Xρονιά-ρεκόρ τόσο σε επίπεδο τζίρου όσο και κερδοφορίας θα αποτελέσει κατά την ολοκλήρωσή του το 2025 για τα Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς, όπου συμμετέχουν μετοχικά με ποσοστό 60% ο ισπανικός κολοσσός της ιχθυοκαλλιέργειας Grupo Profand και η οικογένεια Γερουλάνου με 40%.
Η τρίτη μεγαλύτερη εταιρεία ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα σύμφωνα με τον πρόεδρο και διευθύνουσα σύμβουλο της εταιρείας, Λάρα Μπαράζι Γερουλάνου, αναμένεται ότι το 2025 θα κλείσει με κύκλο εργασιών περίπου 75 εκατ. ευρώ, επίπεδα που δεν έχει καταγράψει ξανά στην έως τώρα πορεία της, με EBITDA κοντά στα 10 εκατ. ευρώ και καθαρά κέρδη που αναμένεται να αγγίξουν τα 7 εκατ. ευρώ.
Κι όμως, την ίδια στιγμή που τα μεγέθη καταγράφουν ρεκόρ, η παραγωγική ανάπτυξη της εταιρείας και του κλάδου συνολικά, βρίσκουν εμπόδιο στη μη ολοκλήρωση της χωροθέτησης των οργανωμένων περιοχών υδατοκαλλιέργειας (ΠΟΑΥ).
«Είναι μία πολύ καλή χρονιά για το σύνολο του κλάδου», σημειώνει στο powergame.gr η Λάρα Μπαράζι Γερουλάνου. Οι λόγοι, όπως εξηγεί, είναι συνδυαστικοί. «Περιβαλλοντικά και βιολογικά ήταν πολύ ήπια χρονιά. Είχαμε καλές θερμοκρασίες, δεν υπήρχαν θέματα για τον κλάδο. Έχει λείψει και το ψάρι, γιατί νομίζω οι Τούρκοι – που αποτελούν βασικούς ανταγωνιστές της Ελλάδας – είχαν κάποια θέματα με ασθένειες. Οπότε οι τιμές είναι καλές και η ζήτηση ικανοποιητική».
Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται καθαρά στα νούμερα. Το 2022, χρονιά κατά την οποία ο ισπανικός όμιλος Grupo Profand – ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες διεθνώς στην αλυσίδα των αλιευμάτων – απέκτησε το 60% της εταιρείας, ο τζίρος βρισκόταν περίπου στα 55 εκατ. ευρώ.
Μέσα σε τρία χρόνια, ο κύκλος εργασιών έχει αυξηθεί κατά περίπου 20 εκατ. ευρώ. «Με τους Ισπανούς μεγαλώσαμε πολύ και βελτιώσαμε τα μεγέθη μας συνολικά. Όταν μπήκαν, ήμασταν στα 55 εκατ. ευρώ τζίρο, τώρα θα είμαστε στα 75 εκατομμύρια ευρώ. Του χρόνου προβλέπουμε ότι θα φτάσουμε περίπου στα 85 εκατ. ευρώ, αλλά έως εκεί, γιατί παραγωγικά με βάση τα τωρινά δεδομένα δεν μπορούμε να αυξήσουμε περαιτέρω την παραγωγή μας και κατ’ επέκταση τα οικονομικά μας μεγέθη», αναφέρει η επικεφαλής της εταιρείας.
Πάνω από το 80% της παραγωγής πωλείται στο εξωτερικό
Περίπου το 80% της παραγωγής των Ιχθυοτροφείων Κεφαλονιάς κατευθύνεται σε αγορές του εξωτερικού, με τον Δεκέμβριο να αποτελεί παραδοσιακά μήνα «αιχμής» για τις πωλήσεις, λόγω της αυξημένης ζήτησης στις ευρωπαϊκές αγορές για τσιπούρα και λαβράκι, τα δύο βασικά είδη στα οποία ειδικεύεται η εταιρεία.
Παράλληλα με τις εμπορικές επιδόσεις, η εταιρεία συνεχίζει και την επενδυτική της δραστηριότητα, την οποία όμως έχει μετριάσει σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό. «Φέτος επενδύσαμε περίπου 3 εκατομμύρια ευρώ, για του χρόνου θα δαπανήσουμε περίπου 4 εκατομμύρια ευρώ», σημειώνει η Λάρα Μπαράζι Γερουλάνου. Οι επενδύσεις αυτές αφορούν κυρίως τον εκσυγχρονισμό των μονάδων, την αναβάθμιση του συσκευαστηρίου, νέα σκάφη, αυτοματισμούς, και στοχευμένη αύξηση της παραγωγής.
