Η αδυναμία περίπου 4 εκατομμυρίων πολιτών να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις έχει οδηγήσει στην αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών στην Εφορία. Η ακρίβεια και οι χαμηλοί μισθοί δεν επιτρέπουν στους φορολογούμενους να ενταχθούν στην πάγια ρύθμιση και να αποπληρώσουν τα χρέη τους σε 24 δόσεις.
Είναι ενδεικτικό ότι μόλις το 4,03% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου (που ανέρχεται σε 85 δισ. ευρώ) βρίσκεται σε ρύθμιση, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 3,44 δισ. ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, το οικονομικό επιτελείο και η ΑΑΔΕ εξετάζουν ένα νέο μοντέλο προσωποποιημένων ρυθμίσεων ανάλογα με τη δυνατότητα του κάθε οφειλέτη. Ουσιαστικά, η υφιστάμενη ρύθμιση θα μπορούσε να καταργηθεί και τη θέση της να πάρει μία νέα ρύθμιση, που λαμβάνει υπόψη το εισόδημα, την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων αλλά και τις προσωπικές οικονομικές συνθήκες των οφειλετών.
Έως 10.000 ευρώ το υψηλότερο ποσοστό των συνολικών ρυθμισμένων οφειλών
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το υψηλότερο ποσοστό των συνολικών ρυθμισμένων οφειλών (15,52%) εντοπίζεται στο εύρος 500 με 10.000 ευρώ, με τις περισσότερες ρυθμισμένες οφειλές να αφορούν ποσά από 2.000 έως 3.000 ευρώ. Ωστόσο, τα ποσοστά διαφέρουν μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων.
Τα νομικά πρόσωπα ρυθμίζουν σε υψηλότερο ποσοστό (21,66%) οφειλές που ανήκουν στο εύρος από 10.000 έως 100.000 ευρώ, ενώ το ποσοστό αυτό φτάνει στο 25% στην κατηγορία 10.000 με 20.000 ευρώ. Χαμηλά ποσοστά ρύθμισης οφειλών διαπιστώνονται τόσο σε χαμηλά ποσά οφειλής (ιδιαίτερα κάτω των 500 ευρώ) όσο και σε υψηλά ποσά οφειλής (άνω των 20.000 ευρώ για φυσικά πρόσωπα και άνω των 150.000 ευρώ για νομικά πρόσωπα).
Με στόχο να μπορέσουν οι φορολογούμενοι να αποπληρώσουν τα χρέη τους και να αυξηθούν οι εισπράξεις του ελληνικού Δημοσίου, σχεδιάζεται μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση στη φορολογική συμμόρφωση, ένα νέο μοντέλο διαχείρισης ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η βασική φιλοσοφία της πρότασης στηρίζεται στην εξατομίκευση. Κάθε φορολογούμενος θα αξιολογείται ξεχωριστά, με βάση το πραγματικό του εισόδημα, την περιουσιακή του κατάσταση και τις συνολικές οικονομικές του υποχρεώσεις.
Ρυθμίσεις στα μέτρα του κάθε οφειλέτη
Η λογική αυτή οδηγεί σε ρυθμίσεις κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του κάθε οφειλέτη. Αντί για οριζόντια σχήματα, το χρέος θα κατανέμεται σε δόσεις που θα αντανακλούν τις αντοχές του φορολογούμενου, δίνοντάς του τη δυνατότητα να ακολουθήσει ένα πλάνο αποπληρωμής που δεν θα τον οδηγεί εκ νέου σε αδιέξοδο. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζεται ο κίνδυνος αθέτησης, αλλά και τα αναγκαστικά μέτρα, όπως οι κατασχέσεις.
Για όσους διαθέτουν μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια, οι όροι θα είναι αυστηρότεροι, με μικρότερη ευελιξία στον χρόνο αποπληρωμής. Το νέο πλαίσιο προβλέπεται να λειτουργεί κυρίως ψηφιακά, μέσω αυτοματοποιημένων ελέγχων και αλγοριθμικών αξιολογήσεων, χωρίς να αποκλείεται η ανθρώπινη κρίση σε περιπτώσεις που απαιτούν ειδική διαχείριση.
Πολλοί απ’ όσους χάνουν επανειλημμένα τις ρυθμίσεις τους θα μπορούν πλέον να έχουν πρόσβαση σε μια ουσιαστική λύση, βασισμένη στην πραγματική τους οικονομική εικόνα και όχι σε άκαμπτα, γενικά σχήματα.
Αντίστοιχες πρακτικές εφαρμόζονται ήδη σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπου η αντιμετώπιση των φορολογικών χρεών προσαρμόζεται στις δυνατότητες του κάθε πολίτη. Εκεί ο αριθμός των δόσεων δεν είναι προκαθορισμένος, αλλά προκύπτει από την ικανότητα του οφειλέτη να τηρήσει τη ρύθμιση σε βάθος χρόνου, που αποτελεί και τον βασικό στόχο.
Βέβαια, κάθε κράτος ακολουθεί τη δική του προσέγγιση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Γερμανία, όπου οι φορολογικοί διακανονισμοί έχουν ιστορικό βάθος, αλλά δεν λειτουργούν με αυτοματοποιημένο τρόπο. Η φορολογική αρχή μπορεί να εγκρίνει αναστολή πληρωμής ή τμηματική εξόφληση μόνο εφόσον ο φορολογούμενος τεκμηριώσει ότι η αδυναμία πληρωμής είναι προσωρινή και πραγματική.