Εξαιρετικά δυσάρεστη είναι ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου για την κατάσταση της διαχείρισης των αστικών αποβλήτων στην Ελλάδα. Η έκθεση συγκρίνει τις επιδόσεις της χώρας μας όσον αφορά στα σκουπίδια και τον τρόπο διαχείρισής τους.
Παρά τις αυστηρές οδηγίες της ΕΕ και τη ροή δισεκατομμυρίων ευρώ από τα κοινοτικά ταμεία, η χώρα μας παραμένει «ουραγός» στην κυκλική οικονομία, με τις υποδομές να καρκινοβατούν και την υγειονομική ταφή να παραμένει ο κυρίαρχος -αλλά και περιβαλλοντικά επιζήμιος- τρόπος διαχείρισης.
Η Ελλάδα, μαζί με την Πολωνία, την Πορτογαλία και τη Ρουμανία, αποτέλεσαν το δείγμα του ελέγχου του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και οι τέσσερις χώρες θεωρήθηκαν ότι διατρέχουν υψηλό κίνδυνο μη επίτευξης των στόχων της ΕΕ στη διαχείριση αποβλήτων. Στην έκθεση επισημαίνεται πως στην Ελλάδα σε διάστημα 13 ετών (2011-2024), από τις 33 προβλεπόμενες μονάδες διαχείρισης αποβλήτων, έχουν κατασκευαστεί και τεθεί σε λειτουργία μόλις 8. Οι υπόλοιπες 25 βρίσκονται ακόμη σε διάφορα στάδια υλοποίησης.
Ακόμη χειρότερη είναι η εικόνα στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας βιολογικών αποβλήτων (τις περίφημες ΜΕΒΑ που στην ουσία παραπέμφθηκαν στις ελληνικές καλένδες), όπου από τις 28 που είχαν αρχικά σχεδιαστεί, μόνο 3 λειτουργούν. Η ανεπάρκεια αυτή οδηγεί σ’ έναν φαύλο κύκλο καθυστερήσεων, που αγγίζει κατά μέσο όρο τα τρία χρόνια ανά έργο, με ορισμένες περιπτώσεις να φτάνουν έως και τα έξι χρόνια.

Ισχνές επιδόσεις στα σκουπίδια και στη διαχείριση αποβλήτων
Η ΕΕ έχει θέσει ως στόχο την ανακύκλωση και προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση του 55% των αστικών αποβλήτων έως το 2025. Η Ελλάδα, ωστόσο, βρίσκεται πολύ μακριά. Το 2022, το ποσοστό χωριστής συλλογής στη χώρα μας περιοριζόταν στο ισχνό 18%. Αν και οι ελληνικές αρχές αισιοδοξούν ότι θα φτάσουν το 55% το 2030, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη εκδώσει προειδοποίηση πως η Ελλάδα συγκαταλέγεται στα κράτη – μέλη που κινδυνεύουν να μην επιτύχουν σχεδόν καμία από τις τιμές – στόχο για το 2025.
Στην έκθεση τονίζεται ακόμη πως η Ελλάδα εξακολουθεί να επενδύει δυσανάλογα στις «κατώτερες βαθμίδες» (υγειονομική ταφή και επεξεργασία υπολειμμάτων) επεξεργασίας αποβλήτων. Για την περίοδο 2021-2027, το 71% της χρηματοδότησης από τα ταμεία συνοχής κατευθύνεται σε αυτές τις χαμηλές βαθμίδες, ενώ μόλις το 21% προορίζεται για τις ανώτερες βαθμίδες, όπως η πρόληψη και η ανακύκλωση. Την ίδια στιγμή η Πορτογαλία και η Ρουμανία έχουν μηδενίσει τις αντίστοιχες επενδύσεις, στρεφόμενες πλήρως στην ανακύκλωση.
Από το 2010 έως το 2023, η Ελλάδα μείωσε το ποσοστό υγειονομικής ταφής μόλις κατά 2,3%, σημειώνοντας τη μικρότερη πρόοδο στο δείγμα των τεσσάρων χωρών. Αντιθέτως, η Πολωνία πέτυχε μείωση 54,7%, η Πορτογαλία 8,7% και η Ρουμανία 2,8%.

