Ο κλάδος της εγχώριας χαρτοβιομηχανίας υπέστη σημαντικά πλήγματα τα προηγούμενα χρόνια, κυρίως λόγω του «λουκέτου» μεγάλων επιχειρήσεων, όπως της Diana του Πάνου Ζερίτη που έκλεισε το 2012 και της Delica (SCA Hellas) που διέκοψε τη λειτουργία της το 2013. Ανάλογη μοίρα είχε και η Αθηναϊκή Χαρτοποιία Α.Ε., που είχε την επωνυμία Softex, η οποία έκλεισε το εργοστάσιό της το 2016 μετά από απόφαση του ομίλου Bolton. Καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη έπαιξε η πυρκαγιά που ξέσπασε στις εγκαταστάσεις της τον Ιούλιο του 2015.
Η εικόνα όμως άρχισε να αλλάζει, σηματοδοτώντας μια νέα περίοδο ανάπτυξης, με πρωταγωνιστή την Intertrade Hellas. Η εταιρεία, που έχει στην παραγωγή της και τα προϊόντα Softex, κατέχει ηγετική θέση στην ελληνική αγορά και συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάκαμψη του κλάδου. Ο κύκλος εργασιών της αυξήθηκε στα 137 εκατ. ευρώ το 2024 από 127 εκατ. ευρώ το 2023. Σημαντική είναι, επίσης, η συμβολή της Maxi, της δεύτερης μεγαλύτερης εταιρείας του κλάδου βάσει τζίρου, με έδρα τη Βόρεια Ελλάδα, η οποία πέτυχε κύκλο εργασιών 100 εκατ. ευρώ το 2024 και συνεχίζει δυναμικά με νέες επενδύσεις.
Η αναγέννηση ξεκίνησε με την εξαγορά του brand Softex από την Intertrade Hellas. Τη διοίκηση της εταιρείας έχει αναλάβει ο Γιάννης Ντεληδήμος, επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά τις σπουδές του, ενώ η αδελφή του, Κατερίνα, ηγείται της Softex. Με σειρά στρατηγικών επενδύσεων κατόρθωσαν να ξαναφέρουν δυναμισμό στον κλάδο, με πιο πρόσφατη κίνηση την έγκριση επένδυσης ύψους άνω των 99 εκατ. ευρώ από τη Διυπουργική Επιτροπή Στρατηγικών Επενδύσεων. Το πλάνο περιλαμβάνει τη δημιουργία δύο νέων μονάδων -μίας για την παραγωγή πρώτης ύλης (jumbo rolls) και μίας για την επεξεργασία- δημιουργώντας πάνω από 50 νέες μόνιμες θέσεις εργασίας. Η παραγωγική δυναμικότητα της Intertrade σε πρώτη ύλη θα διπλασιαστεί από 65.000 σε 130.000 τόνους ετησίως.
Ο Γιάννης Ντεληδήμος, ως CEO της Intertrade Hellas και ταμίας της Ένωσης Βιομηχανιών Χάρτου Ελλάδας, τονίζει ότι με αυτήν την επένδυση η Ελλάδα θα μπορεί να καλύψει πλήρως την εσωτερική ζήτηση, καθώς η παραγωγή θα φτάσει τους 200.000 τόνους -ποσότητα που αντιστοιχεί στην εγχώρια κατανάλωση. «Η νέα μονάδα παραγωγής jumbo rolls που παραδίδεται τον Φεβρουάριο, θα διπλασιάσει τη δυναμικότητά μας. Ακολουθούν νέες εγκαταστάσεις μεταποίησης στα Οινόφυτα, αποθήκες για τελικά και πρώτες ύλες, καθώς και ενεργειακές υποδομές με φωτοβολταϊκά και συστήματα συμπαραγωγής» ανέφερε.
Σχετικά με τις εξαγωγές, ο ίδιος επισημαίνει ότι αν και η εσωτερική παραγωγή φτάνει τους 200.000 τόνους, δεν σημαίνει πως οι καταναλωτές επιλέγουν αποκλειστικά ελληνικά προϊόντα, καθώς υπάρχει ανταγωνισμός από χώρες όπως η Ιταλία, η Ρουμανία και η Τουρκία. Η Intertrade ήδη εξάγει jumbo rolls σε Ισραήλ, Βουλγαρία, Ρουμανία, Κύπρο και Ιταλία και με το νέο εργοστάσιο που ξεκινά τον Φεβρουάριο του 2026, αναμένεται να εξάγει 20.000 – 25.000 τόνους ετησίως.
Ανάλογα επενδυτικά σχέδια υλοποιεί και η Maxi, που δραστηριοποιείται στον χώρο από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Διαθέτει δύο εργοστάσια για παραγωγή πρώτης ύλης συνολικής δυναμικότητας 70.000 τόνων ετησίως, καθώς και 15 γραμμές μεταποίησης με ετήσια δυναμικότητα 62.000 τόνων.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, η Maxi έχει επενδύσει πάνω από 40 εκατ. ευρώ για την επέκταση της παραγωγής και τη δημιουργία νέων αποθηκευτικών χώρων 14.000 τ.μ. Ο CEO της Maxi, Ηλίας Παπαδόπουλος, που είναι επίσης μέλος του ΔΣ της Ένωσης Βιομηχανιών Χάρτου Ελλάδας, ανακοίνωσε νέο επενδυτικό πρόγραμμα 26 εκατ. ευρώ με στόχο την ολοκλήρωση ως τις αρχές του 2027. Οι νέες επενδύσεις περιλαμβάνουν υπερσύγχρονες γραμμές επεξεργασίας και μεγαλύτερο βαθμό αυτοματοποίησης, καθώς και νέες αποθήκες που θα ξεπεράσουν συνολικά τα 20.000 τ.μ.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει, ο ανταγωνισμός από χώρες όπως η Τουρκία και η Ινδονησία αποτελεί πρόκληση, καθώς πωλούν πρώτη ύλη στην Ελλάδα σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές, εκμεταλλευόμενοι το πολύ χαμηλότερο κόστος παραγωγής και την απουσία δασμών.
Aναδημοσίευση από ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