ΟΟΣΑ: Ανισότητες πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

Υψηλά καταρτισμένοι εκπαιδευτικοί απαραίτητοι για υψηλής απόδοσης εκπαιδευτικά συστήματα, λέει ο ΟΟΣΑ. Χάσμα στις δεξιότητες

Αμφιθέατρο Πανεπιστημίου © Eurokinissi

Στα προβλήματα ενηλίκων στον γραπτό λόγο και τα μαθηματικά αναφέρθηκε ο Αντρέας Σλάιχερ. διευθυντής Εκπαίδευσης και Δεξιοτήτων, κατά τη διάρκεια παρουσίασης της ετήσιας έκθεσης του ΟΟΣΑ με τίτλο «Ματιές στην Εκπαίδευση», λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «στη Γαλλία, υπάρχουν ενήλικοι που πέρασαν χρόνια στο σχολείο και μερικές φορές στο πανεπιστήμιο και οι οποίοι στον γραπτό λόγο δεν έχουν καν την ικανότητα ενός παιδιού 10 ετών».

Ωστόσο, όπως προκύπτει από την έκθεση, το εκπαιδευτικό επίπεδο έχει αυξηθεί σημαντικά μέσα στον ΟΟΣΑ από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, με ένα πολύ υψηλό ποσοστό νέων πτυχιούχων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Ο κ. Σλάιχερ, ο οποίος είναι και ιδρυτής του προγράμματος αξιολόγησης μαθητικών επιδόσεων PISA, είχε επισκεφτεί τον περασμένο Μάρτιο τη χώρα, προκειμένου να συζητήσει με την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας τους τρόπους βελτίωσης του εκπαιδευτικού μας συστήματος, με βάση τις πρακτικές που προκύπτουν από τη μεγάλη εμπειρία του ΟΟΣΑ σε πολλές χώρες. «Πρέπει η ίδια η Ελλάδα να αποφασίσει ποιες μεταρρυθμίσεις θα κάνει στα σχολεία», δήλωνε ο κ. Σλάιχερ.

Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα παλαιότερων χρόνων, οι Έλληνες μαθητές δεν έχουν τη λογική της έρευνας, αλλά της αποστήθισης, και παρουσιάζουν ελλείμματα σε βασικές δεξιότητες.

Οι εκπαιδευτικοί

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έκθεσης, που ξεκινά από τους εκπαιδευτικούς, οι υψηλά καταρτισμένοι εκπαιδευτικοί είναι απαραίτητοι για τα υψηλής απόδοσης εκπαιδευτικά συστήματα σε όλα τα επίπεδα, αλλά η έλλειψη εκπαιδευτικών δυσχεραίνει την πρόσληψη και τη διατήρηση καλά καταρτισμένων εκπαιδευτικών. Αν και τα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα μπορούν ακόμα να καλύψουν σχεδόν όλες τις κενές θέσεις εκπαιδευτικών, δεν προσελκύουν πάντα τους πιο καταρτισμένους υποψηφίους.

Στην αρχή του σχολικού έτους 2022-23, μόνο η Αυστρία, οι Κάτω Χώρες, η Σουηδία και οι φλαμανδικές και γαλλικές κοινότητες του Βελγίου ανέφεραν ότι περισσότερο από το 2% των θέσεων διδασκαλίας παρέμεναν κενές. Ωστόσο, κατά μέσο όρο, σχεδόν το 7% των δασκάλων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ δεν είναι πλήρως καταρτισμένοι, πράγμα που σημαίνει ότι δεν διαθέτουν όλα τα απαιτούμενα προσόντα.

Η υψηλή κινητικότητα των εκπαιδευτικών μπορεί να περιπλέξει περαιτέρω την πρόσληψη. Στις περισσότερες χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, το 1% έως 3% των εκπαιδευτικών συνταξιοδοτείται ετησίως. Ωστόσο, το ποσοστό των εκπαιδευτικών που εγκαταλείπουν το επάγγελμα για λόγους άλλους από τη συνταξιοδότηση ποικίλλει σημαντικά, καθώς επηρεάζεται όχι μόνο από τις συνθήκες εργασίας και τις συμβατικές ρυθμίσεις των εκπαιδευτικών, αλλά και από τις συνθήκες της εθνικής αγοράς εργασίας και την κουλτούρα της επαγγελματικής κινητικότητας.

Στη Δανία, την Εσθονία και την Αγγλία, σχεδόν το 10% των εκπαιδευτικών παραιτείται κάθε χρόνο, γεγονός που απαιτεί συνεχή πρόσληψη μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών. Αντίθετα, λιγότερο από το 1% των εκπαιδευτικών στη Γαλλία, την Ελλάδα και την Ιρλανδία παραιτείται κάθε χρόνο, γεγονός που δημιουργεί μεγαλύτερη σταθερότητα στο προσωπικό, αλλά περιορίζει επίσης την ανανέωση του εκπαιδευτικού δυναμικού.