Το χωροταξικό στην εικόνα
«Η μεγάλη αύξηση στην παραγωγή έχει γίνει μέχρι φέτος», υπογραμμίζει. Και εδώ ακριβώς μπαίνει στην εικόνα το χωροταξικό. «Όσο δεν υπάρχει χωροταξικό, με τη χάραξη των ΠΟΑΥ, η οποία καθυστερεί, δεν μπορούμε να επεκταθούμε», τονίζει, αποκαλύπτοντας ότι το αρχικό επενδυτικό πλάνο της εταιρείας για την περίοδο 2025–2026 προέβλεπε επενδύσεις κοντά στα 12 εκατ. ευρώ. «Το έχουμε σταματήσει προφανώς, γιατί όσο δεν προχωράνε οι ΠΟΑΥ και δεν γίνεται τίποτα στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε συντηρητικοί».
Να σημειωθεί ότι στην Κεφαλονιά, όπου η ΠΟΑΥ είναι χωροθετημένη και η εταιρεία έχει παρουσία, η κατάσταση είναι ξεκάθαρη. Αντίθετα, στη Βοιωτία, όπου η εταιρεία επιθυμεί να μεγαλώσει τη δραστηριότητά της, η διαδικασία έχει κολλήσει. «Η ζώνη στη Βοιωτία έχει πάρει όλες τις εγκρίσεις, από όλα τα υπουργεία, όλες τις υπηρεσίες, τοπικές, εθνικές. Απλώς πρέπει να υπογραφεί η χωροθέτηση από τον αρμόδιο υπουργό Περιβάλλοντος».
Το αποτέλεσμα, πέρα από τον άμεσο περιορισμό της ανάπτυξης των Ιχθυοτροφείων Κεφαλονιάς, είναι να αναστέλλεται η προοπτική ολόκληρου του κλάδου της ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα, σε μια περίοδο που η διεθνής ζήτηση είναι ισχυρή και οι συνθήκες ευνοϊκές.
Μπροστά σε αυτή την εικόνα στασιμότητας, στο τραπέζι δεν αποκλείονται πλέον και σενάρια ανάπτυξης των Ιχθυτροφείων Κεφαλονιάς εκτός Ελλάδας. «Δεν έχουμε σχεδιάσει κάτι προς το παρόν στο εξωτερικό», διευκρινίζει, αλλά αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο. «Αν διαπιστώσουμε ότι το πρώτο εξάμηνο του 2026 δεν υπάρξει η διάθεση από το κράτος να προχωρήσει στο χωροθέτηση των ΠΟΑΥ, στη δική μας περίπτωση, τότε ναι, θα εξετάσουμε το ενδεχόμενο δημιουργίας μονάδων και στο εξωτερικό. Είναι πολύ κρίμα, δεν θα το ‘θελα», συμπληρώνει.
Διατηρεί το 40% των μετοχών η οικογένεια Γερουλάνου
Σε ό,τι αφορά τη μετοχική σύνθεση, η οικογένεια Γερουλάνου διατηρεί σήμερα περίπου το 40% της εταιρείας, ενώ το 60% ανήκει στο ισπανικό Grupo Profand. Η Λάρα Μπαράζι Γερουλάνου έχει, όπως λέει, πάντοτε τη δυνατότητα να πουλήσει το υπόλοιπο ποσοστό, ωστόσο «προς το παρόν δεν είναι κάτι που εξετάζουμε. Ούτε εξαγορά, ούτε κάτι άλλο. Με τους συνέταιρους μας έχουμε πολλά projects σε εξέλιξη, μεγαλώνουμε. Με προβληματίζει ωστόσο που δεν μπορούμε να επεκταθούμε όσο είχαμε προγραμματίσει στην Ελλάδα».
Ως προς το ενδεχόμενο εισαγωγής των μετοχών των Ιχθυοτροφείων Κεφαλονιάς στο Χρηματιστήριο, δεν βρίσκεται στα σχέδια της εταιρείας. «Όχι, δεν νομίζω ότι είναι κάτι που μας ενδιαφέρει», αναφέρει. Και προσθέτει ότι εάν ποτέ εξεταζόταν μια τέτοια προοπτική, αυτή θα αφορούσε σε επίπεδο ομίλου και πιθανότατα σε ξένο χρηματιστήριο, όχι στην Ελλάδα.
Όσο για την παραγωγή, τα Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς παραμένουν προσηλωμένα στα κλασικά είδη της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας, την τσιπούρα και το λαβράκι. Νέα είδη, όπως ο κρανιός, αντιμετωπίζονται με προσοχή. «Είναι εξαιρετικό είδος με πολύ καλές προοπτικές, αλλά έχει κάποια παραγωγικά θέματα ακόμα, που δεν έχουν λυθεί».