Μπορεί ο κόσμος να σταματήσει να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο;

Αναλυτές λένε ότι ο οικονομικός πόλεμος του Τραμπ κατά της Ρωσίας μπορεί να φέρει ειρήνη στην Ουκρανία και κέρδη στις ΗΠΑ

Βλαντιμίρ Πούτιν, Ντόναλντ Τραμπ © EPA /Powergame.gr

Με τον Ντόναλντ Τραμπ να έχει δηλώσει και να επιμένει ότι θα μεσολαβήσει για ειρήνη στην Ουκρανία, το ερώτημα είναι ένα: μπορεί ο πρόεδρος των ΗΠΑ να πείσει τον κόσμο να σταματήσει να αγοράζει τα ρωσικά ορυκτά;

Αυτό διερωτάται ο Guardian σε δημοσίευμά του, υπενθυμίζοντας πως οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν πριν λίγες μέρες κυρώσεις στις δύο μεγαλύτερες ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες, τη Rosneft και τη Lukoil, σε μια προσπάθεια να πλήξουν την ικανότητα της Μόσχας να χρηματοδοτεί τη στρατιωτική της μηχανή.

Ο Τομ Κίτινγκ, ιδρυτής και επικεφαλής του Centre for Finance and Security (CFS) στο αμυντικό think tank RUSI, υποστηρίζει: «Οι ΗΠΑ υπήρξαν πιο αποτελεσματικές μέσα σε 24 ώρες απ’ ό,τι η ΕΕ τους τελευταίους έξι μήνες. Ο Τραμπ είναι πρόθυμος να πει όσα πολλοί άλλοι είναι πολύ δειλοί ή πολύ διπλωματικοί για να πουν δημόσια. Για πολύ καιρό ζητούσαν από τον Τραμπ να βγάλει το «σφυρί των κυρώσεων». Αυτό μπορεί να αποδειχθεί πολύ σημαντικό».

Με τις εν λόγω κυρώσεις, εταιρείες που αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο κινδυνεύουν να χάσουν την πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που βασίζεται στο δολάριο. Αυτό μπορεί να έχει σοβαρότατες συνέπειες για την Ινδία και την Κίνα, που έχουν αναδειχθεί στους μεγαλύτερους εισαγωγείς ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου από όταν το Κρεμλίνο εισέβαλε στην Ουκρανία πριν από περισσότερα από τριάμισι χρόνια.

«Οικονομικός εξαναγκασμός»

Όπως θυμίζει ο Guardian, ο αντίκτυπος ήταν άμεσος: μέσα σε λίγες ώρες οι κυρώσεις επέφεραν άλμα 6% στην παγκόσμια τιμή του πετρελαίου και εμφανίστηκαν αναφορές για άμεση παύση παραδόσεων ρωσικού πετρελαίου στα μεγαλύτερα διυλιστήρια της Ινδίας -του μεγαλύτερου πελάτη της Μόσχας- καθώς και στις μεγαλύτερες κρατικές πετρελαϊκές εταιρείες της Κίνας.

Ο Λουκ Γουίκεντεν, αναλυτής στο Centre for Research on Energy and Clean Air (CREA), δήλωσε ότι μια σημαντική μείωση στις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων της Ασίας θα ήταν «καταστροφική» για τα έσοδα του Κρεμλίνου από εξαγωγές. «Από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο φέτος, το 86% των εξαγωγών ρωσικού αργού πετρελαίου -περιλαμβανομένων και των αγωγών- πήγε στην Κίνα και την Ινδία. Αν η Μόσχα έχανε την πρόσβαση σε αυτές τις αγορές, θα μπορούσε να απολέσει περίπου 7,4 δισ. δολάρια μηνιαίως, το οποίο αντιστοιχεί σε περίπου 3,6 δισ. δολάρια τον μήνα σε φορολογικά έσοδα που ρέουν απευθείας στο πολεμικό ταμείο του Κρεμλίνου», εξηγεί ο Γουίκεντεν.

«Υπάρχει, ωστόσο, κάποια ελπίδα. Τον Σεπτέμβριο, οι εισαγωγές ρωσικού αργού από τα κρατικά διυλιστήρια της Ινδίας έπεσαν στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Μάιο του 2022, μειωμένες κατά 38% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα. Μόνο η Ινδία αν μείωνε τις εισαγωγές της, το Κρεμλίνο θα μπορούσε να χάσει περίπου 1,6 δισ. δολάρια σε μηνιαία φορολογικά έσοδα» συμπληρώνει.

Τα μηνιαία έσοδα της Ρωσίας από εξαγωγές ορυκτών καυσίμων μειώθηκαν κατά 4% τον περασμένο μήνα, φτάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο από την έναρξη της εισβολής. Πλέον είναι τα μισά σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2022.

Ωστόσο, παρά τη σημαντική πτώση στα έσοδα, αυτά εξακολουθούν να προέρχονται από τις αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου από Ασία και ανατολική Ευρώπη, καθώς και από θαλάσσιες αποστολές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) προς την ΕΕ. Θεωρείται επίσης ότι η Ρωσία εξάγει εκατομμύρια τόνους αργού μέσω των λεγόμενων «σκιωδών δεξαμενόπλοιων», ενός στόλου παλαιών πλοίων που χρησιμοποιούνται για την παράκαμψη των δυτικών κυρώσεων.

