού πλαισίου. Να σημειωθεί ότι το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει την αποπληρωμή των παλαιών υποχρεώσεων της εταιρείας σε βάθος δεκαετίας, με τρόπο που θα συμβαδίζει με τις ταμειακές τις ροές. Ταυτόχρονα, η εταιρεία έχει έρθει σε επαφή με επενδυτές υπό το ενδεχόμενο πώλησης του κλάδου logistics, προκειμένου να ενισχύσει τη ρευστότητά της. Ταυτόχρονα, η διοίκηση έχει εκτιμήσει ότι η εταιρεία μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί απρόσκοπτα έως και το τέλος της φετινής χρονιάς, δεδομένου ότι βρίσκεται σε ισχύ η προστασία από τους πιστωτές της.

Θυμίζουμε ότι το καλοκαίρι του 2022 η EOS Capital του Απόστολου Ταμβακάκη, είχε αποκτήσει το 49% της Seagull, ενώ τον Απρίλιο του 2024 είχε αποκτήσει και ποσοστό 33% στη Med Frigo, το σύνολο της οποίας απέκτησε πρόσφατα η OB Streem που έχει εξαγοράσει επίσης την Ορφεύς Βεϊνόγλου.

seagull

seagull©www.seagull.gr/about

Διαδοχικά ζημιογόνα αποτελέσματα

Η οικονομική κατάσταση της εταιρείας αποτυπώνει την ανάγκη άμεσης αναδιάρθρωσης καθώς η καθαρή της θέση στη χρήση του 2024 υπήρξε αρνητική και ανέρχεται σε ποσό 2,31 εκατομμύρια ευρώ. Οι ζημίες του 2024 διαμορφώθηκαν σε 2,44 εκατομμύρια ευρώ από 4,94 εκατομμύρια ευρώ ζημίες που εμφάνισε το 2023. Παράλληλα οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις υπερβαίνουν τα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία κατά 11,95 εκατομμύρια ευρώ, γεγονός που γεννά αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα της εταιρείας να συνεχίσει απρόσκοπτα τη λειτουργία της. Παρ’ όλα αυτά η εταιρεία εξακολουθεί να εμφανίζει θετικές ταμειακές ροές από τις δραστηριότητές της.

Στην κατάσταση αποτελεσμάτων του 2024 ο κύκλος εργασιών ανέρχεται σε 59,53 εκατομμύρια ευρώ ευρώ ενώ το κόστος πωλήσεων σε 44,14 εκατομμύρια ευρώ ευρώ με αποτέλεσμα μεικτό κέρδος που ανήλθε σε 15,38 εκατομμύρια ευρώ. Τα διοικητικά έξοδα ανέρχονται σε 7,05 εκατομμύρια ευρώ ευρώ και τα έξοδα διάθεσης σε 10,57 εκατομμύρια ευρώ ενώ οι ζημίες από χρηματοοικονομικά στοιχεία άγγιξαν τις 370,99 χιλιάδες ευρώ. Το αποτέλεσμα προ φόρων και τόκων διαμορφώθηκε σε ζημία 1,79 εκατομμύρια ευρώ και μετά την επιβάρυνση με πιστωτικούς και χρεωστικούς τόκους το τελικό αποτέλεσμα της χρήσης ανήλθε σε ζημίες 2,44 εκατομμυρίων ευρώ, όπως προαναφέρθηκε.

Συνολικές υποχρεώσεις 27,5 εκατ., στα 23,95 εκατ. οι βραχυπρόθεσμες

Οι συνολικές υποχρεώσεις της εταιρείας διαμορφώθηκαν σε 27,5 εκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2024. Από αυτές οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις φθάνουν τα 3,55 εκατομμύρια ευρώ εκ των οποίων τα δάνεια είναι 1,3 εκατομμύρια ευρώ. Σε ό,τι αφορά τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις ανέρχονται στα 23,99 εκατομμύρια ευρώ και περιλαμβάνουν τραπεζικά δάνεια 4,46 εκατομμύρια ευρώ εμπορικές υποχρεώσεις 17,15 εκατομμύρια ευρώ και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης 1,07 εκατομμύρια ευρώ.

Μέσα σε αυτή τη συνθήκη η διοίκηση της εταιρείας είχε υποβάλει τον περασμένο Μάιο αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου για ρύθμιση και αναδιάρθρωση των υφιστάμενων οφειλών μαζί με αίτηση για προληπτικά και ασφαλιστικά μέτρα έναντι των πιστωτών της, τα οποία παραμένουν σε ισχύ έως την επικύρωση του σχεδίου εξυγίανσης. Στις σχετικές αιτήσεις παρενέβη υπέρ της εταιρείας η πλειοψηφία των πιστωτών της επιβεβαιώνοντας τη στήριξή της προς το σχέδιο. Η εταιρεία εκτιμά ότι η δικαστική έγκριση του πλάνου θα οδηγήσει σε ουσιαστική μείωση των υποχρεώσεών της και θα επιτρέψει τη συνέχιση της λειτουργίας της σε σταθερή και βιώσιμη βάση.