Ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ επιτίθεται ξανά στη «πράσινη απάτη», όπως χαρακτηρίζει τις επενδύσεις στις καθαρές μορφές [πράσινης] ενέργειας, οι αγορές φαίνεται να έχουν άλλη άποψη. Οι μετοχές των εταιρειών «πράσινης» τεχνολογίας γνωρίζουν εντυπωσιακή ανάκαμψη, προσφέροντας αποδόσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τους περισσότερους χρηματιστηριακούς δείκτες.
Ο δείκτης καθαρής ενέργειας του S&P έχει εκτιναχθεί φέτος κατά περίπου 50%, έναντι ανόδου μικρότερης του 20% για τον παγκόσμιο δείκτη MSCI. Η ώθηση δεν προέρχεται από πολιτικές αποφάσεις, αλλά από την τεράστια ζήτηση ενέργειας που απαιτεί η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ) και την αδιάκοπη προσπάθεια της Κίνας να επεκτείνει την οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Η αμερικανική τράπεζα Jefferies περιγράφει την τρέχουσα περίοδο ως τις «χρυσές μέρες» των επενδυτών της πράσινης οικονομίας.
Ο Aniket Shah, επικεφαλής στρατηγικής βιωσιμότητας της εταιρείας, τονίζει ότι το 2024 επενδύθηκαν πάνω από 2 τρισ. δολάρια παγκοσμίως σε έργα χαμηλών εκπομπών – ποσό που, όπως λέει, αποδεικνύει πως η πράσινη μετάβαση βρίσκεται σε φάση εκρηκτικής ανάπτυξης.
Eυκαιρίες και εκτός ΗΠΑ
Η νέα δυναμική δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ. Η Κίνα ενισχύει τις εξαγωγές της σε καθαρές τεχνολογίες προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ γίγαντες της τεχνολογίας όπως η Amazon, η Microsoft και η Google επιταχύνουν τη μετάβασή τους σε ενεργειακά αποδοτικά κέντρα δεδομένων.
Ωστόσο, αυτή η άνοδος συνοδεύεται από μια ειρωνεία: η ενεργειακή κατανάλωση των data centers που υποστηρίζουν την τεχνητή νοημοσύνη αναμένεται να τετραπλασιαστεί μέσα σε μια δεκαετία, αυξάνοντας παράλληλα και τις εκπομπές από τα ορυκτά καύσιμα.
Η εταιρεία Bloom Energy αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του ράλι. Οι μετοχές της έχουν ενισχυθεί σχεδόν κατά 500% μέσα στο 2025, χάρη στα καύσιμα κύτταρα που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια απευθείας στις εγκαταστάσεις πελατών όπως η Oracle.
Η ζήτηση είναι τόσο μεγάλη που η εταιρεία σκοπεύει να διπλασιάσει τη δυναμικότητά της έως το τέλος του 2026. Αν και οι μονάδες της λειτουργούν κυρίως με φυσικό αέριο, ευνοούνται από τα φορολογικά κίνητρα της διοίκησης Τραμπ, κάτι που προσελκύει περισσότερους επενδυτές.
Πιθανά στοιχεία «φούσκας»
Ωστόσο, οι αναλυτές προειδοποιούν ότι η άνοδος ίσως να έχει και στοιχεία φούσκας. Η Bank of America εκτιμά ότι η τιμή της μετοχής της Bloom Energy έχει ξεπεράσει τα θεμελιώδη μεγέθη της, ενώ ειδικοί της Schroders και της Ninety One επισημαίνουν ότι μεγάλο μέρος της ανόδου των «πράσινων» μετοχών οφείλεται σε επενδυτική κερδοσκοπία γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη.
Παρά τις επιφυλάξεις, μεγάλοι επενδυτικοί όμιλοι συνεχίζουν να ρίχνουν κεφάλαια στην πράσινη ενέργεια. Η Brookfield Asset Management συγκέντρωσε πρόσφατα 20 δισ. δολάρια για το μεγαλύτερο ιδιωτικό ταμείο παγκοσμίως αφιερωμένο στην ενεργειακή μετάβαση και σχεδιάζει επενδύσεις ύψους 5 δισ. δολαρίων για την εγκατάσταση συστημάτων της Bloom Energy σε νέα κέντρα δεδομένων.
Η ΑΙ καθορίζει και την ενεργειακή αγορά
Ανάλογη στάση τηρούν και κολοσσοί όπως η Apollo Global Management και η Amundi SA, οι οποίοι θεωρούν ότι η ενεργειακή ζήτηση που δημιουργεί η τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) είναι σχεδόν απεριόριστη και θα καθορίσει την παγκόσμια αγορά ενέργειας για τις επόμενες δεκαετίες.
Ακόμα και στις ΗΠΑ, όπου η πολιτική ατζέντα του Τραμπ παραμένει εχθρική προς τις ανανεώσιμες πηγές, οι επενδύσεις στις καθαρές μορφές ενέργειας συνεχίζουν να αυξάνονται, όχι λόγω οικολογικής συνείδησης αλλά για καθαρά οικονομικούς λόγους: είναι φθηνότερες, ταχύτερες στην εγκατάσταση και απαραίτητες για τη λειτουργία των νέων τεχνολογιών.
Όπως επισημαίνει ο Timothy Ho της Amundi, «αν μπορείς να παρέχεις ρεύμα όταν το χρειάζεται μια εταιρεία, λίγη σημασία έχει αν προέρχεται από άνεμο ή ήλιο».
Το πράσινο κύμα φαίνεται να έχει επιστρέψει. Το ερώτημα είναι αν πρόκειται για σταθερή πορεία ανάπτυξης ή για ένα ακόμα σύντομο επενδυτικό παραλήρημα σε μια αγορά που διψά για ενέργεια — και αποδόσεις.