Στον «αέρα» το πολυδιαφημισμένο τέλος ταφής
Η έκθεση αποκαλύπτει επίσης μια βαθιά δυσλειτουργία στο οικονομικό μοντέλο διαχείρισης. Αν και η εθνική νομοθεσία απαιτεί την πλήρη ανάκτηση του κόστους, στην πράξη αυτό δεν συμβαίνει. Τρεις από τους τέσσερις δήμους που εξετάστηκαν στην Ελλάδα παρουσίασαν ζημίες μεταξύ 2022-2024, καθώς τα έσοδα από τα τέλη δεν κάλυπταν τα έξοδα. Το περίφημο «τέλος ταφής», το οποίο ξεκίνησε το 2022 στα 20 ευρώ ανά τόνο με στόχο να φτάσει τα 35-45 ευρώ το 2026, βρίσκεται «στον αέρα». Περισσότεροι από τους μισούς δήμους της χώρας (164 δήμοι) έχουν προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας αμφισβητώντας τη συνταγματικότητά του.
Παρά τις τεράστιες ανάγκες, η Ελλάδα παρουσιάζει προβλήματα στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Για την περίοδο 2014-2020, η χώρα χρησιμοποίησε το 76% των διαθέσιμων κονδυλίων. Το ποσοστό αυτό θα ήταν ακόμη χαμηλότερο αν η Ελλάδα δεν είχε μειώσει τις αρχικά προβλεπόμενες δαπάνες της κατά 30%. Στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης είχαν αρχικά προβλεφθεί επενδύσεις ύψους 801 εκατ. ευρώ, ωστόσο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2025 δεν είχε ζητηθεί καμία εκταμίευση για σχετικά ορόσημα.
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο επισημαίνει πως ενώ ο στόχος της ΕΕ είναι η «αποσύνδεση» της παραγωγής αποβλήτων από την οικονομική ανάπτυξη, στην Ελλάδα τα σκουπίδια αυξάνονται μαζί με το ΑΕΠ. Το 2023, η κατά κεφαλήν παραγωγή αστικών αποβλήτων στην ΕΕ ήταν 511 κιλά, με την Ελλάδα να βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο. Την ίδια στιγμή, οι ανάγκες σε υποδομές στο εθνικό σχέδιο έχουν υποεκτιμηθεί κατά περίπου 10%. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα από τις τέσσερις που βασίζει την τιμολόγηση των αποβλήτων αποκλειστικά στα τετραγωνικά μέτρα των ακινήτων μέσω των λογαριασμών ρεύματος, γεγονός που δεν παρέχει κανένα κίνητρο στον πολίτη να μειώσει τα σκουπίδια του. Στην Πορτογαλία το 5% των δήμων εφαρμόζει την αρχή «πληρώνω, όσο πετάω», στη Ρουμανία σε μία κομητεία η χρέωση γίνεται με βάση τον όγκο του κάδου. Στην Πολωνία αν και υπάρχουν εξαιρέσεις για τα νοικοκυριά, η χρέωση μπορεί να βασίζεται στην κατανάλωση νερού ή κατά κεφαλήν.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να έχει ήδη κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει κατά της χώρας (Ιούλιος 2024) για μη επίτευξη των στόχων του 2008 και του 2020, τα περιθώρια στενεύουν. Η μετάβαση στην κυκλική οικονομία απαιτεί όχι μόνο κεφάλαια, αλλά κυρίως πολιτική βούληση για την υλοποίηση των εκκρεμών μονάδων επεξεργασίας και την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη χωριστή συλλογή, η οποία σήμερα φαίνεται να αποτελεί το μεγαλύτερο «αγκάθι».

Η ακτινογραφία των καθυστερήσεων
Η έκθεση καταγράφει μια χαοτική απόσταση ανάμεσα στον αρχικό σχεδιασμό και την πραγματικότητα:
- Μονάδες Επεξεργασίας Αστικών Αποβλήτων (ΜΕΑ): Από τις 33 μονάδες που είχαν προγραμματιστεί το 2011, το 2024 λειτουργούσαν μόλις 8.
- Μονάδες Επεξεργασίας Βιολογικών Αποβλήτων (ΜΕΒΑ): Η κατάσταση εδώ είναι ακόμη χειρότερη, καθώς από τις 28 προγραμματισμένες μονάδες, μόνο 3 έχουν τεθεί σε λειτουργία.
Ο μέσος όρος καθυστέρησης για την ολοκλήρωση των έργων στην Ελλάδα ανέρχεται σε 3 έτη, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η καθυστέρηση αγγίζει τα 6 έτη. Σημειώνεται ότι λόγω των πολυετών καθυστερήσεων (που συχνά ξεπερνούν την πενταετία), όταν μια μονάδα τελικά ολοκληρώνεται, η τεχνολογία της μπορεί να θεωρείται ήδη ξεπερασμένη σε σχέση με τις νέες απαιτήσεις της ΕΕ για την κυκλική οικονομία. Ένα μεγάλο ποσοστό των καθυστερήσεων στην Ελλάδα (το 15% έως 20% του συνολικού χρόνου υλοποίησης) οφείλεται σε δικαστικές προσφυγές κατά τη διάρκεια των διαγωνιστικών διαδικασιών ή των περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων.
Οι ελεγκτές εντόπισαν τρεις κύριους λόγους για τις καθυστερήσεις ολοκλήρωσης των έργων διαχείρισης απορριμμάτων στην Ελλάδα:
- Πολυπλοκότητα Αδειοδότησης: Η διαδικασία για την έκδοση περιβαλλοντικών όρων διαρκεί στην Ελλάδα κατά μέσο όρο 22 μήνες, όταν σε άλλες χώρες ολοκληρώνεται σε λιγότερο από 12.
- Αδυναμία των Φορέων Διαχείρισης (ΦοΔΣΑ): Πολλοί τοπικοί φορείς δεν διαθέτουν την απαραίτητη τεχνική επάρκεια για να τρέξουν σύνθετα έργα ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα).
- Κοινωνικές Αντιδράσεις: Το σύνδρομο «Not In My Backyard» (σ.σ. Όχι στην αυλή μου) παραμένει ισχυρό, οδηγώντας σε συνεχείς αναστολές εργασιών.