Οι υπουργοί Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συγκεντρώνονται την Τρίτη στις Βρυξέλλες για μια κρίσιμη συνεδρίαση για το κλίμα ενόψει της έναρξης του COP30 στη Βραζιλία, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας για τους νέους κλιματικούς στόχους. Κυριαρχούν, ωστόσο, μπόλικες ενδοευρωπαϊκές τριβές, την ώρα, μάλιστα, που η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί επανειλημμένα να μπλοκάρει διεθνείς “πράσινες” πρωτοβουλίες.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου συμμετέχει στη σύνοδο στις Βρυξέλλες και δυο μέρες μετά διοργανώνει την 6η Διάσκεψη της Διατλαντικής Συνεργασίας για την Ενέργεια (P-TEC) στην Αθήνα Πέμπτη και Παρασκευή, με συμμετοχή τεσσάρων υπουργών των ΗΠΑ, υπουργών Ενέργειας από ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και υψηλόβαθμων στελεχών από ενεργειακές επιχειρήσεις με διεθνή δραστηριότητα.
Πριν από τη διατλαντική συνάντηση, ο Σταύρος Παπασταύρου έχει, όμως, μπροστά του μια κρίσιμη δοκιμασία στις Βρυξέλλες συμμετέχοντας στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος της Ε.Ε., όπου θα συζητηθεί ο νέος στόχος μείωσης εκπομπών έως το 2040 και οι τρόποι επίτευξής του. Η διαπραγμάτευση θα καθορίσει την ενεργειακή πολιτική, την ανταγωνιστικότητα και το κόστος ζωής των Ευρωπαίων.
Η Ελλάδα στηρίζει τον φιλόδοξο στόχο, ζητά όμως ρεαλιστικούς όρους και ευελιξίες για τα κράτη-μέλη, ώστε να αποφευχθούν δυσανάλογες επιβαρύνσεις σε νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες και τα συμπεράσματα της έκθεσης Ντράγκι.
Ωστόσο, όπως αναφέρουν αναλυτές στο Bloomberg, Ευρωπαϊκή Ένωση, ως παραδοσιακά πρωτοπόρος στην παγκόσμια μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής, βρίσκεται τώρα σε δύσκολη θέση, καθώς δεν κατόρθωσε να καταθέσει εγκαίρως τη δέσμευσή της για το 2035 στον ΟΗΕ.
Στην ατζέντα της συνόδου την Τρίτη βρίσκεται η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση των καθαρών εκπομπών κατά 90% έως το 2040, καθώς και η οριστικοποίηση της ευρωπαϊκής “Εθνικά Καθορισμένης Συνεισφοράς” (Nationally Determined Contribution – NDC) πριν από την έναρξη του COP.
Οι ενδοευρωπαϊκές τριβές, ο παράγοντας Γερμανία και οι ΗΠΑ
Οι χώρες της Ε.Ε. παραμένουν διχασμένες. Η Γερμανία αντιδρά λόγω των πιέσεων που δέχεται η αυτοκινητοβιομηχανία της, ενώ η νέα τσεχική κυβέρνηση, που ορκίζεται σήμερα, έχει ήδη εκφράσει επιφυλάξεις για τις πράσινες πολιτικές των Βρυξελλών.
Η επίτευξη ενότητας ανάμεσα στα 27 κράτη μέλη, σε μια περίοδο που ο επιχειρηματικός κόσμος εμφανίζεται ολοένα και πιο επιφυλακτικός απέναντι στους φιλόδοξους κλιματικούς στόχους, συνιστά τεράστια πολιτική πρόκληση.
Η φετινή διάσκεψη COP ξεκινά αυτή την εβδομάδα στη Βραζιλία υπό τη βαριά σκιά της αμερικανικής αποχώρησης από τη Συμφωνία του Παρισιού. Ο Λευκός Οίκος επιβεβαίωσε ότι ανώτατοι Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν θα παραστούν στη σύνοδο κορυφής των ηγετών, γεγονός που θεωρείται ακόμη ένα βήμα αποστασιοποίησης της Ουάσιγκτον από τη διεθνή κλιματική δράση.
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει επανειλημμένα επιχειρήσει να μπλοκάρει διεθνείς “πράσινες” πρωτοβουλίες, όπως συνέβη πρόσφατα στη σύνοδο για τις εκπομπές ναυτιλίας, όταν οι ΗΠΑ άσκησαν πίεση για καθυστέρηση στην επιβολή παγκόσμιου φόρου ρύπων.
Ο Επίτροπος Κλίματος της Ε.Ε., Βόπκε Χέεκστρα, δήλωσε στο Bloomberg ότι αν και η αποχώρηση των ΗΠΑ είναι “ζημιογόνα”, δημιουργεί ταυτόχρονα “νέες ευκαιρίες και συνεργασίες” για άλλα κράτη. «Οι αμερικανικές επιχειρήσεις ίσως να μη γράφουν πια τη λέξη “κλίμα” με κεφαλαίο Κ, αλλά το επιχειρηματικό μοντέλο της πράσινης ενέργειας παραμένει ισχυρό», είπε χαρακτηριστικά.
Η αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Τερέσα Ριβέρα, εξαπέλυσε δριμεία κριτική στον πρόεδρο των ΗΠΑ, λέγοντας σε συνέντευξή της στο Σάο Πάολο ότι η στάση του «εμποδίζει τις αμερικανικές εταιρείες να αξιοποιήσουν τις επενδυτικές ευκαιρίες στην καθαρή ενέργεια».
«Δυστυχώς, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για το μέλλον της ίδιας του της χώρας σε σχέση με τις υπόλοιπες ή για τη δυνατότητά της να αναπτύξει ηγετικές θέσεις σε νέες αγορές», δήλωσε.
Στο προσεχές leaders’ summit στο Μπελέμ θα παραστούν η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα, καθώς και οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας, Φρίντριχ Μερτς και Εμανουέλ Μακρόν αντίστοιχα.