Η κόντρα με την Κίνα και την Ινδία

Ο Τραμπ προχώρησε πρόσφατα στις κυρώσεις αυτές διότι συνάντησε χλιαρή ανταπόκριση στις απαιτήσεις του προς την Ινδία και την Κίνα να μειώσουν τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας· παρότι τις προειδοποίησε πως θα αντιμετώπιζαν αυστηρότερους εμπορικούς όρους.

Η Κίνα κατήγγειλε την «μονομερή εκφοβιστική τακτική» και τον «οικονομικό εξαναγκασμό» της κυβέρνησης Τραμπ σχετικά με τις, όπως τις αποκάλεσε, «νόμιμες» αγορές πετρελαίου της από τη Ρωσία και δεσμεύτηκε να λάβει «σθεναρά αντίμετρα» αν πληγούν τα εθνικά της συμφέροντα.

Ο Τραμπ δήλωσε ότι ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Ναρέντρα Μόντι, τον διαβεβαίωσε σε τηλεφωνική επικοινωνία αυτή την εβδομάδα ότι το Δελχί «δεν πρόκειται να αγοράσει πολύ πετρέλαιο από τη Ρωσία», καθώς και ο ίδιος «θέλει να δει τον πόλεμο να τελειώνει». Δεν προχώρησε ωστόσο σε δημόσια επιβεβαίωση τυχόν σχεδίων του για περιορισμό των ινδικών εισαγωγών ρωσικού αργού.

«Ντροπιαστικό στίγμα» για την ΕΕ

Για τον Τραμπ, η αποστολή να σπάσει την ενεργειακή κυριαρχία της Ρωσίας έχει διπλό όφελος, σύμφωνα με τον Κίτινγκ. «Υπάρχει εδώ μια ευκαιρία να φέρει ειρήνη στην Ουκρανία και ταυτόχρονα κέρδος στις ΗΠΑ», εκτιμά.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει ο μεγαλύτερος προμηθευτής LNG της Ευρώπης από τότε που ο πόλεμος στην Ουκρανία σταμάτησε τις ροές ρωσικού φυσικού αερίου μέσω αγωγών και περιόρισε τις θαλάσσιες μεταφορές. Οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν πάνω από το 55% των εισαγωγών LNG της ΕΕ πέρσι, από σχεδόν μηδενικά επίπεδα το 2019. Ο Τραμπ μπορεί να αναμένει περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών φυσικού αερίου των ΗΠΑ προς την Ευρώπη, μετά την πρόσφατη συμφωνία της ΕΕ να καταργήσει σταδιακά όλες τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένου του LNG, έως τις αρχές του 2027.

Αν και η εξάρτηση της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια έχει μειωθεί δραστικά, η ήπειρος εξακολουθεί να χρηματοδοτεί το Κρεμλίνο μέσω αγορών ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου· κάτι που ο Κίτινγκ χαρακτηρίζει «ντροπιαστικό στίγμα για την ΕΕ».

Σύμφωνα με στοιχεία του Centre for Research on Energy and Clean Air (Crea), η ΕΕ παραμένει ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), έχοντας αγοράσει το 50% των συνολικών εξαγωγών LNG της Ρωσίας, ενώ ακολουθούν η Κίνα (22%) και η Ιαπωνία (18%). Η Ένωση είναι επίσης ο μεγαλύτερος αγοραστής φυσικού αερίου μέσω αγωγών, αγοράζοντας το 35% του ρωσικού φυσικού αερίου που μεταφέρεται με αγωγούς, με την Κίνα να ακολουθεί με 30% και την Τουρκία με 29%.

Η Ουγγαρία και η Σλοβακία ήταν οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ τον περασμένο μήνα, αγοράζοντας ρωσικά ορυκτά καύσιμα αξίας 393 εκατ. ευρώ και 207 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Η Γαλλία, το Βέλγιο και οι Κάτω Χώρες συνέχισαν επίσης να εισάγουν ρωσικό φυσικό αέριο. Η Γαλλία ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ πέρυσι, εισάγοντας 153 εκατ. ευρώ σε ρωσικά ορυκτά καύσιμα, όλα με τη μορφή LNG, μέρος των οποίων παραδόθηκε στη συνέχεια στη Γερμανία. Το Βέλγιο ήταν ο τέταρτος μεγαλύτερος εισαγωγέας, αγοράζοντας 92 εκατ. ευρώ σε ρωσικό LNG, ενώ οι Κάτω Χώρες αγόρασαν 62 εκατ. ευρώ.

Ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος του οικονομικού πολέμου του Τραμπ ενάντια στη Ρωσία μένει να φανεί. Παρατηρητές της βιομηχανίας, πάντως, έχουν προειδοποιήσει ότι πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο αυστηρά θα εφαρμοστούν οι κυρώσεις αυτές, καθώς και από το πώς θα αντιδράσουν οι χώρες που εξακολουθούν να εξαρτώνται από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.