Τριτοβάθμια Εκπαίδευση

Το 48% των νέων ενηλίκων στις χώρες του ΟΟΣΑ διαθέτει πτυχίο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, έναντι μόλις 27% το 2000. Ωστόσο, παρά την εντυπωσιακή άνοδο, παραμένουν οι ανισότητες στην πρόσβαση, καθώς και το χάσμα στις δεξιότητες, μια και, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Οργανισμού με τίτλο «Ματιές στην Εκπαίδευση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση» -όπου 48% των νέων ενηλίκων στις χώρες του ΟΟΣΑ διαθέτει πτυχίο-, η Ιρλανδία και η Νορβηγία καταγράφουν τις «πιο αξιοσημείωτες» προόδους, με αύξηση των πτυχιούχων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης κατά περίπου 6 ποσοστιαίες μονάδες από το 2005 έως το 2024, και ακολουθούν η Κολομβία, η Κόστα Ρίκα, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, το Μεξικό, η Πορτογαλία και η Τουρκία.

Νέοι και ανεργία

Παρατεταμένες περιόδους ανεργίας στους νέους διαπιστώνει η έκθεση του ΟΟΣΑ. Η πλειονότητα των νέων που είναι άνεργοι στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι βραχυπρόθεσμα άνεργοι, με ποσοστό που κυμαίνεται από 12 % των ατόμων ηλικίας 18-24 ετών στην Ελλάδα και 11% στην Κολομβία έως κάτω του 2% στην Τσεχία, το Ισραήλ, τις Κάτω Χώρες και τη Νορβηγία.

Οι παρατεταμένες περίοδοι είναι πιο συχνές στην Ελλάδα, την Ιταλία και τη Σλοβακική Δημοκρατία, όπου τα ποσοστά υπερβαίνουν το 3%. Αντίθετα, λιγότερο από το 0,5% των νέων στον Καναδά, την Κόστα Ρίκα, τη Δανία, την Εσθονία, τη Λιθουανία, το Μεξικό, τη Νορβηγία και την Πολωνία αντιμετωπίζουν μακροχρόνια ανεργία.

Η ανεργία των νέων, ιδίως των ατόμων ηλικίας 18 έως 24 ετών, παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα, καθώς αυτή η ηλικιακή ομάδα βρίσκεται σε κρίσιμη μεταβατική φάση. Όπως αναφέρεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ, έχει διαπιστωθεί ότι κάθε επιπλέον ημέρα ανεργίας κατά τα πρώτα 8 έτη στην αγορά εργασίας οδηγεί σε επιπλέον μισή ημέρα ανεργίας κατά τα επόμενα 16 έτη – σαφής απόδειξη των μόνιμων επιπτώσεων, ιδίως για όσους έχουν επαναλαμβανόμενες ή μακροχρόνιες περιόδους ανεργίας.

Η παρατεταμένη ανεργία, ιδίως όταν δεν συνοδεύεται από συνεχή εκπαίδευση ή κατάρτιση, μπορεί να περιορίσει τις προοπτικές των νέων να βρουν εργασία που να αντιστοιχεί στις δεξιότητες και τα προσόντα τους, ενώ ταυτόχρονα υπονομεύει το μακροπρόθεσμο εισοδηματικό τους δυναμικό, την ευημερία και την κινητοποίησή τους (Rahmani και Groot, 2023).

Αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της απασχόλησης, όπως επισημαίνεται, ορισμένοι νέοι επιλέγουν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους, εξειδικεύοντας ή αναπτύσσοντας δεξιότητες για τις οποίες υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση. Η επαγγελματική καθοδήγηση μπορεί να αποτελέσει μια αποτελεσματική παρέμβαση για την υποστήριξη αυτών των αποφάσεων, ωστόσο οι ομάδες που έχουν ήδη αποκλειστεί από την αγορά εργασίας είναι λιγότερο πιθανό να αναζητήσουν ή να χρησιμοποιήσουν αυτές τις υπηρεσίες, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για πιο στοχευμένη προσέγγιση και υποστήριξη.

Στις χώρες του ΟΟΣΑ για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, το 1% των ατόμων ηλικίας 18-24 ετών είναι μακροχρόνια άνεργοι (για 12 μήνες ή περισσότερο) και το 4 % είναι βραχυπρόθεσμα άνεργοι (λιγότερο από 12 μήνες).