Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση μιας ανταγωνιστικής χημικής βιομηχανίας αποτελούν προτεραιότητα, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε αυτό το κεντρικό σημείο συγκλίνουν η Πολιτεία και εθνικοί και ευρωπαϊκοί φορείς, όπως τουλάχιστον φάνηκε σε πρόσφατη εκδήλωση που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών – ΣΕΧΒ.
Η εκδήλωση, με θέμα τις «Προκλήσεις και προοπτικές της χημικής βιομηχανίας σε περίοδο γεωπολιτικών ανακατατάξεων», εξέτασε σειρά θεμάτων ανοίγοντας το κρίσιμο ζήτημα της ανάγκης για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής και της ευρωπαϊκής εν γένει χημικής βιομηχανίας στο σύγχρονο τοπίο μεταβολών ισχύος και ανακατατάξεων. Κοινή συνισταμένη για όλους τους συμμετέχοντες ήταν η εκτίμηση ότι για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα του κλάδου και να επιτευχθεί η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση απαιτούνται επενδύσεις σε υποδομές, σε έρευνα και καινοτομία, συνεργασία πανεπιστημιακής και επιχειρηματικής κοινότητας, στήριξη από την Πολιτεία και την Ευρωπαϊκή Ένωση για την αντιμετώπιση του υψηλού ενεργειακού και διοικητικού κόστους, καθώς και των γεωπολιτικών ανακατατάξεων, προκλήσεις που χρήζουν άμεσης και συντονισμένης αντιμετώπισης.
Εστιάζοντας στο κεντρικό σημείο προσοχής ο Αλέξανδρος Κατραούζος, Πρόεδρος του ΣΕΧΒ και συντονιστής της συζήτησης, τόνισε μεταξύ άλλων ότι το μέλλον της χημικής βιομηχανίας τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτυπώνεται στη λέξη ανταγωνιστικότητα. «Σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να ενισχύσουμε το αποτύπωμα της ελληνικής χημικής βιομηχανίας στα μεγέθη της Ε.Ε., και σε εθνικό να συνεισφέρουμε ακόμη περισσότερο στην ευημερία της ελληνικής κοινωνίας. Η χημική βιομηχανία έχει όλα τα εχέγγυα να συμβάλει σε αυτήν με αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας, υψηλότερες αμοιβές-παροχές, περαιτέρω ενίσχυση των εξαγωγών, κάλυψη του επενδυτικού κενού και αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας».
Ο Πέτρος Βαρελίδης, Γενικός Γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος & Υδάτων του ΥΠΕΝ αναφέρθηκε στη σημαντική συμβολή που έχει στο ελληνικό ΑΕΠ η χημική βιομηχανία και γενικότερα η βιομηχανία, η οποία όμως ως έννοια εξακολουθεί να έχει αρνητική αντιμετώπιση από το σύνολο της κοινωνίας καθώς η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας στηρίχθηκε σε άλλους τομείς. «Η κυβέρνηση στηρίζει τη βιομηχανία ιδιαίτερα σήμερα, καθώς θεωρούμε σημαντική την ύπαρξη μιας αναπτυσσόμενης και εξελισσόμενης βιομηχανίας. Από την πλευρά μας σε εθνικό επίπεδο, έχοντας ως προτεραιότητα την εφαρμογή των Κανονισμών περιβαλλοντικής πολιτικής, υποστηρίζουμε τη βιομηχανία και βρισκόμαστε σε έναν συνεχή διάλογο με τους εκπροσώπους των φορέων, με στόχο την άμβλυνση της γραφειοκρατίας, την άρση των αγκυλώσεων των τοπικών κοινωνιών. Υποστηρίζουμε την ανάπτυξη βιομηχανικών πάρκων με στόχο τη λειτουργία μιας ανοιχτής αγοράς με όρους υγιούς ανταγωνισμού. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο προσπαθούμε να συμμετέχουμε ενεργά στη διαμόρφωση της πολιτικής που θα ευνοήσει την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό ενισχύοντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα της χημικής βιομηχανίας».
