Ιταλία και ΗΠΑ ενισχύουν τις ενεργειακές σχέσεις με LNG

Η Ιταλία ενισχύει τον ρόλο της ως πύλη αμερικανικού LNG προς την Ευρώπη σε ρήξη με τη Ρωσία. Συμφωνία για επενδύσεις σε υποδομές

Ντόναλντ Τραμπ και Τζόρτζια Μελόνι στον Λευκό Οίκο © EPA/WILL OLIVER

Η Ιταλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύθηκαν τη Δευτέρα να εμβαθύνουν τις ενεργειακές τους σχέσεις, με έμφαση στις αυξημένες εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, LNG προς την Ιταλία, καθώς η Ευρώπη συνεχίζει να αναζητά εναλλακτικές πηγές ενέργειας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Ο Ιταλός υπουργός Ενέργειας Τζιλμπέρτο Πικέτο Φρατίν και ο Αμερικανός υπουργός Εσωτερικών Νταγκ Μπέργκαμ, έπειτα από συνομιλίες στη Ρώμη, δεσμεύτηκαν να ενισχύσουν μια «σταθερή και ασφαλή» ροή αμερικανικού LNG προς την Ευρώπη, χωρίς ωστόσο να καθορίσουν συγκεκριμένους όγκους ή χρονοδιαγράμματα.

Οι δύο πλευρές τόνισαν ότι στόχος τους είναι να «ενθαρρύνουν επενδύσεις σε υποδομές εισαγωγής και επαναεριοποίησης LNG στην Ιταλία, καθώς και σε υποδομές εξαγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες, ώστε να διασφαλιστούν αποτελεσματικές και ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού».

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη λάβει μέτρα για τη σταδιακή κατάργηση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου και LNG, ενώ οι ΗΠΑ ετοιμάζονται να ενισχύσουν τις δικές τους προμήθειες, καθώς η Ένωση βάζει τέλος σε μια ενεργειακή σχέση δεκαετιών με τη Μόσχα, που κατέρρευσε μετά το 2022.

«Το αμερικανικό LNG συμβάλλει στην ασφάλεια του εφοδιασμού χάρη και στη μεγαλύτερη αξιοπιστία της διαδρομής από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την Ιταλία και την Ευρώπη, σε σύγκριση με τους γεωπολιτικούς κινδύνους που υπάρχουν σε άλλες διαδρομές», δήλωσε ο Πικέτο Φρατίν.

Μια πιθανή αύξηση των ιταλικών εισαγωγών αμερικανικού LNG είχε ήδη συζητηθεί στην Ουάσιγκτον τον Απρίλιο, κατά τη συνάντηση της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.

Η Ουάσιγκτον, ωστόσο, δεν περιορίζεται σε διμερείς συμφωνίες. Ο Αμερικανός υπουργός Ενέργειας Κρις Ράιτ δήλωσε στους Financial Times ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να σταματήσει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, αν επιθυμεί οι ΗΠΑ να υιοθετήσουν αυστηρότερες κυρώσεις κατά του Βλαντίμιρ Πούτιν. Υπενθύμισε, μάλιστα, ότι η εμπορική συμφωνία Ουάσιγκτον–Βρυξελλών προβλέπει ευρωπαϊκές αγορές αμερικανικής ενέργειας ύψους 750 δισ. δολαρίων έως το 2028.

«Η Ρωσία χρηματοδοτεί τη μηχανή πολέμου της μέσα από τις εξαγωγές πετρελαίου και αερίου. Αν η Ευρώπη κόψει αυτές τις εισαγωγές, τα έσοδα της Μόσχας θα μειωθούν δραστικά», υπογράμμισε ο Ράιτ, επισημαίνοντας ότι μια τέτοια κίνηση θα διευκόλυνε και τη σκλήρυνση της αμερικανικής στάσης.

Σύμφωνα με στοιχεία της δεξαμενής σκέψης Ember, το 2024 το ρωσικό αέριο εξακολουθούσε να καλύπτει το 14% των συνολικών εισαγωγών της ΕΕ, ποσοστό μειωμένο σε σχέση με το 40% του 2021 αλλά αυξημένο έναντι του 2023 λόγω εισαγωγών LNG. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δεσμευθεί να τερματίσει τις εισαγωγές ρωσικών υδρογονανθράκων έως το 2028, αν και χώρες όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία αντιστέκονται.

Η πίεση των ΗΠΑ, πάντως, δεν αφορά μόνο τη Ρωσία. Ο Ράιτ προειδοποίησε ότι οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί για το κλίμα —όπως ο Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM), η οδηγία CSDDD για τη βιωσιμότητα της αλυσίδας εφοδιασμού και ο κανονισμός για τις εκπομπές μεθανίου— απειλούν να τινάξουν στον αέρα την εμπορική συμφωνία, δημιουργώντας «τεράστιους νομικούς κινδύνους» για τις αμερικανικές εταιρείες ενέργειας.

Με αυτόν τον τρόπο, η αμερικανική ενεργειακή στρατηγική εμφανίζεται διττή: από τη μία πλευρά υπόσχεται ασφάλεια εφοδιασμού μέσω LNG, και από την άλλη εργαλειοποιεί τις εμπορικές και κλιματικές διαπραγματεύσεις, ώστε να διαμορφώσει το νέο γεωοικονομικό τοπίο στην Ευρώπη.