Σε μια κίνηση που θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει τον παγκόσμιο χάρτη του λιανεμπορίου, οι οικογένειες που βρίσκονται πίσω από τις δύο πτέρυγες του γερμανικού ομίλου Aldi –την Aldi Nord και την Aldi Sued– φέρονται να βρίσκονται σε προχωρημένες συνομιλίες για ενδεχόμενη συγχώνευση, σύμφωνα με ρεπορτάζ του γερμανικού περιοδικού WirtschaftsWoche, το οποίο επικαλείται το Bloomberg.
Οι διαβουλεύσεις μεταξύ της οικογένειας Χάιστερ (Heister), ιδιοκτήτριας της Aldi Sued, και της οικογένειας Άλμπρεχτ (Albrecht), που ελέγχουν την Aldi Nord, ξεκίνησαν πριν από μερικές εβδομάδες και αφορούν ένα σενάριο συνένωσης σε μία κοινή εταιρεία holding, με ίση συμμετοχή από τις δύο πλευρές. Πρόκειται για μια εξέλιξη-ορόσημο, σημειώνει το Bloomberg, δεδομένου ότι οι δύο πτέρυγες του ομίλου λειτουργούν χωριστά από το 1960, όταν τα αδέλφια Θίο και Καρλ Άλμπρεχτ διαφώνησαν σχετικά με το αν θα πρέπει να πωλούνται τσιγάρα στα καταστήματα.
Αν και αρχικός στόχος ήταν η συγχώνευση να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2025, πλέον αυτό θεωρείται μη ρεαλιστικό. Πιο άμεσα υλοποιήσιμο φαίνεται να είναι το πρώτο βήμα: η ενοποίηση των λογισμικών και των πληροφοριακών συστημάτων των δύο πλευρών. Η νομική και οργανωτική αναδιάρθρωση της Aldi Nord, που ολοκληρώθηκε τα τελευταία τρία χρόνια και τερμάτισε τις μεταξύ τους μακροχρόνιες εσωτερικές διαμάχες, άνοιξε τον δρόμο για τις συνομιλίες.
Η συγχώνευση –αν και εφόσον πραγματοποιηθεί– θα συνδυάσει δύο εκ των πλέον ισχυρών δυνάμεων στον χώρο των discounters παγκοσμίως και θα ενισχύσει περαιτέρω τη θέση του ομίλου έναντι ανταγωνιστών όπως η Lidl.
Η σύντομη παρουσία της Aldi στην Ελλάδα
Η είσοδος της Aldi στην ελληνική αγορά υπήρξε εξαιρετικά φιλόδοξη, αλλά σύντομη και απογοητευτική. Η Aldi Sued εγκαταστάθηκε στη χώρα το 2008, με επενδυτικό πλάνο-μαμούθ ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, που προέβλεπε τη δημιουργία 400 καταστημάτων και 5 logistics centers σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα και Κρήτη. Ωστόσο, μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 2010, η γερμανική αλυσίδα υπέβαλε αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα και ανακοίνωσε την αποχώρησή της από την ελληνική αγορά.
Τη στιγμή εκείνη λειτουργούσαν ήδη 38 καταστήματα και απασχολούνταν πάνω από 700 εργαζόμενοι. Η αποχώρηση προκάλεσε έκπληξη, λόγω της οικονομικής κρίσης και της αναμενόμενης στροφής των καταναλωτών προς φθηνά προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, που θεωρητικά θα ευνοούσε το brand. Παρότι επίσημα η αποχώρηση αποδόθηκε στην κακή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, στελέχη της αγοράς τόνισαν πως ο πραγματικός λόγος ήταν η εσωτερική δυσλειτουργία και οι αλλεπάλληλες διοικητικές αλλαγές της εταιρείας, καθώς και το υπέρογκο κόστος ανάπτυξης.
Η Aldi ακολούθησε την πορεία και άλλων γερμανικών ομίλων που δεν κατάφεραν να εδραιωθούν στην ελληνική αγορά, όπως η Plus (που αποχώρησε μόλις δύο χρόνια μετά την είσοδό της), αλλά και η Metro Group, που εγκατέλειψε την ελληνική αγορά το 2014. Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά την αποχώρηση, η Aldi είχε ήδη επενδύσει 1,2 δισ. ευρώ στην Ελλάδα, διαθέτοντας δύο μεγάλα κέντρα διανομής σε Θεσσαλονίκη και Πάτρα. Οι σχεδιασμοί για 80-100 καταστήματα μόνο στη Θεσσαλονίκη παρέμειναν στα χαρτιά.
Η περίπτωση της Aldi στην Ελλάδα παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτυχημένης επένδυσης στην ελληνική αγορά λιανεμπορίου.