Στη θετική εικόνα, καθώς και τις σημαντικές ευκαιρίες για την ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας που διαμορφώνονται παρά τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις και τις οικονομικές εξελίξεις αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ο Αναστάσιος Γαϊτάνης, Γενικός Γραμματέας Έρευνας & Καινοτομίας του ΥΠΑΝ. Η χημική βιομηχανία αποτελεί έναν από τους ανθεκτικότερους και εξωστρεφείς κλάδους της μεταποίησης. Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες με τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στον κλάδο σας. Ο τομέας των βασικών χημικών καταγράφει ανάπτυξη 5,5% σε ετήσια βάση την τελευταία πενταετία, οι εξαγωγές υπερβαίνουν το 67% της συνολικής παραγωγής, στοιχείο που επιβεβαιώνει όχι μόνο την ανθεκτικότητα, αλλά και την ικανότητα προσαρμογής του κλάδου. Ωστόσο, παρά τα όσα έχουν επιτευχθεί μπορούμε να πετύχουμε περισσότερα, σημείωσε ο κ. Γαϊτάνης, και υπογράμμισε στη συνέχεια: «Η χημική βιομηχανία διεθνώς αλλάζει. Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, η ανάγκη για βιωσιμότητα, για ασφάλεια, δημιουργούν ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα. Η χώρα μας δεν μπορεί να μείνει πίσω σε αυτό. Ως Γενική Γραμματεία Έρευνας και Καινοτομίας έχουμε θέσει την καινοτομία στο επίκεντρο της αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας. Ως κυβέρνηση έχουμε υλοποιήσει συγκεκριμένες πολιτικές που έχουν αποφέρει αποτελέσματα. Την τελευταία 5ετία αυξήσαμε κατά 20% τις δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη. Ενισχύσαμε τo οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων μέσω του Elevate Greece.
Νομοθετήσαμε spinoff σε Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα με στόχο να ενθαρρύνουμε τη συνεργασία με την αγορά. Δημιουργήσαμε τα πιο γενναία φορολογικά κίνητρα στην Ευρώπη για επενδύσεις από επιχειρήσεις σε έρευνα και καινοτομία προσελκύοντας έτσι ξένα επενδυτικά κεφάλαια. Όλα αυτά αποτελούν τις βάσεις πάνω στις οποίες θέλουμε να χτίσουμε μια νέα δυναμική για τη βιομηχανία, δίνοντας ώθηση σε έργα κυκλικής οικονομίας , πράσινης χημείας, βιομηχανικής βιοτεχνολογίας και ασφαλών υλικών. Αυτό άλλωστε είναι και το περιεχόμενο της έκθεσης Draghi, την οποία η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει στο σύνολό της. Αναγνωρίζουμε όμως και τις προκλήσεις: αυξημένο ενεργειακό κόστος, επενδυτικές ανάγκες, πιέσεις που υφίστασθε από τον διεθνή ανταγωνισμό. Γι’ αυτό, ως Γενική Γραμματεία δεσμευόμαστε ότι θα είμαστε δίπλα σας, δίνοντας κίνητρα γιατί η χημική βιομηχανία μας δεν πρέπει να έχει μόνο παρόν ή ένδοξο παρελθόν. Η επιτυχία της χημικής βιομηχανίας είναι επιτυχία της ίδιας της χώρας».
Ο Γιώργος Καπανταϊδάκης, Διευθυντής Βιομηχανικής Πολιτικής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Χημικής Βιομηχανίας (CEFIC), μεταφέροντας το κλίμα των Βρυξελλών, τόνισε ότι η πολιτική ατζέντα στην Ευρώπη έχει αλλάξει. Τα θέματα ανταγωνιστικότητας αποτελούν προτεραιότητα. «Η Ευρώπη αναγνωρίζει τη σημαντικότητα του κλάδου, που είναι ο 5ος μεγαλύτερος του κατασκευαστικού τομέα με 30.000 επιχειρήσεις, 1,2 εκατ. άμεσα εργαζομένους και συνολικό τζίρο 655 δισ. ευρώ. Πράσινη μετάβαση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη χημική βιομηχανία. Ωστόσο, παρά τη σπουδαιότητα του κλάδου, τα τελευταία χρόνια ο κλάδος έχει γίνει λιγότερο ανταγωνιστικός σύμφωνα με πρόσφατη ενδελεχή μελέτη που εκπόνησε ο Cefic (https://cefic.org/resources/the-competitiveness-of-the-european-chemical-industry-a-cefic-advancy-report/). Οι παράγοντες που συνέβαλαν στη μείωση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου είναι, μεταξύ άλλων, η αύξηση του κόστους της ενέργειας, αλλά και το διοικητικό κόστος/κόστος νομοθεσίας. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία μελέτης της Eurostat, ο κλάδος εξακολουθεί να βρίσκεται σε ύφεση και κλάδοι που προμηθεύονται προϊόντα της χημικής βιομηχανίας όπως η αυτοκινητοβιομηχανία παρουσιάζουν ακόμη μεγαλύτερη ύφεση. Το κόστος ενέργειας εξακολουθεί να παραμένει υψηλό σε σχέση με την Αμερική, σε μια αναλογία 1:3. Για την Ελλάδα το 2024 ήταν μια καλή χρονιά, καθώς η θέση της ελληνικής χημικής βιομηχανίας ήταν καλύτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα πρώτα στοιχεία του 2025 δείχνουν όμως μια ύφεση της τάξης του 2,6%». Καταλήγοντας ο κ. Καπανταϊδάκης τόνισε ότι η χημική βιομηχανία βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. «Τα δύο τελευταία χρόνια ο κλάδος έχει ήδη απωλέσει περίπου το 4% της δυναμικότητάς του. «Αν δεν ληφθούν επειγόντως μέτρα στήριξης του κλάδου, τότε σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη της Cefic, 150.000-200.000 θέσεις εργασίας βρίσκονται σε κίνδυνο μέχρι το τέλος της 5ετίας».
Η συμβολή της χημικής βιομηχανίας στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών τα τελευταία χρόνια είναι δεδομένη, επισήμανε μεταξύ άλλων ο Διευθυντής Τομέα Βιομηχανίας, Ενέργειας & Πράσινης μετάβασης του ΣΕΒ, Χρήστος Βασιλάκος. «Η ελληνική χημική βιομηχανία συνεχώς εξελίσσεται παρουσιάζοντας ταχύτερη ανάπτυξη σε σχέση με τα κράτη μέλη της Ε.Ε., διευρύνοντας το οικονομικό της αποτύπωμα. Ενδεικτικά το 2024 η προστιθέμενη αξία ήταν 29,1 δισ. ενώ το 2020 ήταν 20,3 δισ. ευρώ. Η ανάπτυξη αυτή πυροδοτεί μια πολλαπλασιαστική επίδραση σε όλους τους κλάδους της Εθνικής Οικονομίας. Αποτελεί κλάδο σταθερών επενδύσεων, παράγει, επιδεικνύει τη μεγαλύτερη εξαγωγική δραστηριότητα και εξωστρέφεια», τόνισε ο κ. Βασιλάκος, καταλήγοντας: «Παρά τη θετική πορεία δεν υπάρχουν περιθώρια για εφησυχασμό. Θα πρέπει όλοι μαζί να ανταποκριθούμε στα νέα δεδομένα προκειμένου να εξακολουθήσει ο κλάδος να είναι ανταγωνιστικός».
Αυτό ακριβώς είναι και το στοιχείο στο οποίο συμφώνησαν όλοι οι ομιλητές, καθώς η εκδήλωση του ΣΕΧΒ ανέδειξε ως κοινή εκτίμηση την ανάγκη στενής παρακολούθησης των αλλαγών που συντελούνται διεθνώς και βεβαίως την ανάγκη στρατηγικών κινήσεων και προσαρμογών στα σύγχρονα δεδομένα με τη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων.